Η απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του Α΄ Βαλκανικού πολέμου, γεγονός το οποίο προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον σε πανευρωπαϊκό –και όχι μόνο- επίπεδο. Ως εκ τούτου, ο τύπος της εποχής –ως φύσει διαμεσολαβητής μεταξύ της κρατικής πολιτικής και της κοινής γνώμης και πολλές φορές ως διαμορφωτής τους- αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών…
Τα χρονικά όρια της έρευνάς μας καλύπτουν το διάστημα από τις 15 Φεβρουαρίου 1913 έως την 1η Μαρτίου του ίδιου έτους. Η περίοδος, στην οποία αναφερόμαστε, θα μας φέρει σε επαφή με δημοσιεύματα, σχετικά με την τελική οργάνωση της στρατιάς Ηπείρου και τις πολεμικές επιχειρήσεις, οι οποίες εξασφάλισαν την νίκη, με την απήχηση που είχε το γεγονός στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, την αίσθηση που προκάλεσε στην κοινή γνώμη και αφετέρου στους διπλωματικούς κύκλους και τις προσδοκίες που υπήρξαν για την δικαίωση του αγώνα των Ελλήνων…
Στα Ιωάννινα εκδόθηκε την 3η Μαρτίου 1913 το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Ήπειρος», μετά την αποφυλάκιση του εκδότη της, Γεωργίου Χατζή «Πελλερέν», ο οποίος είχε καταδικαστεί σε θάνατο από τις οθωμανικές αρχές, μετά την κήρυξη του βαλκανικού πολέμου. Σχεδόν ολόκληρο
το περιεχόμενο του εν λόγω φύλλου αναδημοσίευσε ο Δημήτριος Σαλαμάγκας.
το περιεχόμενο του εν λόγω φύλλου αναδημοσίευσε ο Δημήτριος Σαλαμάγκας.
Στις 15/2/1913 πραγματοποιήθηκε συζήτηση στη Βουλή, σχετικά με τα εθνικά ζητήματα. Άρθρο της εφημερίδας «Αθήναι» επεσήμανε το γεγονός, σχολιάζοντας ότι κακώς η Ελλάδα τηρούσε στάση αναμονής και ανεξήγητης σιγής, ενόσω ήταν υπό αμφισβήτηση τα επίμαχα δικαιώματά της, απόλυτα συνδεδεμένα με την αρτιότητα της χώρας. Στο άρθρο τονίζεται ότι ο αγώνας ήταν απελευθερωτικός: «Δεν ήτο αγών της Ελλάδος και του ελληνισμού. Ήτο εθνική εξέγερσις, αποσκοπούσα να παραδώση εις την ελληνικήν διοίκησιν και να θέση, υπό το Στέμμα του Βασιλέως των Ελλήνων, όλους εκείνους τους αμιγείς και ανθούντας ελληνικούς πληθυσμούς, οίτινες υπό τας δεινοτέρας των συνθηκών δι’ ένα λαόν ετήρησαν απαραμείωτον το εθνικόν αυτών αίσθημα και αρτίαν εν συνοχή την εθνικήν αυτών συνείδησιν». Επίσης, ο συντάκτης υποστήριζε ότι τα συναγόμενα της συγκεκριμένης συνεδρίασης θα αποτελούσαν τη βάση για τον διπλωματικό αγώνα της Ελλάδας, ενώ συνιστούσε ότι θα έπρεπε να εκλείψουν οι πολιτικές σκοπιμότητες και ανταγωνισμοί, καθώς ο αγώνας είχε έρεισμα ολόκληρο το έθνος.
Από την άλλη πλευρά, συναντούμε εκτεταμένες αναφορές του τύπου, σχετικά με την αλβανική εθνικιστική κίνηση, η οποία στόχευε στην ίδρυση ανεξάρτητου κράτους -τα όρια του οποίου θα περιελάμβαναν τα βιλαέτια Σκόδρας και Ιωαννίνων έως την Πρέβεζα και τα βιλαέτια Μοναστηρίου και Κοσσυφοπεδίου- και η οποία ως εκ τούτου εναντιωνόταν στα συμφέροντα της Ελλάδας δημιουργώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, «ηπειρωτικό» ή «αλβανικό» ζήτημα. Επίσης, στο στόχαστρο ήταν η πολιτική της Αυστροουγγαρίας και κυρίως –όσον αφορά στη νότια Ήπειρο- της Ιταλίας, οι οποίες εξυπηρετώντας αμφότερες ίδια συμφέροντα στην περιοχή ενίσχυαν την κίνηση ανεξαρτησίας των Αλβανών.
Διεξοδική ήταν η αναφορά του τύπου στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά το τελικό στρατηγικό σχέδιο, το οποίο καταρτίσθηκε στις 16/2/1913 και περιλάμβανε επιθέσεις στην περιοχή, από τα τμήματα της Στρατιάς Ηπείρου καθώς και παράλληλες αποβατικές επιχειρήσεις στους Αγίους Σαράντα, με αποκορύφωμα την τελική γενική επίθεση, η οποία σημειώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ής Φεβρουαρίου. Η δράση, επίσης, των αντάρτικων σωμάτων βρισκόταν στο επίκεντρο της ενημέρωσης, όπως επίσης ειδήσεις από το πολιτικό και διπλωματικό πεδίο, από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Επίσης, πολλά ήταν τα αφιερώματα για το Μπιζάνι και τη θρυλική οχύρωσή του, ενώ δεν έλειπαν συνεντεύξεις με στρατιώτες, εθελοντές και εθελοντικά σώματα (Γαριβαλδινοί, Ιερολοχίτες Lowell της Αμερικής) που βρίσκονταν στο ελληνικό μέτωπο ή δημοσιεύσεις επιστολών τους, με περιγραφές των μαχών, των αντίξοων συνθηκών που αντιμετώπιζαν στο πεδίο της μάχης, των έντονων καιρικών φαινομένων που επικρατούσαν στην περιοχή αλλά και της φορτισμένης συναισθηματικής τους κατάστασης. Οι στρατιώτες του οθωμανικού στρατού παρουσιάζονταν ως «αξιοδάκρυτοι» και δυστυχισμένοι, εξαντλημένοι από την πείνα και τις κακουχίες, οι οποίοι σύρονταν καθημερινά στις προφυλακές του ελληνικού στρατού προφέροντας τις λέξεις: «τισλίμ» και «Ανατόλ», δηλ. «παραδίνομαι» και «δεν είμαι Αρβανίτης» και ικετεύοντας για λίγο ψωμί. Η κατάσταση του πληθυσμού στην πόλη των Ιωαννίνων, λόγω της πολύμηνης πολιορκίας, περιγράφεται ως εξαιρετικά κρίσιμη, ενώ η διακοπή συγκοινωνίας και επισιτισμού δυσχέραιναν την ήδη ταραγμένη ατμόσφαιρα. Στις 15 Φεβρουαρίου δεν υπήρχε στην πόλη ζάχαρη, βαμβάκι, ενώ οι κάτοικοι διαπληκτίζονταν για λίγο άρτο, καθώς υπήρχε μεγάλη έλλειψη, όπως και σε αλεύρι. Επίσης, το πετρέλαιο είχε εξαντληθεί, με αποτέλεσμα να βυθιστεί η πόλη στο σκοτάδι, ενώ απαγορεύθηκε η κίνηση στις οδούς της κατά τις απογευματινές και βραδινές ώρες. Η συγκεκριμένη κατάσταση εξακολούθησε έως τη λήξη της πολιορκίας και την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη. Ο επίλογος του πολέμου δόθηκε από τις εφημερίδες με χαρακτηρισμούς όπως: «περίλαμπρος σελίδα όχι μόνο δια την ιστορία του ελληνισμού, αλλά δια την παγκόσμιαν πολεμική ιστορίαν», εξαιτίας της περίφημης οχύρωσης του Μπιζανίου, το οποίο αναφέρεται ως «οχυρώτατο φρούριο της ευρωπαϊκής Τουρκίας, το θεωρούμενον απόρθητον».
Ο τύπος αναφέρθηκε στη νίκη του ελληνικού στρατού ως υψίστης σημασίας εξίσου για τον διπλωματικό αγώνα… Ο ανταποκριτής των «Τάιμς» περιγράφει την είσοδο του Διαδόχου Κωνσταντίνου με το επιτελείο του στα Ιωάννινα: «ουδεμία ανθρώπινη φαντασία δύναται να αποδώση την συγκίνησιν, την οποίαν ησθάνοντο και αυτοί οι ξένοι εις τους εθνικούς παλμούς του απελευθερωθέντος λαού. Μία πόλις, η οποία κατείχετο υπό φρενίτιδος, η οποία δεν εγνώριζε πώς να εκδηλώσει την πλήμμυραν των αισθημάτων της και η οποία απέληξε να εναγκαλίζεται και να ασπάζεται τα όπλα, τας ξιφολόγχας και τα γόνατα των στρατιωτών». Παράλληλα, ο Γεώργιος Χατζής, από την εφημερίδα «Ήπειρος», περιέγραφε, με υπερθετικά στοιχεία, ως εξής: «Ηλεκτρισμοί νέοι εγαλβάνισαν τα κορμιά και τας ψυχάς˙ τα σπίτια των συνοικιών ηρημώθησαν και μια ασφυκτική κοσμοπλήμμυρα, ανδρών και γυναικών, γερόντων, γραιών, παιδίων, ως και των αρρώστων, σηκωθέντων από τα κρεβάτια των, εξ΄ υπερτάτης ενέσεως δυνάμεων θείων, κατέκλυσε την Πλατείαν του Διοικητηρίου και όλας τας οδούς. Οι εξώσται των οικιών ελύγιζον, υπό το βάρος, και τα πολύχρωμα καπελίνα των γυναικών, έδιδον εις αυτούς την όψιν πελώριων κλάδων, φορτωμένων και λυγιζόντων, από εξωτερικούς μεγάλους καρπούς». Ακολούθησαν αναφορές, σχετικά με τους πανηγυρισμούς, οι οποίοι έλαβαν χώρα σε ολόκληρη την επικράτεια… Με σημαιοστολισμούς, δοξολογίες και εκδηλώσεις γιόρτασαν, επίσης, οι ελληνικές παροικίες των Η.Π.Α., της Τεργέστης, της Αλεξάνδρειας, της Σόφιας, η ελληνική κοινότητα του Λονδίνου αλλά και η Κύπρος…
Ο αυστριακός τύπος αναγνώρισε τη μεγάλη νίκη του ελληνικού στρατού, χωρίς να αποκρύπτει τη συμπάθειά του προς τον Εσσάτ πασσά. Οι εφημερίδες «Τσάιτ», «Ράϊχποστ» και «Νέος Ελεύθερος Τύπος» υπογράμμισαν ότι η συγκεκριμένη νίκη εξασφάλιζε οριστικώς τις ελληνικές αξιώσεις της Ελλάδας στην Ήπειρο. Εντούτοις, πολλές αυστριακές εφημερίδες υποστήριζαν ότι η πτώση των Ιωαννίνων δεν θα ήταν, τελικώς, καθοριστικής σημασίας, αναφορικά με την επίλυση του αλβανικού ζητήματος. Από την άλλη πλευρά, δημοσίευμα της εφημερίδας «Τσάιτ» αφορούσε σε φήμες και υποθέσεις, οι οποίες κυκλοφορούσαν στην Κωνσταντινούπολη, περί προδοσίας του Εσσάτ πασσά. Από την άλλη πλευρά, ο «Νέος Ελεύθερος Τύπος» της Βιέννης, δημοσίευσε τηλεγράφημα από τη Ρώμη, σύμφωνα με το οποίο η ιταλική κυβέρνηση θα συναινούσε εν τέλει στην ένταξη της νοτίου Ηπείρου στην ελληνική επικράτεια, αναγνωρίζοντας την ελληνική κατοχή των Ιωαννίνων…
Από την άλλη πλευρά, ενδιαφέρον παρουσιάζουν δημοσιεύματα - αφιερώματα του ελληνικού τύπου, σχετικά με την πόλη των Ιωαννίνων, με λαογραφικά σχόλια, ιστορικές αναφορές, γεωγραφικές πληροφορίες και δημογραφικές σημειώσεις. Αξιοσημείωτη είναι και η συμπάθεια, με την οποία αντιμετωπίζονται οι τουρκογιαννιώτες, οι οποίοι όπως αναφέρεται ήταν, ως επί το πλείστον, αμέτοχοι στον πόλεμο, ενώ παρουσιάζονται εξαθλιωμένοι και συντετριμμένοι, από την κατάσταση που επέφερε η πολύμηνη πολιορκία. Μάλιστα, η εφημερίδα «Ακρόπολις» εξηγεί την άρνησή τους για συμμετοχή στον πόλεμο, ως αντίδραση στον Εσσάτ πασσά, τον οποίο κατηγόρησαν ακόμη και για δωροδοκία. Ως εκ τούτου, όσοι εν τέλει δεν εγκατέλειψαν την πόλη, ενώθηκαν με τους χριστιανούς συμπολίτες τους, υπό την προστασία των οποίων ήθελαν να τεθούν, έπειτα από την εισβολή του ελληνικού στρατού. Μετά την κατάληψη της πόλης, η μουσουλμανική κοινότητα «με όλο τον κλήρο και των χαρεμιών της» συμμετείχε στους πανηγυρισμούς, τελώντας πάνδημη δοξολογία, στην οποία παρέστη και ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ενώ έκανε μνεία για τα αγαθά, τα οποία προσδοκούσαν οι Μουσουλμάνοι, από μία φιλελεύθερη και πολιτισμένη πολιτεία, όπως η ελληνική.
Με θαυμασμό αντιμετωπίστηκε, από την πλειοψηφία του ελληνικού τύπου, ο διοικητής του οθωμανικού στρατού και υπερασπιστής της πόλης, τελευταίος πασσάς των Ιωαννίνων, Εσσάτ πασσάς, τον οποίο χαρακτήριζαν ως ευθύ, τίμιο, ελεήμονα, φιλάνθρωπο, ευγενή και αρτιώτατα στρατιωτικώς πεπαιδευμένο, ωραιότατο και συμπαθέστατο. Σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα ήταν απόγονος Ελλήνων που, λόγω των συνθηκών, αλλαξοπίστησαν. Αντίθετα, σε άρθρο της εφημερίδας της Σμύρνης «Αμάλθεια» αναφέρεται ότι ο Εσσάτ ήταν Γιαννιώτης αλβανικής καταγωγής. Η εφημερίδα «Ακρόπολις» την επομένη της απελευθέρωσης σχολιάζει: «Η πόλις των Ιωαννίνων οφείλει μεγάλην ευγνωμοσύνην εις τον γενναίον πρόμαχόν της, διότι και την τάξιν ετήρησεν ακέραιαν, καθ’ όλον το διάστημα του πολέμου, και τα άτακτα αλβανικά στοιχεία ετιμώρησε, πολλούς Αλβανούς, δια διάφορα εγκλήματά των κατά των χριστιανών. Τούτο μόνον αρκεί να είπωμεν προς τιμήν αυτού, ότι καθ’ όλον το διάστημα του πολέμου οι Έλληνες των Ιωαννίνων εξήρχοντο, μετά των συζύγων και θυγατέρων των, εις περίπατον και δεν εγένετο η παραμικρά προσβολή κατ’ αυτών, εκ μέρους του ατίθασου τουρκικού στρατού». Αλλά και η στάση της ισραηλιτικής κοινότητας της πόλης εκθειάστηκε από τον ελληνικό τύπο, καθώς υποδέχθηκε με θέρμη τον ελληνικό στρατό δηλώνοντας τα ελληνικότατα συναισθήματά της. Συνάμα, τελέστηκε επίσημη δοξολογία στη Συναγωγή προς τιμή του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στον οποίο εξέφρασαν την πλήρη υποταγή τους. Επιπλέον, αρωγός στάθηκε και η ισραηλιτική κοινότητα Θεσσαλονίκης, η οποία αποφάσισε την οικονομική ενίσχυση των άπορων οικογενειών των Ιωαννίνων. Ως κατακλείδα, ο τύπος της περιόδου στην οποία αναφερόμαστε κατακλύζεται, στο σύνολό του, από διθυραμβικά σχόλια για τη σημασία της συγκεκριμένης νίκης, την ανδρεία του στρατού και την αρτιότητα της εθνικής συνείδησης. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων δεν αντιμετωπίστηκε μόνο ως ένα ευχάριστο εθνικό γεγονός, αλλά και ως μέγιστο στρατιωτικό, από τα σπάνια στα παγκόσμια χρονικά…
Της Μαρίας Παππά
Αρχειονόμου / Ιστορικού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου