Απολαύστε τα video
Σκούπα
Η Σκούπα (Τοπική Κοινότητα Σκούπας - Δημοτική Ενότητα ΞΗΡΟΒΟΥΝΙΟΥ), ανήκει στον δήμο ΑΡΤΑΙΩΝ της Περιφερειακής Ενότητας ΑΡΤΑΣ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα “Καλλικράτης”.
Η επίσημη ονομασία είναι “η Σκούπα”. Έδρα του δήμου είναι η Άρτα και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου.
Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο “Καποδίστριας”, μέχρι το 2010, η Σκούπα ανήκε στο Τοπικό Διαμέρισμα Σκούπας, του πρώην Δήμου ΞΗΡΟΒΟΥΝΙΟΥ του Νομού ΑΡΤΗΣ.
Η Σκούπα έχει υψόμετρο 434 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 39,3688238896 και γεωγραφικό μήκος 21,0287215864.
Οδηγίες για το πώς θα φτάσετε στη Σκούπα θα βρείτε εδώ.
Πως προήλθε η ονομασία του χωριού
Στα γενικά αρχεία Άρτας υπάρχουν Οθωμανικά ταπού (τίτλοι ιδιοκτησίας του Σουλτάνου) από το 1865 για τα χωριά Σκούπα και Πιστιανά. Αποτελούν σημαντικά ντοκουμέντα διότι μέχρι την ανεύρεσή τους δεν υπήρχε κανένα σωζόμενο αρχείο – δημόσιο έγγραφο από την Οθωμανική περίοδο, λες και δεν υπήρξε ποτέ εκείνη η εποχή για την Άρτα. Από εκείνη την εποχή μαρτυρείται σε γραπτά επίσημα έγγραφα η ονομασία Σκούπα. Παλαιότερη ονομασία του χωριού ήταν Κοτετσά ή Γκοτετσά. Στην Κοτετσά λοιπόν υπήρχε γυναικείο μοναστήρι στον Άγιο Νικόλαο και οι μοναχές πουλούσαν το κρασί από τα αμπέλια της μονής στην τοποθεσία «Κρασοπλή» (Πωλώ +κρασί), όπου βρίσκεται σήμερα το ομώνυμο καφενείο στο χωριό μας, στο δρόμο από Βροδό (Μονολίθι), Ραψίστα (Πλατανούσα), Τσοβίστα (Δαφνωτή), Κοτετσά, Νησίστα (Ροδαυγή) προς Άρτα.
Από κει πέρασε απόσπασμα από Λιάπηδες Τουρκαλβανούς, ήπιε κρασί και βίασε τις καλόγριες. Οι ντόπιοι κάτοικοι της Κοτετσάς θεώρησαν προσβολή το γεγονός και αφού στήσανε ενέδρα (καρτέρι) σκοτώσανε και λιντσάρανε τους Λιάπηδες. Η είδηση έφτασε ως τα Γιάννενα και η τιμωρία αναμένονταν παραδειγματική. Ισχυρό απόσπασμα του Τουρκικού στρατού κατευθύνονταν στο χωριό για να το «σαρώσει». Οι κάτοικοι διασκορπίστηκαν και όταν έφτασαν οι Τούρκοι σάρωσαν τα άδεια σπίτια , τα έκαψαν και γενικά δεν έμεινε τίποτα όρθιο. «Σκούπα πέρασε από δω και τα σκούπισε όλα;» λέγανε οι διαβάτες και έτσι επικράτησε η ονομασία Σκούπα. Οι νέοι κάτοικοι της Σκούπας ήρθαν από διάφορα χωριά της ορεινής Άρτας, των Ιωαννίνων αλλά και των Τρικάλων. ( Νησίστα, Ραψίστα, Ράμια, Σχωρέτσιανα, Χουλιαράδες κλπ). Στη συνέχεια το χωριό πέρασε στην ιδιοκτησία ενός πλούσιου Τσιφλικά της περιοχής που ονομαζόταν Λύτρας, ο οποίος καταπίεζε τους κατοίκους και επέβαλε βαριά φορολογία. Όλο το χωριό ξεσηκώθηκε εναντίον του και με πρωταγωνιστές τολμηρούς νέους της Σκούπας (Τσιάπαλης, Δασκαλάκης κλπ) τοποθετήθηκαν δυναμίτες στο σπίτι του Τσιφλικά Λύτρα, ο οποίος αναγκάστηκε να έρθει σε διαπραγματεύσεις με τους ντόπιους και να πουλήσει το χωριό στους κατοίκους (δάσος και χωράφια) πριν την απελευθέρωση της Ηπείρου. Η Σκούπα είναι ένα από τα λίγα χωριά της Ελλάδας που είναι ιδιόκτητο για την ακρίβεια συνδιόκτητο, όσον αφορά τις δασικές της εκτάσεις. Για λίγα χρόνια στη διάρκεια της επταετίας και αργότερα το χωριό μετονομάστηκε σε Καρυδέα γιατί το παλιό Σκούπα δε θεωρήθηκε εύηχο. Το βάρος της ιστορίας του ονόματος επέβαλε εκ νέου τη μετονομασία του χωριού σε ΣΚΟΥΠΑ. Σκούπα λοιπόν και σ’ όποιον αρέσουμε!
Ο Ιερός Ναός της Παναγίας |
Οι εκκλησίες και τα μοναστήρια της πατρίδας μας, αποτελούν τα σημαντικότερα ίσως ιστορικά μνημεία που συνδέονται στενά με τη λατρευτική και την κοινωνική ζωή των Ελλήνων. Ακόμη αποτέλεσαν κατά το παρελθόν, κέντρα και ορμητήρια σκληρών αγώνων και συνέβαλαν αποτελεσματικά στην εθνική αναγέννηση του δοκιμαζόμενου γένους μας, στον πολιτισμό και στην πρόοδό του.
Το χωριό μας, παρ ότι μικρό, διαθέτει σήμερα επτά εκκλησίες (κεντρικές και παρεκκλήσια) . Πρόκειται για τον ενοριακό ναό της ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ και τους ναούς του ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, του ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, του ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (και ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ), του ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ, της ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ και το ναό του ΑΓΙΟΥ ΤΡΥΦΩΝΑ (το γνωστό μας κοιμητήριο) μέσα στον περίβολο της κεντρικής μας εκκλησίας της ΠΑΝΑΓΙΑΣ.
Μέχρι τα μέσα της 10ετίας του 1930 περίπου υπήρχε και το παρεκκλήσιο του ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, σε απόσταση λιγότερο από ένα χιλιόμετρο, ανατολικά της Παναγίας, απέναντι από το ρέμα «Γκαλντερίμι» το οποίο, λόγω μεγάλης κατολίσθησης της περιοχής, κατέρρευσε.
Πάντως το 1881-84, που έγινε καταγραφή όλων των ενοριών, εκκλησιών και μοναστηριών της περιοχής από τον τότε Μητροπολίτη της ενιαίας Μητροπόλεως ΑΡΤΗΣ και ΠΡΕΒΕΖΗΣ Σεραφείμ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ [επικαλουμένου Βυζαντίου] , η ΣΚΟΥΠΑ αριθμούσε 3 εκκλησίες. Γράφει λοιπόν ο παραπάνω Μητροπολίτης και συγγραφέας: To χωριό ΣΚΟΥΠΑ ΄΄περιέχει οικογενείας 84 εκκλησιαζομένας εις 3 ιεράς εκκλησίας, της ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, του ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ και του ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ. Εντός του περιβόλου του ναού της ΘΕΟΤΟΚΟΥ υπάρχει και το κοιμητήριο μετά ναού τινός εις τιμήν του ΑΝΑΡΓΥΡΟΥ ΤΡΥΦΩΝΟΣ . Εν τοις ναοίς τούτοις εφημερεύουσι δύο εντόπιοι ιερείς΄΄. Δεν αναφέρεται καθόλου ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ την περίοδο αυτή και αυτό είναι εύλογο, καθ όσον η εκκλησία αυτή θεμελιώθηκε μεν το 1881 στην τουρκοκρατούμενη τότε ΣΚΟΥΠΑ, δεν αποπερατώθηκε όμως όταν γινόταν η απογραφή.
Παρακάτω εκθέτουμε ότι γνωρίζουμε από πηγές προφορικές ή γραπτές:
1.- Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Είναι η ενοριακή μας εκκλησία. Η εκκλησία του χωριού μας που μας ξυπνάει ποικίλα βιώματα, μας προκαλεί συγκινήσεις χαράς και λύπης. Εκεί στην κολυμβήθρα μικρά παιδάκια μας βάπτισαν και μας έκαναν χριστιανούς . Εκεί στο χοροστάσι της Παναγίας διασκεδάζαμε τα διήμερα του 15/Αύγουστου και το ΠΑΣΧΑ (15 και 16 Αυγούστου και Δευτέρα και Τρίτη του Πάσχα). Εκεί στην αιώνια κατοικία αναπαύονται οι παππούδες μας και οι γονείς μας και όλοι οι προγονοί μας. Η γλυκόλαλη καμπάνα της για αιώνες πότε χαρμόσυνα, πότε λυπητερά διαλαλούσε σε όλη την περιοχή τις χαρές και τις λύπες των κατοίκων. Την εποχή που ούτε ράδιο ούτε τηλεόραση υπήρχε, η καμπάνα περίτρανα δημοσιοποιούσε τα μεγάλα εθνικά γεγονότα, λαμπρές εθνικές επιτυχίες ή και μεγάλες εθνικές συμφορές. Το Φλεβάρη του 1913 η καμπάνα έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα ΄΄ τα πήραμε τα Γιάννενα ΄΄. Τον Οκτώβρη του 1940 η ίδια καμπάνα καλούσε τα παιδιά του χωριού μας για τον Ελληνο-ιταλικό μέτωπο, όπως μας διηγούνταν οι πατεράδες μας.
Ο σημερινός ναός της Παναγίας είναι νέος. Έγινε μετά τους τοπικούς σεισμούς του Απριλίου 1967. Η παλαιά εκκλησία κατεδαφίστηκε, επειδή χαρακτηρίστηκε ετοιμόρροπη από την Δ/νση Τεχνικών υπηρεσιών Πρέβεζας. (Τότε υπαγόταν στον Ν. Πρεβέζης). Η νέα ως κτίριο είναι μικρότερη αλλά αρτιότερη. Η κάτοψή της έχει διαστάσεις 13 μ. Χ 7,30 μ., το δε ύψος της ξεπερνάει τα 4.50 μ. Τόσο στην μπροστινή κυρία είσοδό της, όσο και στην δυτική, κατασκευάστηκε υπόστεγο (πρόναος). Ακρογωνιαίος λίθος ΄΄αγκωνάρι΄΄ ,στο αριστερό της πρόσοψης αναγράφει το έτος ανεγέρσεως (ΙΟΥΝΙΟΣ 1971) και τους κτήτορες (Αφοί Β.ΓΟΥΛΑ). Επί μακαριστού συγχωριανού μας ιερέα Κων/νου ΠΑΠΑ , στις 5-9-1983, έγιναν τα επίσημα εγκαίνια της νέας εκκλησίας, από τον σημερινό μητροπολίτη Ιωαννίνων κ. Θεόκλητο. Η ως άνω επιγραφή ναι μεν αποδίδει το ιστορικό της ανέγερσης της τωρινής εκκλησίας (ως κτιρίου), θα ήταν όμως ακριβέστερη αν το αναγραφόμενο έτος 1971 το ανέγραφε ως έτος «εκ θεμελίων ανακαινίσεως» του νέου ναού, για να γνωρίζουν οι νεότερες γενιές, που θα μας ακολουθήσουν, ότι η εκκλησία της Παναγίας του χωριού μας έχει ιστορία αιώνων και δεν αρχίζει από το έτος 1971.
Η παλιά εκκλησία της ΠΑΝΑΓΙΑΣ, πριν το 1967, ήταν μεγαλύτερος σε μήκος, γύρω στα 5 μ. περίπου, χαμηλότερη σε ύψος και απλούστερη σε κατασκευή. Το πίσω (δυτικό) τμήμα του κυρίως ναού, ο γυναικονίτης (το γναίκιο) ήταν υψωμένο κατά 3 έως 4 σκαλιά και χωριζόταν από τον κυρίως ναό με πυκνά ξύλινα κάγκελα, οπότε οι γυναίκες μόνο άκουγαν και ελάχιστα έβλεπαν κατά την θεία λειτουργία.
Ως έτος ανεγέρσεως της παλαιάς εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου φέρεται το έτος 1800. Κατ άλλους το 1803. Και οι δύο εκδοχές κρίνονται σωστές δεδομένου ότι το έτος 1803 που ολοκληρώθηκε η κατασκευή του πέτρινου περιβόλου της εκκλησίας. Ο περίβολος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του όλου συγκροτήματος του ναού. Οπότε είμαστε απολύτως ακριβείς αν πούμε ότι το έτος 1800 θεμελιώθηκε η παλιά εκκλησία της Παναγίας, που κατεδαφίστηκε ενώ το έτος 1803 ολοκληρώθηκε η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου (τοίχοι αντιστήριξης, περίβολος, νεκροταφείο κλπ).
Πριν το 1800 υπήρχε άλλη εκκλησία, περίπου 150μ. Ν/Α από τη σημερινή. Η παράδοση λέγει ότι το ιερό της παμπάλαιας εκείνης εκκλησίας βρισκόταν εκεί που σήμερα υπάρχει ένα παλιό απλό πέτρινο προσκυνητάρι (εικόνισμα). Είναι το προσκυνητάρι που σώζεται ακόμη κάτω από το πάρκων το βακούφικο, δίπλα από το μονοπάτι που οδηγεί στα σπίτια των αδελφών Μιχάλη ΤΖΑΡΗ και προς τον συνοικισμό ΚΑΡΔΑΜΠΟΥ.
Φαίνεται ότι την εποχή αυτή, λίγο πριν το 1800 έγιναν οι φοβερές εκείνες κατολισθήσεις στο ΄΄ΓΚΑΛΤΕΡΙΜΙ΄΄ και στις εκατέρωθεν παρόχθιες περιοχές, οπότε η παλιά εκκλησία και το νεκροταφείο κατέρρευσαν και εξαφανίστηκαν. Μερικοί μάλιστα υποστηρίζουν με βεβαιότητα ότι η τότε εκκλησία βρισκόταν σχεδόν στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο με το σημερινό χοροστάσι. Άλλαξε εντελώς η εδαφική φυσιογνωμία της περιοχής. Το παλαιό ρέμα στο ΓΚΑΛΤΕΡΙΜΙ , πριν από λίγες εκατονταετίες ήταν ένα απλό συνηθισμένο ξερολάγκαδο και δεξιά-αριστερά χωράφια ΄΄λάκκες΄΄. Οι ίδιοι κάτοικοι θυμούνται ότι έβρισκαν τακτικά στην τοποθεσία αυτή μεταλλικά αντικείμενα, όπως δακτυλίδια, περιδέραια κλπ που συνηθίζεται να βάζουν στους νεκρούς. Προέρχονται από το παλιό νεκροταφείο.
Οι περισσότερες πληροφορίες συγκλίνουν και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εκείνη η παλιά εκκλησία που καταστράφηκε ήταν αφιερωμένη στην ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ και όχι στην ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ.
Να πως εξηγούν την αλλαγή αυτή : Eκείνη την εποχή στη ΣΚΟΥΠΑ έμεινε κάποια μοναχή, προερχομένη από κάποιο μοναστήρι ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ. (Ίσως από το ομώνυμο μοναστήρι του Καταρράκτη, αν εκείνο ήταν γυναικείο). Αυτή έμενε κατά την τοπική παράδοση, σε ένα υποτυπώδες κακοφτιαγμένο κελί, που βρισκόταν πίσω από το παλιό βακούφικο καφενείο της εκκλησίας, που το θυμόμαστε όλοι της γενιάς μας. Η καλόγρια εκείνη Μαρία η Μαγδαληνή το όνομά της, έκανε μεγάλο αγώνα και ξανάκτισε την εκκλησία που κατέρρευσε σε πιο στέρεο έδαφος και επέλεξε το οικόπεδο όπου σήμερα είναι κτισμένος ο ναός της ΠΑΝΑΓΙΑΣ. Με τη μόνη διαφορά ότι αντί να αφιερώσει τη νέα εκκλησία στην ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ όπως ήταν πρώτα, την αφιέρωσε στη ΠΑΝΑΓΙΑ, για λόγους τιμής προς την αγιότητα της Θεοτόκου, αλλά και για λόγους προσωπικού συναισθηματισμού [που την έλεγαν Μαρία]. Ίσως να ήταν και το κοσμικό της όνομα Μαρία. Οπότε θα ήθελε να συμπίπτουν τα ονομαστήριά της με την πανήγυρη του ναού [15 Αυγούστου]. Η άποψη αυτή είναι ευρέως παραδεδειγμένη από παλιούς συμπολίτες μας, μερικοί από τους οποίους θυμούνται και εικόνα της Αγ. Κυριακής.
Στον αύλιο χώρο της εκκλησίας, προς την πλευρά του κοιμητηρίου, υπάρχει μόνιμο πέτρινο προσκυνητάρι-τραπέζι, με σκαλιστή ημικύκλια πέτρα, όρθια στηριγμένη πάνω στο τραπέζι, με πέτρινο σκαλιστό σταυρό. Εκεί ΄΄κρένει΄΄ Ανάσταση ο παπάς την νύκτα του ΠΑΣΧΑ. Εκεί διαβάζει το μεγάλο αγιασμό τα Θεοφάνεια εφ’ όσον το επιτρέπουν οι καιρικές συνθήκες. Εκεί σταματάει η πομπή, κατά την τριπλή περιφορά του επιταφίου την Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, για να αναπέμψει δέηση ο ιερέας υπέρ ζώντων και νεκρών. Παλιά παραδοσιακή συνήθεια.
Το παρεκκλήσιο του Αγίου Τρύφωνα
Δέκα περίπου μέτρα Ν/Α της ΠΑΝΑΓΙΑΣ ευρίσκεται το μικρό παρεκκλήσιο του ΑΓΙΟΥ ΤΡΥΦΩΝΑ, με την πέτρινη μαύρη σκεπή, το λιθόκτιστο καμπαναριό, την πολύ-πολύ μικρή πόρτα εισόδου και τα μικροσκοπικά παραθυράκια, που παραμένουν μονίμως σταθερά.
Οι πληροφορίες των παλιών συγχωριανών μας αλλά και τα γραφόμενα στις ανάγλυφες μισοκαταστραμμένες επιγραφές (η μία σε αγκωνάρι του παρεκκλησίου και η άλλη στο καμπαναριό) μαρτυρούν ότι το παρεκκλήσιο αυτό κτίστηκε μισό περίπου αιώνα μετά το κτίσιμο της παλιά εκκλησίας της ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ που κατεδαφίστηκε. Ανεγέρθηκε το 1858, ενώ το καμπαναριό το 1860. Η μετρίου μεγέθους καμπάνα του παρεκκλησίου που εξυπηρετεί τον ενοριακά ναό, που δεν έχει δικό του κωδωνοστάσιο, λόγω μικρής απόστασης. Η παράδοση λέει ότι η καμπάνα αυτή προέρχεται από την ΚΩΝ/ΛΗ, χωρίς να αναφέρεται αν πρόκειται για προσφορά κάποιου δωρητή. Το μέγεθός της είναι σχετικά μικρό, αλλά ο ήχος γλυκύτατος. Είναι πράγματι η πιο γλυκόλαλη καμπάνα της περιοχής.
Ο Άγιος ΤΡΥΦΩΝΑΣ είναι περισσότερο γνωστός στον κόσμο ως Κοιμητήριο, γιατί στο δάπεδό του υπάρχει καταπακτή “γκλαβανή” από την οποία έριχναν τα οστά των νεκρών, τα οποία περισυνέλεγαν μετά την εκταφή. Οι διαστάσεις του ναού αυτού είναι 5Χ 4.5 μ. Το μισό ανατολικά τμήμα είναι θεμελιωμένο κάτω από το αντέρισμα (την οχτιά), οπότε ο κενός χώρος (το κατώγι) χρησίμευε ως οστεοφυλάκιο. Οι διαστάσεις της θύρας εισόδου του ναoύ είναι υπερβολικά μικρές ( 1,15 μ ύψος και 0,60 πλάτος). Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στα χρόνια της τουρκοκρατίας, να κατασκευάζονται μικρές πόρτες, επειδή εισέρχονταν οι Τούρκοι έφιπποι και πρόσβαλλαν την ιερότητα των χώρων αυτών. Στο χωριό μας και σήμερα ακόμη συνηθίζεται, όσοι ανάβουν κεράκι στην εκκλησία της ΠΑΝΑΓΙΑΣ, να ανάβουν και ένα δεύτερο ταυτοχρόνως στο κοιμητήριο. Μόνο που όσοι έχουν κάποια ηλικία και όχι μόνο, το σκύψιμο στην μικρή αυτή πόρτα αποτελεί δοκιμασία, λόγω αρθριτικών και άλλων εγγενών δυσχερειών…
Οι καλοπροαίρετοι, αγράμματοι αλλά ευσεβέστατοι προπαπούδες μας, όλοι σχεδόν γεωργοί στο επάγγελμα, σκλάβοι στους Τούρκους, τίμησαν τον προστάτη των καλλιεργητών, τον μεγαλομάρτυρα ΑΓΙΟ ΤΡΥΦΩΝΑ. Κατασκεύασαν προς τιμήν του πριν δυο περίπου αιώνες το ειδικό αυτό εκκλησάκι, το οποίο εορτάζει την 1η Φεβρουαρίου, ημέρα της μνήμης του μεγάλου αυτού Αγίου
Το οστεοφυλάκιο
Δίπλα από το νεκροταφείο, εδώ και λίγα χρόνια κτίσθηκε το οστεοφυλάκιο, όπου φυλάσσονται μέσα σε ειδικά καλοφτιαγμένα κουτάκια, τα οστά των συγχωριανών μας. Μερικοί θεωρούν μακάβρια ενέργεια την φύλαξη των οστών στο οστεοφυλάκιο, οι περισσότεροι όμως την επιδοκιμάζουν, γιατί δείχνει περίτρανα την αγάπη και τον σεβασμό προς τα αγαπημένα μας πρόσωπα που έφυγαν από κοντά μας αργά ή γρήγορα. Η συνήθεια αυτή ακολουθείται άλλωστε σε όλη σχεδόν την Ελλάδα.
Το Βακουφικό καφενείο
Στο προαύλιο της εκκλησίας υπάρχει το σχετικά νέο βακούφικο καφενείο, στο οποίο οι εκκλησιαζόμενοι μετά την θεία λειτουργία, μπορούν να πάρουν το καφέ τους ή το ποτό τους, να συζητήσουν, να ακούσουν τις ανακοινώσεις των αρχών ή να μοιραστούν τα υψώματα των εορταζόντων ή τα κόλλυβα των μνημόσυνων.
Παραπλεύρως του καφενείου ευρίσκεται το Γραφείο του εκκλησιαστικού Συμβουλίου.
Αυτή με λίγα λόγια είναι η εικόνα, παλιά και νέα, του καθεδρικού μας ναού της ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ του χωριού μας, μαζί με όλο το εκκλησιαστικό κτιριακό συγκρότημα του περιβάλλοντος χώρου. Όποιες άλλες πληροφορίες (γραπτές ή προφορικές) διαθέτει ο κάθε συγχωριανός μας για τις εκκλησίες μας, καλό είναι να τις ανακοινώνει για να διαμορφώσουν και οι απόγονοί μας σαφέστερη εικόνα αυτών, ως λατρευτικών, πολιτιστικών και ιστορικών μνημείων της ιδιαιτέρας μας πατρίδας.
Η Μονή Αγ.Νικολάου |
Στο χωριό Κοτιτσά ή Γκοτιτσά (αργότερα Σκούπα) του νομού ’ρτας και στη θέση όπου σήμερα είναι χτισμένος ο ναός του Αγίου Νικολάου Σκούπας, υπήρχε η ομώνυμη Μονή, για την οποία ο δάσκαλος του γειτονικού χωριού Πλατανούσα, Σωκράτης Γεωργούλας (Λαϊκές ζωγραφιές απ’ την Ήπειρο, σελ.53-54), αναφέρει ότι:
«Το μοναστήρι ήταν χτισμένο εκεί όπου βρίσκεται σήμερα ο ναός του Αγίου Νικολάου Καρυδέας και είχε μετόχιον την Θεοτόκο Πλατανούσης. Το μοναστήρι ήταν θαυματουργό και είχε μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία. Τα πολυάριθμα κοπάδια του έβοσκαν στη θέση Ζιάκα της Πλατανούσας. Στο μοναστήρι ζούσαν 40 καλόγεροι και 40 καλογριές, οι οποίες κατάγονταν από την Σκούπα. Το γάλα εκ του «Λάκου της Ζιάκας» έφθανε στη θέση Κλεισούρα Σκούπας με τη βοήθεια υπόγειου αγωγού. Δια του αγωγού αυτού συνεννοούνταν οι τσοπάνηδες και ο επικεφαλής τους καλόγερος με το μοναστήρι.
Κάποτε κλέφτες λιάπηδες πήραν τα πρόβατα του μοναστηριού κι εφόνευσαν τους τσοπάνους. Όταν μάλιστα ήρθε η σειρά του καλόγερου, αυτός τους παρακάλεσε να τον αφήσουν ν’ ανεβεί πάνω στη ράχη ν’ αγναντέψει το μοναστήρι με το κιάλι(διόπτρα) και να τραγουδήσει με το τζιουρά του (φλογέρα) ένα τραγούδι. Οι λιάπηδες σεβάστηκαν την επιθυμία του μελλοθάνατου καλόγερου, τον ανέβασαν ψηλά στην κορφή, εκεί όπου ήταν ο αγωγός, τον οποίο αυτοί δεν γνώριζαν.
Ο καλόγερος από κει είδε την Πόλκω και τραγούδησε αργά και παραπονεμένα:
Πόλκω πού χτενίζεσαι πίσ’ από το σπίτι σου,
ήρθαν μας ληστέψανε πήρανε τα πρόβατα.
Όλα μας τα πήρανε τους τζιοπάνους σφάξανε!
Η Πόλκω αμέσως ειδοποίησε τους Παρουσαίους οι οποίοι «ήταν ανδρειωμένοι». Αυτοί έτρεξαν αμέσως και πρόλαβαν τους κακοποιούς στη θέση «Μπάμπιακο», στο χωριό Μονολίθι. Εκεί τους «κομμάτιασαν όλους» και πήραν τα πρόβατα και τα πήγαν ξανά στο λιβάδι τους στη Ζιάκα. Το μοναστήρι επίσης είχε πολλά αμπέλια. Το κρασί το πουλούσε η καλόγρια στην Κρασοπλή για λογαριασμό του μοναστηριού. Το μοναστήρι διαλύθηκε όταν καταστράφηκε και η Κοτιτσά από τους Τούρκους. Κατά την διάλυσή του οι μοναχοί έκρυψαν τους θησαυρούς τους σε δυο σημεία:
1. Στη θέση Θεοτόκος της Πλατανούσας. Σύμφωνα μάλιστα με την παράδοση ο θησαυρός αυτός βρίσκεται «προς το πηγάδι κοντά στον γκρεμό και επικοινωνεί με υπόγειο μυστικό αγωγό με τον ναό που βρίσκεται εκεί. Είναι κλεισμένος μέσα σ’ ένα καζάνι γεμάτο με φίδια. Αλίμονο όμως σ’ αυτόν που θα τον σκάψει, αν αντί του θησαυρού ανοίξει το καζάνι με τα φίδια».
2. Το βασικό θησαυρό όμως τον έκρυψαν στη θέση ’γιος Νικόλαος Σκούπας «ανάμεσα σε δυο πετρούλες εκεί που πρωτοβαρεί ο ήλιος». Κατ’ άλλη εκδοχή «ανάμεσα σε δυο δενδράκια ανατολικώς του ναού της Αγίας Τριάδος Πέρα Πιστιανών ’ρτης» και κατά Τρίτη εκδοχή, η οποία φαίνεται ως η πιθανότερη ο θησαυρός τοποθετήθηκε μέσα στη στέρνα του μοναστηριού».
Το επεισόδιο της κλοπής των προβάτων της Μονής Κοτιτσάς, που αναφέρει ο Γεωργούλας, θυμίζει το ανάλογο γεγονός της καταστραμμένης επίσης Μονής Μπούλκως της Πράδαλας, στη Λάκα Σουλίου, που αναφέρει ο Μουσελίμης (Λάκα του Μπότσαρη, σελ.69).
Η Μονή Μπούλκως βρισκόταν ανάμεσα στα χωριά Πράδαλα και Βαλανιδιά κι όταν οι κλέφτες πήραν τα πρόβατά της, που έβοσκαν στην τοποθεσία «Το νερό της προβατίνας» ο πιστικός της ειδοποίησε την ηγουμένη του μοναστηριού Μπούλκω, τραγουδώντας με τη φλογέρα:
«Έβγα Μπούλκω στο μπουλκώ
πιάσανε τον πιστικό,
πήρανε τα πρόβατα
και πάνε, πάνε, παν».
Έτσι έτρεξαν οι άνθρωποι του μοναστηριού και γλίτωσαν τα πρόβατα.Για τα θαύματα της Μονής του Αγίου Νικολάου Κοτιτσάς(Σκούπας), ο Γεωργούλας αναφέρει τα εξής:
1. Τούρκοι κάποτε θέλησαν να λεηλατήσουν το μοναστήρι και το παρατηρούσαν από τη θέση «Κουτσιούκη». Οι μοναχοί μόλις το κατάλαβαν μπήκαν καβάλα στα άλογά τους και περιφέρονταν γύρω από το μοναστήρι θέλοντας να επιδείξουν την δύναμή τους. Οι Τούρκοι όμως, κατά θεία δύναμη, έβλεπαν τα άλογα κόκκινα κατά την πρώτη περιφορά και άσπρα κατά τη δεύτερη! Πίστεψαν ότι η δύναμη των υπερασπιστών ήταν μεγάλη και τα παράτησαν.
2. Ένας Τούρκος κάποτε ανέβηκε να κόψει ξύλα σ’ ένα δέντρο του μοναστηριού. Όταν έκοψε όσα ήθελε, προσπάθησε να κατεβεί αλλά ήταν αδύνατο. «Το δέντρο τον κρατούσε». Τότε σύμφωνα με την προτροπή των ντόπιων χριστιανών «έταξε» στον άγιο λάδι και κατέβηκε τρομαγμένος.
3. Το κλήμα του μοναστηριού προ ετών άλλαξε χρώμα «δίχως να μπολιαστεί»!
4. Οι παλαιοχωρίτες έκαναν παρατήρηση σε κάποιον γιατί κατέστρεψε με τα ζώα του την περιουσία του μοναστηριού, όταν το μοναστήρι διαλύθηκε. Αυτός όμως δεν ήθελε με τίποτα να παραδεχθεί την ενοχή του. Εκείνη τη στιγμή είδαν όλοι μια δική του γίδα να τρώει ένα κλήμα και του είπαν «να η γίδα σου τρώει ένα κλήμα». Αυτός τους απάντησε ειρωνικά: «Αν ο ’γιος δεν είναι άξιος να φυλάξει τα κτήματά του, τι κάθεται εκεί πέρα». Αμέσως όλοι είδαν τη γίδα να αναποδογυρίζεται και τα κέρατά της να χώνονται μέσα στο χώμα»!
Τέλος για τη μετονομασία του χωριού Κοτιτσά σε Σκούπα, ο Γεωργούλας γράφει:
«Εις την τοποθεσίαν «Κρασοπλή», όπου βρίσκεται σήμερον το Δημοτικό Σχολείον Παλαιοχωρίου Καρυδέας, μια μοναχή του μοναστηριού ’γιος Νικόλαος Καρυδέας, καθημερινώς εφοδιασμένη με κρασί, καθόταν κοντά σε μια στρογγυλή πέτρα, είδος τραπεζίου, και το πουλούσε. Η πέτρα εσώζετο εις την θέσιν της (άκρον της αυλής του Σχολείου) μέχρι το έτος 1965. Από κει περνούσε τότε το «ντερβένι»(είδος καραβανιών).
Τουρκική περίπολος εβίασε την μοναχή. Το γεγονός αυτό ανέφερε εκείνη εις τον ηγούμενο του μοναστηριού.»
Οι μοναχοί αποφάσισαν να τιμωρήσουν τους βιαστές και γι’ αυτό κάλεσαν τους κατοίκους του χωριού να τους βοηθήσουν. Οι κάτοικοι τους ακολούθησαν κι έφθασαν στη θέση «Μπουλιάνα». Εκεί παραδρόμησαν (άλλαξαν δρόμο), για να μην τους καταλάβουν οι Τούρκοι και ακολούθησαν το «Παραδρόμι». Στη θέση «Λύση» συγκεντρώθηκαν όλοι και έλαβαν την τελική και οριστική απόφαση. Βαδίζοντας γρήγορα έφθασαν στη θέση «Κατσιγιάννη» (μείνε Γιάννη). Εκεί τοποθέτησαν την πρώτη ενέδρα. Οι υπόλοιποι έστησαν ενέδρα στη θέση «Καρτέρι του καλόγερου». Οι Τούρκοι μόλις μπήκαν ανύποπτοι στον κλοιό παγιδεύτηκαν και σκοτώθηκαν όλοι, εκτός από έναν, ο οποίος οπισθοχώρησε και φόνευσε τον επικεφαλής της πρώτης ενέδρας, τον Γιάννη.
Οι Τούρκοι της Φιλιππιάδας, μόλις πληροφορήθηκαν το γεγονός από τον Τούρκο στρατιώτη που κατάφερε να σωθεί έστειλαν στρατιωτική δύναμη για να τιμωρήσει σκληρά τους Κοτιτσιώτες.
Όταν έφθασε η τουρκική δύναμη αντιμετώπισε ισχυρή αντίσταση από τους κατοίκους του χωριού που είχαν οχυρωθεί στη θέση «Μπουλιάνα». Εκεί «και σήμερον βρίσκει κανείς μολύβια και σφαίρες». Οι κάτοικοι τελικά νικήθηκαν και εγκατέλειψαν το χωριό τους στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι κυριολεκτικά το «σκούπισαν» (το σάρωσαν). Έτσι οι νέοι κάτοικοι του χωριού το ονόμασαν Σκούπα.
Το μονοπάτι της Σκούπας
Μαζί με τον Αντρέα και τον Πάνο από τη Σκούπα Άρτας, ένα χωριό κάτω από το αυστηρό Ξηροβούνι και απέναντι από τα επιβλητικά Τζουμέρκα, περπατήσαμε κάποια φθινοπωρινή μέρα ένα άγνωστο μονοπάτι δίπλα από τον θεογέννητο ποταμό Άραχθο. Ένα μονοπάτι που ξεκινάει από την κοίτη του ποταμού κάτω από το χωριό Δαφνωτή και καταλήγει στον Κάρδαμο της Σκούπας, μπροστά στην καινούρια γέφυρα Τζαρή. Ένα μονοπάτι που ελάχιστοι, εκτός από τους Σκουπιώτες, γνωρίζουν και το οποίο δεν θα υπήρχε αν οι πρόγονοί τους δεν επιχειρούσαν κάποτε να τραβήξουν μέσω αυτού λίγο από το νερό του ποταμού για να ποτίζουν τα χωράφια τους. Αρδευτικό αυλάκι ήταν και, όταν εγκαταλείφθηκε, εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου σε ένα πρώτης τάξεως μονοπάτι που διασχίζει μια από τις καθαρότερες γωνιές της Ελλάδας, την κοιλάδα του μέσου Αράχθου, και θέτει σε λειτουργία όλες τις αισθήσεις.
Επτά χιλιόμετρα γεμάτα εικόνες από ένα δάσος που επιστρέφει στην αρχέγονη μορφή του, καθώς πια τίποτα δεν το απειλεί, είναι αυτό το μονοπάτι. Το μάτι δεν μπορεί να χορτάσει από τόσα και τόσα σχήματα κορμών δέντρων και σώματα θάμνων που προσπαθούν να ξεπεράσει ο ένας τον άλλο σε ένα διαρκές κυνηγητό προς το φως του ήλιου. Όλα ψηλώνουν εκεί μέσα¨ ακόμη και οι δάφνες, που σπέρνουν άθελά τους τα πουλιά στο αυλάκι, βιάζονται κι αυτές να σηκωθούν γρήγορα ψηλά.
Όλα τα δέντρα και τα κλαδιά τον περασμένο μήνα ήταν φορτωμένα με υπέροχα χρώματα. Το ξανθοκίτρινο των σφένταμων, το κατακόκκινο της πορδαλιάς, το δροσερό πράσινο της κουμαριάς και το βαθυγάλανο των μέλεγων κυριαρχούσαν σε όλο τον τόπο. Άστραφταν τα φύλλα στα ξέφωτα που πλημμύριζαν οι ακτίνες του ήλιου, έλαμπαν με το σοβαρό, θαμπό πράσινο, στη σκιά τους οι φυλλωσιές των χαμόδεντρων. Και το ποτάμι έτρεχε όπως μια κινηματογραφική ταινία μπροστά μας: πότε φαινόταν λαμπερό να κυλάει αργά στο γιαλό και πότε πίσω από τα πλατάνια έμοιαζε να παίζει κρυφτούλι με τα βήματά μας.
Σε όλο το μήκος του μονοπατιού, ένα διαρκές μουρμουρητό από την κοίτη του ποταμού κάλυπτε το περπάτημά μας. Ο Άραχθος, που ακόμη και το φθινόπωρο μπορεί να κουβαλάει αρκετά νερά μαζί του, δεν κάνει πολλή φασαρία και μόνο όταν στρίβει απότομα, σε κάποια σημεία, τότε δηλώνει με παφλασμούς το πέρασμά του ανάμεσα στα μεγάλα λιθάρια. Το μουρμουρητό του ποταμού διέκοπταν κάποιες στιγμές μόνο οι φωνές των πουλιών μέσα από τα κλαδιά των δέντρων. Λίγα και επιφυλακτικά, πρόσεχαν τις κινήσεις τους και δεν φανέρωσαν άσκοπα την ύπαρξή τους από το φόβο των κυνηγών.
Το μονοπάτι ήταν γεμάτο φθινοπωρινές οσμές¨ ήταν ο καιρός που άρχιζαν να λιώνουν τα φύλλα και η όσφρηση πλημμύριζε από το έργο της αποσύνθεσης που συντελούνταν στο έδαφος, σε κάθε σημείο της διαδρομής. Κάθε φύλλο σαν τελειώνει τον κύκλο ζωής του έχει και διαφορετική μυρουδιά¨ σαν τους ανθρώπους κι αυτά, διαφέρουν, κανένα δεν είναι το ίδιο με το άλλο. Μια αψιά, άγνωστη για πολλούς μυρωδιά πλανιόταν σε πολλά σημεία του μονοπατιού, σαν κάποιο ιδρωμένο μεγάλο ζώο να είχε περάσει από κει. Ήταν οι μεριές όπου λουφάζουν τα αγριογούρουνα ή εκεί όπου ψάχνουν για ρίζες και καρπούς κάτω από τα δέντρα.
Τα πόδια απολάμβαναν το βαθύ περπάτημα στους σωρούς από τα φύλλα και τον πυκνό κισσό που σκεπάζει το μονοπάτι. Σχεδόν σε κανένα σημείο εκτός από εκεί που έχουν γίνει ελαφρές κατολισθήσεις, δεν φαίνεται πουθενά γυμνό το χώμα. Πουθενά δεν αφήσαμε ίχνη, το μονοπάτι πίσω μας έμοιαζε σαν να μην είχε πατηθεί από κανένα. Με τα χέρια παραμερίζαμε πού και πού κάποια κλαριά που είχαν πέσει μέσα στο μονοπάτι.
Όχι πως δεν συμμετείχε και η γεύση σε αυτό το φθινοπωρινό περπάτημά μας. Οι χιλιάδες κατακόκκινοι καρποί της κουμαριάς κρέμονταν σαν ρουμπίνια, σαν σκουλαρίκια στα κλαριά, ανάμεσα στα λαμπερά φύλλα, και μας προκαλούσαν να τους δοκιμάσουμε. Δεν διστάσαμε και δεν σκεφτήκαμε πως μπορεί να λείψουν από τα πουλιά, γιατί το δάσος είναι γεμάτο κουμαριές κι αυτά εξάλλου μπορούν να βολευτούν και με τους καρπούς της δάφνης, των πυράκανθων, του κισσού και τα βελανίδια. Δεν διστάσαμε επίσης να δοκιμάσουμε και λίγα από τα υπέροχα ξινόμηλα των αγριόμηλων που βρήκαμε σωρούς μπροστά μας.
Υπάρχουν δυο τρόποι να γνωρίσετε αυτό το μονοπάτι της Μέσα Ελλάδας.
Ο ένας είναι να κατεβείτε με τα πόδια από τη Δαφνωτή μέχρι τον Άραχθο ή από τον Κάρδαμο να προωθηθείτε από κει με αυτοκίνητο μέσα από ένα στενό δασικό δρόμο.
Ο άλλος είναι να κινηθείτε ανάποδα από τη ροή του νερού και από τον Κάρδαμο να πάρετε το μονοπάτι και να φθάσετε στη Δέση κι από κει να καταλήξετε με τα πόδια στη Δαφνωτή ή με αυτοκίνητο να επιστρέψετε στον Κάρδαμο.
Κατά τη γνώμη μου, ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσετε το μονοπάτι είναι ο πρώτος, δηλαδή να ακολουθήσετε τον ρου του ποταμού και οπωσδήποτε, αν πρόκειται για πρώτη φορά, να πάτε μαζί με κάποιον ντόπιο.
Αφού φθάσετε, λοιπόν, στο σημείο όπου καταλήγει ο δασικός δρόμος κάτω από τη Δαφνωτή, θα βρεθείτε σε ένα μεγάλο άνοιγμα της κοίτης του ποταμού, λίγο πιο κάτω από τη συμβολή του Λεπιανίτικου ρέματος και το σημείο που μέλλει να υψωθεί το φράγμα του Αγίου Νικολάου που θα κόψει για δεύτερη φορά τον ποταμό στη μέση. Πρόκειται για ένα πολύ όμορφο μέρος, με τον ποταμό καθώς κατεβαίνει να σχηματίζει μια μεγάλη στροφή, να χαϊδεύεται από τη μια στα σκληρά βράχια της όχθης από τη μεριά του χωριού Ρωμανός και από την άλλη να τρίβεται στα μεγάλα λιθάρια της μικρής λογγάς στην περιοχή που καλείται Στώμη.
Εκεί, στην άκρη του ποταμού κοντά στα μεγάλα λιθάρια όπου ζουν ακόμη βίδρες, αρχίζει να διακρίνεται το μονοπάτι και ανεπαίσθητα αρχίζει να ανεβαίνει ψηλότερα από το γιαλό και να χώνεται πίσω από τα πλατάνια που έχουν θρασέψει προς την πλευρά του ποταμού. Πρέπει να πούμε πως το μονοπάτι δεν είναι ορατό σε όλο το μήκος από την πλευρά του ποταμού, καθώς εύρωστα πλατάνια και τα άλλα πυκνά δέντρα που είναι ριζωμένα κάτω από το αυλάκι τον κρύβουν. Στα σημεία που αραιώνουν, τότε εμφανίζεται ο Άραχθος να κυλάει πότε ήρεμος στο γιαλό με τα χαλίκια και πότε αφρισμένος να αλέθει πέτρες και χαλίκια στις στροφές του.
Λίγο μετά το Λιαπατέϊκο λαγκάδι, φθάνουμε σ’ ένα δασωμένο σημείο κάτω από το συνοικισμό Φράξος, που λέγεται Ναστέϊκα. Εκεί, λίγο πιο πάνω από το μονοπάτι, πνιγμένα στα δέντρα υπάρχουν και κάποια παρατημένα σπίτια, χαρακτηριστικά της ντόπιας αρχιτεκτονικής. Κάτω από το άλλο σημείο που καλείται Σαγανέϊκα, ο ποταμός φαίνεται να κάνει μια υπέροχη στροφή προς την απέναντι όχθη και το σημείο λέγεται, άγνωστο για ποιο λόγο, γύρα του Καπετάνου. Κι εκεί λίγο πιο πάνω από τα τεράστια πλατάνια που πνίγουν οι κισσοί στο Καλοκαιρινό, στέκει ακόμη όρθιο το παλιό ωραίο σπίτι του Νάστου που επιχείρησαν να κάψουν ανεπιτυχώς οι Γερμανοί και αγναντεύει την ωραία στροφή του ποταμού που καλείται Ναστέϊκα. Πρέπει να πούμε πως το μονοπάτι σε όλο το μήκος του καθορίστηκε με έξοδα του Δήμου Ξηροβουνίου μόλις πέρσι και Λεωνίδας Τσιάπαλης, που το θεωρεί ως ένα σημαντικό μνημείο της περιοχής, θέλει να το διατηρεί ανοιχτό και προσπελάσιμο όλο το χρόνο. Σύντομα δε, πρόκειται να προχωρήσει και στη σηματοδότησή του. Ένα τμήμα του, από τον Κάρδαμο μέχρι το Στεφάνι του Χριστόφορου, είχε ανοιχτεί παλιότερα από την Αδελφότητα Σκούπας και αυτό ήταν η αρχή να συνεχίσει ο δήμος τη λαμπρή πρωτοβουλία που θα ζωντανέψει την κοιλάδα.
Το μονοπάτι δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη δυσκολία, προχωρεί μέσα στην κοίτη του παλιού αυλακιού και καθώς ανεβαίνει και δεν το φθάνουν οι κορυφές των δέντρων, μπορούμε να βλέπουμε χαμηλά τον ποταμό και να αγναντεύουμε τα απέναντι ψηλά, απόκρημνα βράχια. Η πρώτη εντύπωση που δίνει αυτή η ορθοπλαγιά είναι ότι αυτό το σημείο είναι απάτητο όχι μόνο από ανθρώπους, αλλά και από κατσίκια. Αυτό που σήμερα φαίνεται ακατόρθωτο το έκανε ένα βράδυ στα ταραγμένα χρόνια του εμφυλίου κάποιος Χαρίτος, ο οποίος κατάφερε να γλιτώσει από τους διώκτες του περνώντας από αυτή την απάτητη πλαγιά. Ως ανάμνηση του κατορθώματος αυτού, οι ντόπιοι αναφέρονται στο σημείο με τον υπαινικτικό χαρακτηρισμό «Απ΄ εδώ πέρασε ο Χαρίτος».
Το πιο επιβλητικό σημείο του μονοπατιού είναι το σημείο που καλείται Στεφάνι του Χριστόφορου, ένα στενό πέρασμα που κρέμεται κυριολεκτικά πάνω από το ποτάμι σε ύψος 20 μέτρων. Με λίγη προσοχή, οι δυσκολίες σε αυτό το σημείο του μονοπατιού ξεπερνιούνται γρήγορα και μόλις βγούμε από το Στεφάνι του Χριστόφορου βρισκόμαστε στο Καλάμι, ένα σκιερό και ιδιαίτερα υγρό μέρος, όπου οι κορμοί των δέντρων είναι τυλιγμένοι, όπως σε κάποια τροπικά δάση, με βρύα.
Εκεί το ποτάμι απομακρύνεται από την όχθη της Σκούπας και αγγίζει απέναντι την όχθη με τα θεριωμένα πλατάνια, όπου κάποτε υπήρχε ένας μύλος, ο καλούμενος μύλος του Φλούδα. Εκείνος ο μυλωνάς είχε φτιάξει ένα αυλάκι να φέρνει νερό από το ποτάμι στο μύλο, ένα αυλάκι το οποίο κι αυτό έχει γίνει ένα ωραίο παραποτάμιο μονοπατάκι.
Είμαστε ήδη αρκετά ψηλά και μακριά από το ποτάμι, όταν βλέπουμε, κάτω από το σημείο που καλείται Μαύρα Λιθάρια, έναν άνθρωπο να ψαρεύει με αγκίστρια σε ένα άπλωμα της κοίτης και μας έρχονται στο μυαλό τα λόγια του δραστήριου Μήτρου Λάμπρου που ζει ακόμη στον Κάρδαμο, για τα χρόνια που το αυλάκι εκτός από το νερό πλημμύριζε τα χωράφια με ψάρια και χέλια. Τώρα, μετά την κατασκευή φραγμάτων στο Πουρνάρι Ι και ΙΙ, τα ψάρια λιγόστεψαν, ενώ τα χέλια εξαφανίστηκαν. Σύντομα βρισκόμαστε στο σημείο που καλείται Μαύρα Λιθάρια, από τις μεγάλες μαύρες πέτρες που ήταν στην άκρη του γιαλού. Παλιότερα, δίπλα στο μονοπάτι υπήρχε μια πηγή, η οποία χάθηκε κάτω από τα μπάζα μιας μεγάλης κατολίσθησης. Ήδη βλέπουμε από κοντά την ολοκαίνουργια γέφυρα του Τζαρή και καταλαβαίνουμε πως το μονοπάτι τελειώνει. Μαζί του τελειώνουν και οι σκέψεις πως ένα μεγάλο έργο, μιας εποχής που πέρασε, τουλάχιστον δεν έχει διαλυθεί και με άλλο ρόλο επανέρχεται στη ζωή των ανθρώπων. Το αυλάκι, που έχει γίνει σήμερα ένα εξαιρετικό μονοπάτι, είχε ανοιχτεί το 1956-57 και είχε στοιχίσει 300000, τοτινές δραχμές και πότιζε 250 στρέμματα με δυναμικές για την περιοχή καλλιέργειες. Κάποια εποχή, μάλιστα, κατάφεραν και πέρασαν νερό απ’ αυτό το αυλάκι και στα απέναντι χωριά. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια κρατιόταν όρθιος και ο κατά είκοσι πέντε μέτρα απαραίτητος για τη διοχέτευση νερού υψηλός πύργος κοντά στο σημείο που λέγεται Μελίσσια του ποταμού. Έπεσε και καθώς όλες οι καλλιέργειες είχαν εγκαταλειφθεί δεν χρειάστηκε να τον ξαναστήσουν. Όπως δεν χρειάστηκε, από το 1975 και δώθε, να καθαρίσουν το αυλάκι. Έτσι στενό, ύστερα από 30 χρόνια εξελίσσεται τώρα στο όμορφο μονοπάτι της Σκούπας.
Το Παραποτάμιο Μονοπάτι της Σκούπας
Ιδιαίτερη μνεία έγινε στο περιοδικό «ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ» (τεύχος 301, Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2006, σελ. 58-63) της Ελευθεροτυπίας για το παραποτάμιο μονοπάτι του Αράχθου, που ξεκινάει από το ρέμα Λιαπάτη και καταλήγει στη Γέφυρα Τζαρή. Δημιουργός του άρθρου ήταν ο δημοσιογράφος Ηλίας Προβόπουλος.
«…Επτά χιλιόμετρα γεμάτα εικόνες από ένα δάσος που επιστρέφει στην αρχέγονη μορφή του, καθώς τίποτα δεν το απειλεί… … Όλα τα δέντρα και τα κλαριά τον περασμένο μήνα ήταν φορτωμένα με υπέροχα χρώματα. Το ξανθοκίτρινο των σφένταμων, το κατακόκκινο της πορδαλιάς, το δροσερό πράσινο της κουμαριάς και το βαθυγάλανο των μέλεγων κυριαρχούσαν σε όλο τον τόπο. Άστραφταν τα φύλλα στα ξέφωτα που πλημμύριζαν οι ακτίνες του Ήλιου, έλαμπαν με το σοβαρό , θαμπό πράσινο, στη σκιά τους οι φυλλωσιές των χαμόδεντρων. Και το ποτάμι έτρεχε όπως μια κινηματογραφική ταινία μπροστά μας: πότε φαινόταν λαμπερό να κυλάει αργά στο γιαλό και πότε πίσω από τα πλατάνια έμοιαζε να παίζει κρυφτούλι με τα βήματά μας…
…Το πιο επιβλητικό σημείο του μονοπατιού είναι το σημείο που καλείται Στεφάνι του Χριστόφορου, ένα στενό πέρασμα που κρέμεται κυριολεκτικά πάνω από το ποτάμι σε ύψος 20 μέτρων. Με λίγη προσοχή, οι δυσκολίες σε αυτό το σημείο του μονοπατιού ξεπερνιούνται γρήγορα και μόλις βγούμε από το Στεφάνι του Χριστόφορου βρισκόμαστε στο Καλάμι, ένα σκιερό και ιδιαίτερα υγρό μέρος, όπου οι κορμοί των δέντρων είναι τυλιγμένοι, όπως σε κάποια τροπικά δάση, με βρύα».
www.skoupa.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου