Είναι το ορειβατικό καταφύγιο Mελισσουργών το ωραιότερο στην Ελλάδα; Το ερώτημα ίσως είναι ρητορικό- και δεν ξέρω τι θα απαντούσε ο Μπάμπης και η Πόλα, το ζευγάρι που διαχειρίζεται το επίσης πανέμορφο ορειβατικό καταφύγιο των κοντινών Πραμάντων, όπως και άλλοι εραστές των ελληνικών ορέων ανά την επικράτεια που «τρέχουν» ανάλογες επιχειρήσεις... Πάντως, ο 35χρονος Αποστόλης Τσιμπανάκος από το Βόλο καταφερε μέσα σε ελάχιστο χρόνο να μεταμορφώσει μία στάνη στα Τζουμέρκα σε έναν ζεστό χώρο, που συνάδει άψογα με το βουνό και αναπαράγει την αίσθησή του στις εσωτερικές διαστάσεις.
Πορτραίτο του ιδιοκτήτη Αποστόλη Τσιμπανάκου εν ώρα ορειβασίας
«Όταν το ανέλαβα ήταν σε άθλια κατάσταση- έβαζαν ζώα, κοπάδια μέσα. Σπασμένα κεραμίδια, έμπαζε νερά από παντού και ο προαύλιος χώρος ήταν γεμάτος μπάζα και σκουπίδια», μου λέει στην, πλέον, καλαίσθητη σάλα του καταφυγίου, μπροστά από το αναμμένο τζάκι. Ο Αποστόλης δεν είναι ένας απλός «θαυμαστής» του βουνού- ασχολήθηκε ημι-επαγγελματικά ως ένας από τους πρώτους στην Ελλάδα με το canyoning, τη διάσχιση φαραγγιών με τεχνικά μέσα, σκοινιά, κράνη, καταδυτικές στολές.«Έχω διασχίσει και χαρτογραφήσει όλα τα φαράγγια της Ελλάδας, από την Κρήτη μέχρι τη Σαμοθράκη. Το canyoning θέλει εκπαίδευση και προσοχή αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον- αναρριχάσαι στο φαράγγι από τους καταρράκτες του, κάνεις βουτιές σε μεγάλες βάθρες, νεροτσουλήθρες εκεί που το ανάγλυφο το επιτρέπει»
Τον ρωτάω γιατί τα Τζουμέρκα είναι ιδανικά για το canyoning. «Η υδρολογία της περιοχής είναι απίστευτη, έχει πηγές στα δύο χιλιάδες μέτρα. Σε τέτοιο υψόμετρο, τόσες πηγές με το νερό να ξεπηδάει μέσα από το βράχο, μόνο στα Τζουμέρκα έχω συναντήσει- έχω εντοπίσει τις περισσότερες με τη βοήθεια και των κτηνοτρόφων και τις έχω καταγράψει».
«Ξέρεις ότι στα Τζουμέρκα έχουμε τον μεγαλύτερο καταρράκτη της Ελλάδας;», με ρωτάει ο Αποστόλης. «Όχι. Πες μου».
Ανάμεσα από Μελισσουργούς και Πράμαντα, στους πρόποδες της Στρογγούλας (όχι η ψηλότερη αλλά ίσως η επιβλητικότερη κορυφή της οροσειράς) υπάρχει πηγαίος, κρεμαστός καταρράκτης 350 μέτρων, το Κεφαλόβρυσο. Όταν οι γραμμές νερού πλάι στο κύριο σώμα του καταρράκτη παγώνουν, δημιουργούνται παγοαναρριχητικές διαδρομές εκατοντάδων μέτρων, μοναδικές στην Ελλάδα.
Ο Αποστόλης μιλά με μεγάλη αγάπη και σεβασμό για τα Τζουμέρκα, φαίνεται ερωτευμένος με αυτά τα σκληρά βουνά. «Νομίζω έχω περπατήσει τους σημαντικότερους ορεινούς όγκους της Ελλάδας- τα Τζουμέρκα ήταν το πρώτο ορεινό σύμπλεγμα που μου προκάλεσε δέος. Το μέρος με μάγεψε, ήταν το φινάλε μου...», μου λέει. «Άλλα βουνά δεν είναι τόσο σημαντικά για μένα. Εδώ υπάρχει πραγματική αλπική ζώνη, έντονο ανάγλυφο- είναι «τεχνικό» βουνό. Για αυτό και πολλοί τα έχουν χαρακτηρίσει "ελληνικές Άλπεις"- άγριες κορυφές, με "χτένια", εντύπωση δυσπρόσιτη εξαρχής. Αν δεις τα Τζουμέρκα από το αεροπλάνο θα αμφιβάλλεις αν περνάς πάνω από Ελλάδα».
Πως συνέβη η ενασχόλησή του με το ορειβατικό καταφύγιο ενός τόπου που τόσο αγάπησε; «Πάντα ήθελα να είμαι κοντά στο βουνό, τα τελευταία όμως χρόνια ένιωθα την ανάγκη να είμαι μόνιμα στο βουνό. Ψαχνόμουν για να φύγω και ήμουν διατεθειμένος να ασχοληθώ και με την κτηνοτροφία ή τα αγροτικά αλλά προσπαθούσα να μην κάνω και σπασμωδικές κινήσεις γιατί είχα μια καλή ζωή και στον Βόλο. Το να βρεθώ με καταφύγιο ήταν μακρινός μου πόθος, το ιδανικό σενάριο. Το καλοκαίρι του 2013 βρέθηκα συνοδός ομάδας για canyoning στην περιοχή και ο Μπάμπης από το ορειβατικό καταφύγιο Πραμάντων μου είπε «σου έχω έκπληξη...». Με έφερε στο καταφύγιο και τρελάθηκα από την τοποθεσία. Το θέαμα του ίδιου του κτίσματος ήταν αποκαρδιωτικό αλλά θεώρησα ότι μπορώ να το συνεφέρω».
«Μακάρι να είχα κεφάλαιο να επενδύσω, θα βοηθούσε. Αλλά δεν είχαμε κάτι ιδιαίτερο- μαζί με τον φίλο μου τον Φώτη Δελημήτρο, που από κοινού αναλάβαμε την προσπάθεια, ρίξαμε πολύ προσωπική εργασία. Μόλις τελείωσαν τα γραφειοκρατικά με τον Δήμο Κεντρικών Τζουμέρκων (που είναι ιδιοκτήτης) και υπογράψαμε το συμβόλαιο, ήρθαν οι κολλητοί μας κι ένα φορτηγό γεμάτο επαγγελματικό εξοπλισμό. Ήταν σκληρός χειμώνας και δουλεύαμε σε ένα παγωμένο κτίριο- αλλά από τον ενθουσιασμό μας, δε νιώθαμε... Μοντάραμε την κουζίνα, μαζέψαμε πέτρες από το ποτάμι και κτίσαμε το τζάκι μας- θυμάμαι ήταν τόσο παγωμένες που τις χτυπάγαμε με τη βαριά για να ξεκολλήσουν από την κοίτη. Τα Χριστούγεννα του 2013 ανοίξαμε».
Όσο ο Αποστόλης μιλάει περιεργάζομαι τον χώρο- μεγάλα μοναστηριακά τραπέζια, ξύλο και πέτρα σε πριμιτίφ εκδοχές και το φυσικό φως του δειλινού στο βουνό να μπαίνει από τα μεγάλα παράθυρα και να μπλέκεται με την λάμψη των ξύλων που καίνε. «Τη φρόντισα με μεράκι τη σάλα γιατί είναι ο πρώτος χώρος της φιλοξενίας μας- τον έφτιαξα λοιπόν σαν αυτούς που (θα) ήθελα να ξεκουράζομαι ως επισκέπτης των βουνών όλα τα προηγούμενα χρόνια».
Τι δυνατότητες και παροχές προσφέρει το καταφύγιο;
Μπορούμε να φιλοξενήσουμε 25 άτομα σε δωμάτια των 5 (κλινών), με δικό τους μπάνιο, θέρμανση και ζεστό νερό. Προσεχώς κάποια κρεβάτια θα γίνουν διπλά για να φτάσουμε άνετα στα 40 άτομα. Έχουμε χώρο για σκηνές- το καλοκαίρι νομίζεις ότι είσαι σε κανονικό camping. Η κουζίνα μας λειτουργεί από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ και έχουμε δώσει, ειδικά ο συνεργάτης μου, μεγάλη σημασία τόσο στα υλικά όσο και στο μενού.
Υπάρχουν δυνατότητες εκτός καταφυγίου; Για δραστηριότητες στο βουνό;
Πεζοπορία- από την πιο απλή, μύησης και γνωριμίας με το βουνό, σαν μια σύντομη βόλτα στο δάσος, μέχρι 14- 16 ώρες trekking στις κορυφογραμμές.
Υπάρχει δίκτυο μονοπατιών;
Με τον καιρό έχω αναπτύξει μια διαδραστική επαφή με το βουνό- αυτό με ανέχεται αλλά κι εγώ συνεργάζομαι μαζί του, ως ταπεινός εργάτης του. Μαζί με δυο τρεις φίλους έχουμε διαμορφώσει ένα πρώτο δίκτυο μονοπατιών, καθαρό και σημασμένο, για να μπορεί κάθε επισκέπτης να περπατήσει το βουνό και το ελατόδασος της περιοχής. Τα μονοπάτια είναι όλα τους βατά, χωρίς απόκρημνα περάσματα και στο καταφύγιο έχουμε μια χαρτογράφηση της περιοχής, ενώ διαθέτουμε και ασύρματο. Μέχρι στιγμής δεν έχει ποτέ χρειαστεί- όλοι τα καταφέρνουν και περνάνε περίφημα στο δάσος.
Εσύ είσαι ευχαριστημένος;
Ναι, αξίζει τον κόπο. Μόνο τα χαμόγελα των ανθρώπων και οι κουβέντες τους- μόνο καλά λόγια ακούμε. Και ίδιοι άνθρωποι έρχονται και ξανάρχονται- υπάρχουν παρέες που έχουν κάνει στέκι τους το καταφύγιο, κάνουν εδώ Πρωτοχρονιά και Πάσχα, φέρνουν τους φίλους τους, από όλη την Ελλάδα. Ασχολούμαι με το έντεχνο παραδοσιακό και το ρεμπέτικο τραγούδι, όπως και άλλα παιδιά από το Καταφύγιο- όταν η παρέα το «σηκώνει» στήνουμε γλεντάκια σε χρόνο dt.
Οικονομικά βγαίνετε;
Είμαστε μια χαρά- καλύπτουμε τις προσωπικές μας ανάγκες και του καταφυγίου, πληρώνουμε κανονικά αρκετά μεροκάματα σε κόσμο της περιοχής και επανεπενδύουμε ότι περισεύει στη διαρκή βελτίωση των υποδομών μας. Οι ίδιοι δεν θέλουμε πάρα πολλά- πρέπει να αποποιηθείς την υλιστική πλευρά της ζωής για να έρθεις μόνιμα στο βουνό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου