powered by Agones.gr - opap
forum manteio

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Κάτω Μερόπη (Φραστανά) Πωγωνίου - Οδοιπορικό στο Πωγώνι







Δείτε τα video






















Κάτω Μερόπη Πωγωνίου




Τα Φραστανά, Κάτω Μερόπη από το 1928, είναι ακριτικό χωριό της Επαρχίας Πωγωνίου του Νομού Ιωαννίνων, κοντά στα σύνορα με τη Βόρεια Ήπειρο (Αλβανία). Έχει μακραίωνη ιστορία. Βρίσκεται βορειοδυτικά των Ιωαννίνων και της αρχαίας Δωδώνης, στο ριζό της νοτιοανατολικής πλευράς του ορεινού συγκροτήματος Νεμέρτσικα και σε υψόμετρο 750μ. Η οδική απόσταση από τα Ιωάννινα είναι 65 χιλιόμετρα. Η κοινοτική περιοχή, που έχει έκταση σχεδόν 20.000 στρέμματα , κατέχει σημαντικό μέρος της κοιλάδας του Άνω Γορμού, η οποία ορίζεται από τις πλαγιές της Νεμέρτσικας και του Κουτσόκρανου. Το ανατολικότερο σημείο της περιοχής βρίσκεται σε οδική απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων από το κέντρο του χωριού στο ύψωμα Ντομπόρι κοντά στην Πηγή Κεφαλοβρύσου. Το δυτικότερο σημείο είναι η τοποθεσία Ποτσόνο, μικρή πηγή, στα σύνορα με την περιοχή του Παλαιοπύργου και σε απόσταση περί τα 1.500μ.Το νοτιότερο όριο αποτελεί ο Γορμός, μικροπόταμος που χύνεται στον Καλαμά και σε απόσταση 3 - 4 χιλιόμετρα. Τέλος το βορειότερο όριο βρίσκεται στο βουνό, στο τοπωνύμιο Κερασιές και σε υψόμετρο περί τα 1.200μ. Η Κάτω Μερόπη έχει κατά προσέγγιση βόρειο γεωγραφικό πλάτος 40ο - 02' και ανατολικό μήκος 20ο - 46'.Η Κάτω Μερόπη κατείχε το 1928 τη δεύτερη θέση μετά το Βασιλικό ανάμεσα στις εννέα κοινότητες του Άνω Πωγωνίου, που βρίσκονται στην κοιλάδα του Άνω Γορμού (Κακόλακκος, Μερόπη, Παλαιόπυργος, Κάτω Μερόπη, Κεφαλόβρυσο, Βασιλικό, Ρουψιά, Άγιος Κοσμάς και Ωραιόκαστρο) ως προς τους παρακάτω δείκτες: Πληθυσμός: 498 άνθρωποι (13,9%), εδαφική έκταση 20 τετρ. χλμ. (20.000 στρέμματα) (14%), καλλιεργούμενες εκτάσεις 2.400 στρέμματα (17,8%) παραγωγή σιτηρών και σταφυλιών δεύτερη θέση μετά το Βασιλικό.



Οι ρίζες του χωριού φτάνουν ως την αρχαιότητα. Στο σημερινό κέντρο του κατοίκησαν Έλληνες Μολοσσοί περί τα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ. και ίδρυσαν κάποιον οικισμό. Πολύ αργότερα, τον 4ο - 3ο αιώνα π.Χ., όταν στην Ήπειρο το κράτος των Μολοσσών προχωρούσε προς την πρόοδο, δημιουργήθηκαν εδώ νεώτεροι οικισμοί, ο ένας ανατολικά στο χώρο ανάμεσα στον Αϊ Νικόλα και τον Αϊ Θανάση και ο άλλος πολύ δυτικά στην πλαγιά του Παλαιόκαστρου. Πιθανότατα πολύ αργότερα αναγκάστηκαν να μετακινηθούν πληθυσμοί από τους αρχαίους οικισμούς της παραποτάμιας ζώνης (Βαρβάρα, Γκλάβα, Παλιοκκλήσι) στο χώρο του σημερινού χωριού. Για το χρόνο της μετακίνησης αυτής και τις αιτίες, διατυπώνονται διάφορες απόψεις.
Η Κάτω Μερόπη, χωριό με μακραίωνη ιστορία, έχει ρίζες στην αρχαιότητα. Αυτό προκύπτει από αρχαιολογικές μαρτυρίες καθώς και από την παράδοση. Από αρχαίους οικισμούς που εντοπίστηκαν γύρω από το χωριό, πιθανότατα δημιουργήθηκε ένα βυζαντινό κεφαλοχώρι (Πολίχνη;) με όνομα μεταβαλλόμενο (Βέρτζιανη - Φραστανά). Στα ύστερα βυζαντινά χρόνια μέχρι και τους δύο πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας (1431 - 1625) το μεγαλοχώρι παρουσίαζε ορισμένη ανάπτυξη, στο μέτρο βέβαια της τότε εποχής. Προς τα τέλη του 17ου αιώνα επήλθε μεγάλη καταστροφή. Στο χωριό παρέμειναν ελάχιστες οικογένειες φτωχολογιάς. Από τις αρχές του 18ου αιώνα ως τις αρχές του 19ου αιώνα το χωριό δοκίμασε πολλά δεινά από τις επιδρομές μπέηδων και αγάδων, από σιτοδείες και επιδημίες πανώλης με μαζικούς θανάτους. Ωστόσο δεν χάθηκε. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο πληθυσμός ήταν γύρω στα 300 άτομα. Το μαζικό ταξίδεμα των ανδρών στην Κωνσταντινούπολη έφερα μία βαθμιαία αυξανόμενη προοδευτικά κίνηση και αύξηση του πληθυσμού. Μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό το 1913 συνεχίστηκε ο προοδευτική πορεία, ιδιαίτερα τα χρόνια 1923 - 1940, οπότε το κέντρο των ταξιδεμένων μεταφέρθηκε από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη κ.α. Στα μεταπολέμια χρόνια, παρά την απότομη μείωση του πληθυσμού, έγιναν πολλά έργα μικρά και μεγάλα και διαμορφώθηκε εντυπωσιακά τοπ κέντρο του χωριού. Παρουσιάζει αξιόλογο αρχαιολογικό και τουριστικό ενδιαφέρον.
Στο χώρο της σημερινής περιοχής της Κάτω Μερόπης υπήρχαν στην αρχαιότητα διάσπαρτοι οικισμοί, κυρίως στην παραποτάμια ζώνη. Απ' αυτούς προήλθε πιθανότατα ο οικισμός που στην ιστορική διαδρομή είχε μεταβαλλόμενο όνομα (Βέρτζιανη - Φραστανά - Κάτω Μερόπη). Στη Βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο τα Φραστανά είχαν αξιόλογη επιρροή. Μαζί με τη Διπαλίτσα αποτέλεσαν το βυζαντινό δίπτυχο στην περιοχή. Το 16ο - 17ο αιώνα τα Φραστανά κατείχαν την τρίτη θέση ως προς των αριθμό οικογενειών στο Πωγώνι μετά τη Διπαλίτσα και την Καστάνιανη. Στα χρόνια αυτά διακρίνονταν για σχετική οικονομική ακμή και πολιτισμική άνθιση. Προς το τέλος του 17ου αιώνα, το μεγάλο χωριό καταστράφηκε από επιδρομή αλλοφύλων, αλλά δεν ερημώθηκε εντελώς. Αργότερα το έπληξαν βαρβαρικές επιδρομές, λοιμώδεις επιδημίες και σιτοδείες. Ωστόσο στάθηκε στα πόδια του. Λειτουργούσε κρυφό σχολειό.




















Τον 19ο αιώνα, σημειώνεται μια βαθμιαία ανοδική πορεία. Στις αρχές του αιώνα συμμετέχει στις δραστηριότητες της Φιλικής Εταιρίας με τη δράση του Γιαννάκη Γραμματικού που συνεργάζεται με το Μάρκο Μπότσαρη. Στα 1816 - 1820 χτίζεται η μεγάλη κεντρική εκκλησία. Εκπρόσωπος των Φραστανών συμμετέχει στη σύσκεψη, που έγινε στη Βήσσανη το 1854, για την οργάνωση εξέγερσης στο Πωγώνι κατά των Τούρκων με εντολή του Θεοδώρου Γρίβα.
Μετά το μαζικό ταξιδεμό των αντρών στην Κωνσταντινούπολη ενισχύεται οικονομικά και πολιτισμικά το χωριό. Χτίζεται το 1862 διώροφο σχολικό κτίριο αμέσως νότια της εκκλησίας, το μεγαλύτερο τότε στα γύρω χωριά. Από τότε λειτουργεί κανονικά δημοτικό σχολείο με εκσυγχρονισμένο πρόγραμμα και διδακτικό προσωπικό.
Διαμορφώνεται το ενιαίο κέντρο του χωριού. Πολλά νέα μεγάλα πέτρινα σπίτια, αμφιθεατρικά χτισμένα, συμπληρώνουν την ανοδική πορεία. Γίνονται και άλλα έργα. Παράλληλα αναπτύσσεται και η αγροτική παραγωγή σε διάφορους τομείς, όπως η σιτοπαραγωγή, η ποιοτική καλλιέργεια του καλαμποκιού, η κτηνοτροφία, η αμπελουργία, η οπωροφόρα δεντροκομία, η σηροτροφία, η μελισσοκομία.
Μετά την απελευθέρωση το 1913 από τον Τουρκικό ζυγό, συνεχίζεται η ανοδική πορεία μέχρι το 1940 και συντελούνται αξιόλογες θετικές εξελίξεις στον παραγωγικό, κοινωνικό και πολιτισμικό τομέα. Το χωριό σφύζει από ζωή. Σημαντική ήταν η συμμετοχή στο ηρωικό έπος 1940 - 1941 και στην Εθνική Αντίσταση 1941 - 1944.


Από τον 19ο αιώνα και ιδιαίτερα ως τα μέσα το 20ου αιώνα διευρύνονται οι σχέσεις και οι δεσμοί με τα χωριά και κωμοπόλεις του Πωγωνίου, με ορισμένα χωριά της Κόνιτσας και με τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Σήμερα η Κάτω Μερόπη, παρά τη βαθμιαία εγκατάλειψή της από το 90% του πληθυσμού που εγκαταστάθηκε μόνιμα κυρίως στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και τα Ιωάννινα, και παρά τις βαρύτατες συνέπειες του εμφυλίου, παρουσιάζεται ανακαινισμένη. Έγιναν μεταπολεμικά μια σειρά μικρά και μεγάλα έργα από την Πολιτεία, την Αδελφότητα, την Κοινότητα και του συγχωριανούς. Διαμορφώθηκε εκσυγχρονιστικά το κέντρο της. Κατασκευάστηκαν πολλές θερινές κατοικίες. Εξασφαλίστηκε η κανονική ύδρευση με εσωτερικό οικιακό δίκτυο, δίκτυα παροχής ηλεκτρενέργειας και τηλεφωνικής σύνδεσης, λειτουργία ξενώνα με σύγχρονο εξοπλισμό καθώς και εντευκτηρίου και κυλικείου. Λειτουργεί καθημερινά λεωφοριακή γραμμή με τα Ιωάννινα. Τους μήνες του καλοκαιριού το χωριό σφύζει και πάλι από ζωή. Ιδρύθηκε αρχαιολογικός χώρος.
Από τη δεκαετία του 1930 και κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες πληθαίνουν οι διπλωματούχοι πανεπιστημιακών σχολών, αυξάνεται το επιστημονικό και τεχνικό δυναμικό. Οι καθηγητές, γιατροί και μηχανικοί, φτάνουν τους 40, το 60% του συνόλου. Αναδείχτηκαν ένας εισαγγελέας πρωτοδικών, ένας διπλωμάτης - πρόξενος, ένας πανεπιστημιακός μαθηματικών και ένας ταξίαρχος.
Ο αρχαιολογικός χώρος, τα άλλα ιστορικά μνημεία και το εντυπωσιακό φυσικό τοπίο, προκαλούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσδίδουν στην Κάτω Μερόπη αξιόλογη αρχαιολογική και τουριστική σπουδαιότητα.

Προστατευόμενες περιοχές - Μνημεία της φύσης.
Στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Περιβάλλον» του ΥΠΕΧΩΔΕ εντάχθηκε η Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη (Ε.Π.Μ) για τον Γράμμο και τον Δούσκο και αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στο καλοκαίρι του 2008. Στη μελέτη περιλαμβάνονται οι περιοχές του δικτύου Natura 2000 με τις ονομασίες: «Κορυφές όρους Γράμμος», «Όρος Δούσκον, Ωραιόκαστρο, Δάσος Μερόπης, κοιλάδα Γορμού, λίμνη Δελβινακίου», καθώς και η ενδιάμεση περιοχή, δηλαδή από τον κάμπο της Κόνιτσας έως το Μολυβδοσκέπαστο  και οι γειτονικές του Γράμμου εκτάσεις στον νομό Καστοριάς.
Στα όρια της περιοχής μελέτης, για το Ν. Ιωαννίνων,  περιλαμβάνονται τμήματα των δήμων Μαστοροχωρίων, Κόνιτσας, Άνω Πωγωνίου, Δελβινακίου και των Κοινοτήτων Αετομηλίτσας και Πωγωνιανής.
Στο σχέδιο προεδρικού διατάγματος που θα συνοδεύσει την ειδική περιβαλλοντική μελέτη θα περιλαμβάνονται και ειδικές ρυθμίσεις για την ενίσχυση επενδύσεων ήπιων μορφών τουρισμού, αγροτουρισμού κ.λ.π., καθώς και σχέδια για τη θέσπιση αυστηρών κανονισμών για τη διατήρηση του παραδοσιακού χαρακτήρα χωριών και οικισμών π.χ. αποκατάσταση διατηρητέων κτηρίων και κτηρίων σε παραδοσιακούς οικισμούς. Έτσι για πρώτη φορά στην Ελλάδα, η προστασία του περιβάλλοντος πρόκειται να συνδυαστεί με την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς
Το Εθνικό Πάρκο Β. Πίνδου, το Εθνικό Πάρκο που θα περιλαμβάνει τα Τζουμέρκα, το όρος Περιστέρι και τη χαράδρα του Αραχθου μαζί με το Εθνικό Πάρκο στο Γράμμο, αφού ολοκληρωθεί η αποναρκοθέτησή του, θα συγκροτούν την πιο εκτεταμένη περιοχή περιβαλλοντικής προστασίας στην Ελλάδα.

Πρώην Δήμοs Άνω Πωγωνίου.


Η ονομασία Πωγώνι προέρχεται, κατά τους περισσότερους ιστορικούς, από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο IV Πωγωνάτο.

Ο πρώην Δήμος Άνω Πωγωνίου βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά του Νομού Ιωαννίνων και περιλαμβάνει τα ακόλουθα 9 Δημοτικά Διαμερίσματα: Κεφαλόβρυσο, ( Έδρα του Δήμου )Άγιος Κοσμάς, Βασιλικό, Ωραιόκαστρο, Παλαιόπυργος, Κακόλακκος, Μερόπη, Κάτω Μερόπη, Ρουψιά. Είναι χωριά με μακρά ιστορία και παράδοση, με ανεπτυγμένες οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ τους ως αποτέλεσμα πολλών χρόνων γειτνίασης και συνεργασίας.
Η έκταση του πρώην Δήμου είναι 137 χιλιάδες στρέμματα και ο μόνιμος πληθυσμός 2100 κάτοικοι, ενώ το καλοκαίρι ο πληθυσμός υπερβαίνει τους 5000 κατοίκους.
Το υψόμετρο των Δημοτικών Διαμερισμάτων κυμαίνεται από 550 έως 960 μέτρα.
Το κλίμα είναι καλό με ήπιους χειμώνες και δροσερά καλοκαίρια.
Αρχαιολογικός χώρος Κοιλάδας Γορμού. Οικισμός και νεκροταφείο από τον 11ο - 4ο αιώνα π.Χ στη θέση Ανεμόμυλος Μερόπης, αρχαιολογικοί χώροι προιστορικής εποχής στις θέσεις Παλιουριά και Παναγιά Πλάση στον Παλαιόπυργο, προιστορικοί κιβωτιόσχημοι τάφοι στη θέση "Γκλάβα" της Κάτω Μερόπης, ίχνη ακροπόλεων στο Βασιλικό και στο Ωραιόκαστρο. Όλη η περιοχή της κοιλάδας Γορμού έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος από το Υπουργείο Πολιτισμού.


Το Πωγώνι
" Το Πογώνη ή Πογώνιον εις τας πλευράς της Νεμέρτσικας Ν. της Λιντζουρίας και Ζαγοριάς και μεταξύ Ζαγορίου, Κονίτσης, Δροπόλεως, Κουρέντων και Τσιαμουριάς κείμενον, αριθμεί οικίας 3.594, ων 204 Αλβανικαί και 6 Αθιγγανικαί είνε Μωαμεθανικαί, αι δε λοιπαί 3.154 Ελληνικαί, 141 Αλβανοβλαχικαί, 76 Αλβανικαί και 13 Αθιγγανιακαί Χριστιανικαί. Διαιρείται δ' εις δύο διαμερίσματα, το βόρειον ή κυρίως Πογώνη, και το νότιον ή Παληοπογώνη.Το κλίμα του τμήματος καθόλου εύκρατον και υγιεινόν. Συνήθη αυτού νοσήματα είναι πυρετοί διαλείποντες και υφέσιμοι. Πλην δεν τούτων και δυσμηνόρροιαι και αναιμίαι των γυναικών ένεκα κακής διαίτης και επιμόχθων εργασιών στους αγρούς και αμπελώνας, και στερήσεως φιλτάτων συγγενών αποδημούντων και τα μέχρι χθες και ενταύθα άγνωστα και ολέθρια "η φυματίωσις και η αδελφή αυτής η χοιραδική δυσκρασία" ιδίως εις Δελβινάκιον και Βίσιανην. Ίσως δε τα αίτια τούτων πόρρωθεν. Επειδή δε το κλίμα επιδρά καθόλου επί των κράσεων και της καλλονής, δια τούτο οι μεν άνδρες είναι εύρωστοι, αι δε γυναίκες ευειδείς και λευκαί.".
    Μ' αυτόν το χαρακτηριστικό τρόπο μας εισάγει στην ανθρωπογεωγραφία του Πωγωνίου ο Ιωάννης Λαμπρίδης στο έβδομο τεύχος της μνημειώδους εργασίας του "Ηπειρωτικά Μελετήματα", με τίτλο "Πωγωνιακά", που εκδόθηκε το 1889. Το Πωγώνι , διαιρεμένο σήμερα τεχνητά σε δύο τμήματα, εκ των οποίων το ένα ανήκει στην Αλβανία, αποτελεί ένα τμήμα της ενιαίας ηπείρου με πολλές ιδιαιτερότητες, που οφείλονται εκτός των άλλων και στην ίδια τη μεθοριακή του θέση. Ας δούμε όμως κατ' αρχήν ποια είναι τα χωριά που συγκροτούν την ενότητα αυτή. Οι κοινότητες που ανήκουν στην Αλβανική επικράτεια (και εκπροσωπούνται μουσικά σ' αυτήν την έκδοση) είναι η Σωπική, οι Σχωριάδες, η Πολύτσιανη, η Σέλτση, το Χλωμό, το Μαυρόγερο και η Τσάτιστα. Στην ελληνική επικράτεια με διοικητικό αλλά κα γεωγραφικό κέντρο το Δελβινάκι ανήκουν τα χωριά: Δρυμάδες, Α. Μερόπη, Πωγωνίσκος, Σταυροσκιάδι, Κακόλακκος, Μερόπη, Παλαιόπυργος, (Μέβδεζα), Κ. Μερόπη, Κεφαλόβρυσο, (Μετζητιέ), Ωραιόκαστρο, Αγ. Κοσμάς, Ρουψιά, Βήσσανη, Φαράγγι, Ορεινό (Μποζιανίκο), Ξηρόβαλτο, Ποντικάτες, Αργυροχώρι, Χρυσοδούλη, Σταυροδρόμι, Τεριάχι, Μαυρόπουλο, Ζάβροχο, Χάνι Δελβινακίου, Κτίσματα (Αρίνιστα), Κεράσοβο, Περιστέρι (Μεγγούλη), Κρυονέρι, Χαραυγή (Βάλτιστα), Στρατίνιστα, Καστανή, Ψηλόκαστρο, Δημόκορη, Λάβδανη, Βράστοβα,Αγ. Μαρίνα (Βατσουνιά), Κ. Λάβδανη.
    Χωριά, όπως τα Άνω και Κάτω Ραβένια, Δολιανά, Παρακάλαμος κ.α. βρίσκονται εκτός των διοικητικών ορίων της επαρχίας Πωγωνίου και ιστορικά διαφοροποιούνταν, αλλά στα νεώτερα χρόνια έχουν δεχθεί σημαντικές επιρροές από το κυρίως Πωγώνι, ώστε να μπορεί κανείς χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να τα εντάξει πολιτισμικά στην ευρύτερη περιοχή.
    Το Πωγώνι λοιπόν, λόγω της θέσης του ως ιστορικό πέρασμα προς την Αλβανία και αντίστροφα, ήταν εκτεθειμένο σε επιδρομές και διαβάσεις διαφόρων φύλων με αποτέλεσμα να παρουσιάζει μια μεγάλη κινητικότητα και επιμειξία πληθυσμών γεγονός που αντανακλάται και στο λαϊκό πολιτισμό της περιοχής. Το Πωγώνι δεν γνώρισε την τύχη άλλων περιοχών σχετικά με τα προνόμια που παραχωρούσε η Πύλη και ως εκ τούτου "εδεινοπάθησε" κατά την Τουρκοκρατία αλλά και πριν απ' αυτή από τις επιδρομές κυρίως Αλβανικών ορδών στο έδαφός του. Ο Λαμπρίδης μιλά για εποικισμούς κατά τον 14ο αιώνα που άφησαν έντονα τα ίχνη τους στην περιοχή. Πέρα από τις λεπτομέρειες των ιστορικών συμβάντων από τις πηγές διαφαίνεται καθαρά όχι απλά μια κινητικότητα αλλά και μια όσμωση των διαφόρων πληθυσμών, η οποία διακρίνεται και στη μουσική παράδοση αυτού του χώρου.
    Οι ιστορικές αντιξοότητες συνέβαλαν και στο Πωγώνι στην ανάπτυξη των φαινομένων της αποδημίας, που κι αυτό έχει καταγραφεί μ' έναν πολύ χαρακτηριστικό τρόπο στη μουσική του παράδοση. Οι Πωγωνίσιοι ταξιδεύουν ασκώντας διάφορα επαγγέλματα σ' όλη τη Βαλκανική διατηρώντας πάντοτε, όπως όλοι οι Ηπειρώτες, έντονους τους δεσμούς τους με τον τόπο τους. ".Αλλά και η ερήμωσις και η σπάνις ικανοτήτων εν Ηπείρω εκ των αποδημιών προέκυψε. Το ήμισυ περίπου της Ηπείρου μεταναστεύει, πάσα δ' ευφυΐα έκτακτος αλλαχού τον βίον διέρχεται συνήθως. Η ανέγερσις ξενοδοχείου των Ελλήνων (Γκρέτζι Χάνι) εν Βουκουρεστίω υπό του εκ Πωγωνιανής ενδόξου και μεγάλου Μπάνου Γκόρμα (1565).. μαρτυρούσι την αποδημίαν εις την αλλοδαπήν κατοίκων τινών του τμήματος μάλιστα εις την Βλαχίαν και Μολδαυΐαν προ εκατοεντετηρίδων.Οι άνδρες του Δελβινακίου, λέγει ο Λήκ, αποδημούσιν εις Κων/πολιν ως κηπουροί και κρεοπώλαι, όμως εμπορεύονται και μηλωτάς εν΄ Ρωσσία και χρυσήν κλωστήν εν Γερμανία διά την κατασκευήν κεντημάτων Αλβανικών. Από δε του 1830 ιδίως ένεκα της αυξήσεως των φόρων προς απότισιν κοινοτικών χρεών συν τόκοις και επιτοκίοις βαρυτάτοις και της υπερτιμήσεως των προς διατροφήν ήρξαντο βαθμηδόν πάντες σχεδόν ν' αποδημώσιν. Αποδημώσιν όμως ιδίως εις μεγάλας πόλεις και προάγονται".
    Το απόσπασμα από το βιβλίον του Ι. Λαμπρίδη είναι αρκετά διαφωτιστικό ως προς τις διαστάσεις που είχε λάβει το φαινόμενο της αποδημίας, κάτι που άλλωστε έχει αποτυπωθεί και στη μουσική παράδοση με την ταύτιση του τραγουδιού της ξενιτιάς με το μοιρολόϊ. "Την ξενιτειά, τη γυμνωσιά, την πίκρα και το χάρο,/ τα τέσσερα τα "ζύγιασα", βαρύτερα είν' τα ξένα./ Παρηγοριά 'χει ο θάνατος, ελεημοσύνη ο χάρος/ κι ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει..".
    Οριοθετείται γεωγραφικά από τη Νεμέρτισκα (2.209μ.) στα Βόρεια, τα όρη Τσαμαντά (1.826μ.) στα Νότια, τον Κασιδιάρη (1.329μ.) και το κάτω τμήμα του ποταμού Γορμού στα Ανατολικά και τον Μακρύκαμπο (1.672μ.) στα Δυτικά.
    Αποτελείται από 32 χωριά που συνολικά καταλαμβάνουν μια έκταση 498 τετ.χλμ. Τα χωριά αυτά είναι τα εξής: Αγία Μαρίνα, Άγιος Κοσμάς, Αργυροχώρι, Βασιλικό, Βήσσανη, Δελβινάκι, Δημοκόρη, Δολό, Δρυμάδες, Κακόλακκος, Καστανή, Κάτω Μερόπη, Κεράσοβο, Κεφαλόβρυσο, Κρυονέρι, Κτίσματα, Λάβδανη, Λίμνη, Μαυρόπουλο, Μερόπη, Ορεινό-Ξηρόβαλτο, Παλαιόπυργος, Περιστέρι, Ποντικάτες, Πωγωνιανή, Ρουψιά, Σταυροσκιάδι, Στρατίνιστα, Τεριάχι, Φαράγγι, Χαραυγή, Ωραιόκαστρο.






















    Ένα τμήμα του (περιοχή Μολυβδοσκέπαστης) υπάγεται σήμερα στην Κόνιτσα ενώ ένα άλλο (Πολυτσιάνη, Σωπική κλπ) στην Αλβανία.
    Κάποιες ομάδες χωριών παρόλο που έχουν ενσωματωθεί σε αυτό ανήκουν ιστορικά σε άλλες ενότητες π.χ Χρυσόδουλη, Μαυρόπουλο, Κτίσματα κλπ στη Δρόπολη ενώ ορισμένα γειτονικά χωριά παρουσιάζουν έντονες επιρροές από αυτό π.χ Άνω Ραβένια, Δολιανά, Γεροπλάτανος κλπ.
    Διακρίνουμε τρεις χαρακτηριστικές γεωγραφικές ενότητες: του Γορμού στα Βόρεια, του Γυφτοπόταμου-γνωστή και ως λάκκα Μουχτάρη - στα Νότια και του Δρίνου στα Δυτικά.
    Η περιοχή διασχίζονταν από την κύρια οδό επικοινωνίας Ιωαννίνων- Αργυροκάστρου-Αγίων Σαράντα με την οποία συνδέονταν δευτερεύοντες δρόμοι όπως εκείνος που ερχόταν από την Κόνιτσα.
    Οι τρεις μεγαλύτεροι οικισμοί που έπαιξαν στο πέρασμα της ιστορίας σημαντικό ρόλο από διοικητική, οικονομική, θρησκευτική και πολιτισμική άποψη είναι η Μολυβδοσκέπαστη, η Πωγωνιανή και το Δελβινάκι.
    Οι όποιες κατασκευές στο χώρο ακολουθούν το γενικό ηπειρωτικό αισθητικό και πολιτισμικό πρότυπο. Τυχόν διαφορές οφείλονται μόνο και μόνο στα διαθέσιμα υλικά (π.χ. είδος και χρώμα πέτρας).
    Κύρια γεωργοκτηνοτρόφοι αρχικά οι κάτοικοι-μετακινούμενοι όχι τόσο σε μεγάλες αποστάσεις αλλά από χαμηλότερα σε ψηλότερα υψόμετρα στην ίδια γεωγραφική περιοχή -εξάσκησαν στη συνέχεια διάφορα επαγγέλματα.
    Πιεζόμενοι κύρια από την σταδιακή τσιφλικοποίηση της περιοχής, τους βρίσκουμε ταξιδεμένους σε διάφορες πόλεις των Βαλκανίων (κυρίως Πόλη και Βλαχία) ως πλανόδιους τεχνίτες (βαρελάδες, ασβεστάδες, χασάπηδες, τσαρουχάδες κλπ) και στη συνέχεια σαν εμπόρους. Παρουσιάζεται μάλιστα μια επαγγελματική εξειδίκευση κατά χωριό.
    Το θέμα της ξενιτιάς που βιώθηκε τόσο έντονα από τους ανθρώπους του Πωγωνίου κυριαρχεί στα τραγούδια τους και συχνά συγχέεται με το μοιρολόι.
    Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πολυφωνικό Πωγωνήσιο τραγούδι που αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στην Ελληνική μουσική παράδοση.

Αρχαιολογικά στοιχεία στη Κάτω Μερόπη
Αρχαιολογικός χώρος Κοιλάδας Γορμού. Οικισμός και νεκροταφείο από τον 11ο - 4ο αιώνα π.Χ στη θέση Ανεμόμυλος Μερόπης, αρχαιολογικοί χώροι προιστορικής εποχής στις θέσεις Παλιουριά και Παναγιά Πλάση στον Παλαιόπυργο, προιστορικοί κιβωτιόσχημοι τάφοι στη θέση "Γκλάβα" της Κάτω Μερόπης, ίχνη ακροπόλεων στο Βασιλικό και στο Ωραιόκαστρο. Όλη η περιοχή της κοιλάδας Γορμού έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Νεμέρτσικα
Το όρος ΝεμέρτσικαΔούσκος) βρίσκεται στα όρια μεταξύ του Ελληνικού και του Αλβανικού κράτους, είναι χωρισμένο στα δυο με τη ψηλότερη κορυφή του το Στρακαβέτσι ή Παπίγκι (υψόμετρο 2486 μ.) να βρίσκεται στην Αλβανική μεριά.

Στο ελληνικό έδαφος βρίσκεται η δεύτερη ψηλότερη κορυφή του βουνού που το ύψος της αγγίζει τα 2200 μέτρα περίπου (υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για το αν είναι 2198 ή 2209 μέτρα).

Τη κορυφή αυτή επισκεφτήκαμε ακολουθώντας μια ορειβατική διαδρομή 3 περίπου ωρών που άρχισε από το χωριό Κακόλακκος Πωγωνίου. Η πορεία μας ξεκίνησε από την πλατεία του χωριού (970 μ.) που φέρει το όνομα του Σουλιώτη οπλαρχηγού Μάρκου Μπότσαρη, ο οποίος την περίοδο 1815-20 έδρασε στη περιοχή, όπως αναφέρει η στήλη του μνημείου που έχει στηθεί στον χώρο.
Ακριβώς δίπλα από το μνημείο αρχίζει ο τσιμεντόδρομος που ανηφορίζει προς τη πάνω πλευρά του χωριού και τον οποίο, για λίγα μέτρα ακολουθούμε. Ύστερα από το πρώτο «ζικ ζακ» του δρόμου, στρίψαμε δεξιά και μπήκαμε στο μονοπάτι που οδηγεί προς τη δεξαμενή του χωριού η οποία βρίσκεται μόλις 500 μέτρα πιο πάνω από το σημείο της εκκίνησης μας.
Από τη δεξαμενή ξεκινάει ένα ευδιάκριτο αλλά χωρίς σήμανση μονοπάτι που κινείται μέσα στη λακκιά της περιοχής. Το πέρασμα αυτό χρησιμοποιείται για να περνούν και για να ελέγχονται οι σωλήνες που φέρνουν το νερό στο χωριό.
Το μονοπάτι έχει μήκος περίπου 1400 μέτρων με τα 2/3 του να είναι ιδιαίτερα ανηφορικά και κάπως δύσβατα αφού κινούμαστε σ' ένα έδαφος αρκετά σκληρό που σε σημεία γίνεται ολισθηρό εξαιτίας των χαλικιών της περιοχής.
Όταν φτάσουμε σε υψόμετρο 1400 μέτρων το μονοπάτι μας συναντά έναν χωματόδρομο, τον οποίο και ακολουθούμε για το επόμενο ενάμισι χιλιόμετρο. Μόλις περάσουμε τις πηγές και αφού έχουμε φτάσει σε υψόμετρο 1600 μέτρων βγαίνουμε από τον δρόμο μας.
Βρισκόμαστε ακριβώς κάτω από τη κορυφή και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε προς τα πάνω. Το τελευταίο αυτό στάδιο της ανάβασης μας είναι και το πιο δύσκολο αφού δεν υπάρχει κάποιο ευδιάκριτο μονοπάτι για να το ακολουθήσουμε.
Κάποια περάσματα που κατά διαστήματα διακρίνονται, γρήγορα χάνονται. Έτσι είναι στη κρίση του κάθε επισκέπτη της περιοχής να διαλέξει το σημείο από το οποίο θα προσεγγίσει πιο εύκολα τη κορυφή. Εμείς διαλέξαμε να κάνουμε ένα «Γ» και όχι να πάμε κατευθείαν προς τα πάνω. Κινηθήκαμε αρχικά προς την αριστερή πλευρά της πλαγιάς και στη συνέχεια ανηφορίσαμε λοξός προς τα πάνω.

Έθιμα του Πωγωνίου
Δωδεκαήμερο: Οι μέρες του 12ήμερου των Χριστουγέννων ήταν μέρες ξεκούρασης. Το τζάκι έκαιγε συνεχώς και η στάχτη δεν έπρεπε να πεταχτεί έξω. Κατά τη διάρκεια του 12ημέρου δεν έβραζαν όσπρια για να μη βγάλουν εξανθήματα τα παιδιά.
Χριστούγεννα: Την παραμονή έφτιαχναν τηγανίτες γιατί θύμιζαν τα σπάργανα του Χριστού, τις έτρωγαν το βράδυ της παραμονής ή και ανήμερα Χριστούγεννα. Την ημέρα των Χριστουγέννων έσφαζαν τον καλύτερο κόκορα και τον έκαναν σούπα.
Πρωτοχρονιά: Την παραμονή τα παιδιά έκοβαν τούφες πουρνάρι, όσα και τα μέλη της οικογένειας. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς με την πρώτη καμπάνα όλη η οικογένεια ήταν στο πόδι. Άναβαν τη φωτιά και ένας - ένας πέταγαν μια τούφα πουρνάρι σ' αυτή. Αυτό άναβε και σπινθηροβολούσε με κρότο. Το μεσημέρι στο τραπέζι είχαν κρεατόπιτα και μετά το φαγητό ο μεγαλύτερος έκοβε τη βασιλόπιτα σε τόσα κομμάτια όσα και τα μέλη της οικογένειας. Στη συνέχεια με το χέρι έφερνε μια στροφή στο τεψί και όποιο κομμάτι τύχαινε μπροστά στον καθένα ήταν δικό του. Ο τυχερός της χρονιάς ήταν αυτός που θα έβρισκε στο κομμάτι του το νόμισμα.
Θεοφάνια: Την παραμονή ο παπάς μαζί με τον καντηλανάφτη γύριζε όλο το χωριό για ν' αγιάσει τα σπίτια και οι νοικοκυραίοι του έδιναν λίγο καλαμπόκι. Ο μικρός μισθός των παπάδων έκανε αυτό το καλαμπόκι ευπρόσδεκτο. Ανήμερα τα Φώτα, αγόρια και κορίτσια του χωριού πήγαιναν αμίλητα στη βρύση και έπαιρναν το αμίλητο νερό. Μετά τραγουδώντας γύριζαν στο σπίτι και όταν χτυπούσε η καμπάνα πήγαινα το νερό στην εκκλησία.
Η τελετή του αγιασμού των υδάτων γινόταν μέσα στην εκκλησία και «ανάδοχος του Χριστού» γινόταν με πλειστηριασμό, αυτός που θα έδινε το περισσότερο καλαμπόκι ή σιτάρι στην εκκλησία. Αυτός λοιπόν έπαιρνε το σταυρό και καθόταν σ' ένα στασίδι δίπλα στον παπά. Κάθε πιστός, αφού τον ράντιζε ο παπάς με αγιασμό, περνούσε και φιλούσε το σταυρό λέγοντας στον ανάδοχο «βοήθειά σου». Στη συνέχεια έπαιρνε αγιασμό με τον οποίο θα ράντιζε όλο το σπίτι του.
Τριών Ιεραρχών: Μέρα των γραμμάτων. Οι δημογέροντες πήγαιναν στο σχολείο, εκεί θα γίνονταν οι εξετάσεις των μαθητών. Τους έβαζαν να λύσουν ένα δυο προβλήματα και μετά τους εξέταζαν στα υπόλοιπα μαθήματα. Αν απαντούσαν, ενέκριναν την προαγωγή τους αν όχι θα συνέχιζαν στην ίδια τάξη. Αν μάλιστα το ποσοστό των μαθητών που δεν απαντούσε ήταν μεγάλο, τότε θεωρείτο υπεύθυνος ο δάσκαλος και απολυόταν. Αυτά γίνονταν προ του 1913.
Φεβρουαρίου, Αγίου Τρύφωνα: Τη μέρα αυτή δεν έκοβαν τίποτε με μαχαίρι, για να μη κόψει το σκουλήκι τις ρίζες του καλαμποκιού και των κηπευτικών που θα φύτευαν την άνοιξη.
Φεβρουαρίου, της Υπαπαντής: Πίστευαν πως αν αυτή τη μέρα έβρεχε, θα έβρεχε συνέχεια σαράντα μέρες, διαφορετικά θα είχαν ξηρασία.
Κυριακή της Αποκριάς: Αυτή την ημέρα οι νιόπαντρες πήγαιναν στη μάνα τους να πάρουν την ευχή.
Κυριακή της Τυροφάγου: Τη μέρα αυτοί μεταμφιέζονταν όλοι, γυναίκες και άντρες χόρευαν και τραγουδούσαν. Το απόγευμα πήγαινα όλοι στον εσπερινό και μετά τα παιδιά του σχολείου περνούσαν μπροστά από τους γέροντες που κάθονταν στα στασίδια και τους φιλούσαν το χέρι. Το βράδυ πήγαινα σε σπίτια συγγενών για να ευχηθούν «καλή Σαρακοστή». Στους επισκέπτες προσέφεραν παστό χέλι ή βακαλάο τηγανιτό, τυρόπιτα και κρασί. Οι επισκέπτες δεν έτρωγαν για να χορτάσουν, αλλά τσίμπαγαν.
Καθαρή Δευτέρα: Την ημέρα αυτή είχε νηστεία. Ότι φαγητό περίσσευε από την Κυριακή, θα το έδιναν στους γύφτους, που γύριζαν τα χωριά και μάζευαν. Επίσης δεν επιτρεπόταν η εργασία, μόνο έπλεναν τις κατσαρόλες με αλισίβα.
1η Μαρτίου: Κάθε παιδί έδενε στο χέρι του ένα σχοινάκι από κόκκινη και άσπρη κλωστή σα βραχιόλι. Όταν κατά το τέλος Μαρτίου θα έβλεπαν το πρώτο χελιδόνι, το έβγαζαν και το κρεμούσαν σε μια ανθισμένη κρανιά, να το πάρουν τα χελιδόνια.
25η Μαρτίου: Ξημερώματα αυτής της ημέρας τα παιδιά με κουδούνια που είχαν βγάλει από τα γίδια περιφέρονταν γύρω από το χώρο του σπιτιού χτυπώντας τα και τραγουδώντας: «Φευγάτε φίδια και γκουστουρίτσες (σαύρες), ήρθεν ο Βαγγελισμός, να σας κόψει το κεφάλι, να το ρίξει στο ποτάμι, να το φαν οι καλογέροι, χειμώνα, καλοκαίρι»
Ίσως το ποίημα αυτό είχε αλληγορική σημασία και φίδια και γκουστουρίτσες να εννοούσε τους Τούρκους που θα έπρεπε να φύγουν από τον τόπο μας. Και μάλιστα συνέχισε να λέγεται και μετά την απελευθέρωση. Απρίλιος: Την 1η Απριλίου υπήρχε το έθιμο να λένε ψέματα.
Του Λαζάρου: Το βράδυ της παραμονής τα παιδιά είχαν έτοιμα δυο τρία καλάθια, στολισμένα με λουλούδια και ξεκινώντας από την άκρη του χωριού και περνώντας απ' όλα τα σπίτια έλεγαν τον Λάζαρο. Δεν χωρίζονταν, αλλά αποτελούσαν μια και μόνη ομάδα. Των Βαΐων: Την Κυριακή των Βαΐων όλοι έπρεπε να πάνε στην εκκλησία να πάρουν δάφνη. Τη δάφνη επειδή δεν υπήρχε τέτοιο δένδρο στο χωριό, έπρεπε να πάει να την αγοράσει ο τελευταίος γαμπρός του χωριού. Θα τη δώριζε στην εκκλησία αλλά θα έδινε από ένα κλωνάρι σε κάθε σπίτι του χωριού. Για αμοιβή θα έπαιρνε όσα αυγά του έδιναν.
Μεγάλη Πέμπτη: Βάψιμο αυγών κόκκινα (μελανιά οι πενθούντες). Επίσης έφτιαχναν καρβέλες (πρόσφορα ) για το Πάσχα.
Μεγάλη Παρασκευή: Οι νέοι και οι νέες στόλιζαν τον επιτάφιο με αγριολούλουδα (κυρίως λουλούδια κουτσουπιάς). Το βράδυ μετά τη συνηθισμένη ακολουθία γινόταν η περιφορά του επιταφίου στο παρακείμενο νεκροταφείο. Μέγα Σάββατο: Στο δάπεδο της εκκλησίας ο παπάς με το «Ανάστα ο Θεός.» σκόρπιζε φύλλα δάφνης.
Το Μ. Σάββατο έσφαζαν και το αρνί.
Κυριακή του Πάσχα: Παλιότερα η Ανάσταση γινόταν κανονικά στις 12 η ώρα. Τα τελευταία χρόνια είχε επικρατήσει η συνήθεια να γίνεται στις 3.30΄ το πρωί. Καθένας που πήγαινε στην εκκλησιά μπορούσε να χτυπήσει για λίγο την καμπάνα κι' αυτό για να μη τσιμπάει η μύγα τα βόδια, όταν έσπερναν το χωράφι. Η ανάσταση γινόταν έξω από την εκκλησία. Ένας από κάθε σπίτι πήγαινε στην εκκλησία κόκκινα αυγά για να τα ευλογήσει ο παπάς. Από αυτά δύο έδινε στον παπά και τα υπόλοιπα τα γύριζε σπίτι και όταν έμπαινε στο σπίτι με το φως της λαμπάδας κάπνιζαν το πάνω μέρος της πόρτας του κατωγιού κάνοντας ένα σταυρό και κολλούσαν τσόφλια κόκκινου αυγού.
Μέρες της Διακαινησίμου: Τις μέρες αυτές πήγαιναν όλοι και λειτουργούσαν τα ξωκλήσια με τη σειρά. Α. Στέφανος, Α. Παρασκευή, Παναγιά.
Της Αναλήψεως: Ανήμερα όσοι χωριανοί μπορούσαν πήγαιναν στο Αγιονέρι της Χρυσόδουλης για να πιουν και να πάρουν το θαυματουργό νερό. Της Πεντηκοστής: Έκοβαν καρυδόφυλλα, πήγαιναν στην εκκλησία και την ώρα της λειτουργίας γονάτιζαν πάνω σ' αυτά. Μετά τα έβαζαν στα μπαούλα για να μην κόψει ο σκόρος τα ρούχα.
Της Αγίας Τριάδος: Τη μέρα αυτή πριν το 1915 οι χωριανοί πήγαιναν στο μοναστήρι της Πέπελης που γιόρταζε. Εκεί διάθεταν δική τους αίθουσα (αγορασμένη) στην οποία μπορούσαν Να εξυπηρετηθούν, να φάνε και να μείνουν.
24 Ιουνίου- Του Αγιαννιού: Από μέρες πριν τα παιδιά μάζευαν ξερόχορτα και τα έκαναν θημωνιές και την παραμονή άναβαν φωτιές και πηδούσαν πάνω από αυτές. Όποιος πηδούσε ανάμεσα από την μεγαλύτερη ήταν ο ικανότερος.
30 Νοεμβρίου του Αγ. Ανδρέα: Έβραζαν απ' όλα τα σπόρια μαζί

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ωραίο το σαιτ