powered by Agones.gr - opap
forum manteio

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Η ΑΡΧΑΙΑ ΛΙΜΝΑΙΑ

Γράφει η Νικολέττα Σαραγά, Αρχαιολóγος
Στο πλαίσιο της Προγραμματικής Σύμβασης Αμβρακικού κόλπου
περιελήφθησαν εργασίες για την αξιοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της
περιοχής, όπως π.χ. της αρχαίας ακρόπολης του δήμου Αμφιλοχίας.

Τα
πρώτα αποτελέσματα της μελέτης του χώρου αποτέλεσαν το αντικείμενο της
παρούσας εισήγησης.
Θέση: Ο αρχαιολογικός χώρος που εξετάζεται βρίσκεται στο πλάτωμα του
λόφου, στις παρειές του οποίου είναι κτισμένο το μεγαλύτερο τμήμα της
σύγχρονης Αμφιλοχίας. Η θέση αυτή κατά την αρχαιότητα είχε το
πλεονέκτημα να ελέγχει το πέρασμα από την ενδοχώρα της Αιτωλίας και
της Ακαρνανίας προς τον Αμβρακικό κόλπο, την παράκτια ζώνη της
βορειοδυτικής Ακαρνανίας, τη Λευκάδα, την Ήπειρο και ταυτόχρονα να
βρίσκεται στο όριο με τη χώρα της Αμφιλοχίας (Σχέδ. 1).
Ταύτιση: Η ταύτιση της αρχαίας αυτής ακρόπολης, έχει απασχολήσει
πολλούς μελετητές, όπως τον Κ. Α. Ρωμαίο ¹ , τον D. Noack ² , τον Κ.
Συριόπουλο ³ , καθώς και ξένους περιηγητές και γεωγράφους του
περασμένου αιώνα όπως ο L. Heuzey ⁴ , o W. Leake ⁵ , o F. C. H. L.
Pouqueville ⁶ , o C. Bursian ⁷ , o E. Oberhummer ⁸ , o C. Neumann, και
ο J. Partsch ⁹ . Γενικά οι γνώμες μοιράζονται ανάμεσα στην αρχαία
Λιμναία και την αρχαία Ηράκλεια.
Οι υπάρχουσες αρχαίες μνείες, σε συνδυασμό με τη γειτνίαση του χώρου
με τη λίμνη Αμβρακία στα ΝΑ. ¹⁰ , Μας οδηγούν στην αποδοχή του πρώτου
συμπεράσματος. Η έλλειψη επιγραφικώ
ν στοιχείων μας υποχρεώνει, όμως,
να διατηρήσουμε κάποιες επιφυλάξεις.
Ιστορική ανασκόπηση

Οι γνώσεις μας γύρω από την πορεία της αρχαίας πόλης μέσα στο χρόνο,
είναι ελλειπείς. Όπως ελλειπής παραμένει και η γενικότερη ιστορία της
αρχαίας Ακαρνανίας. Η γεωγραφική θέση της Λιμναίας, μας οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι μεγάλα γεγονότα διαδραματίσθηκαν στην περιοχή αυτή της
ηπειρωτικής Ελλάδος.
Ο πρώτος ιστορικός που αναφέρει την αρχαία Λιμναία είναι ο Θουκυδίδης,
στις αρχές της <<ξυγγραφής>> του Πελοποννησιακού πολέμου. Η Αθήνα, τη
χρονική αυτή περίοδο διατηρεί καλές σχέσεις με τους Ακαρνάνες , εκτός
από το Ανακτόριον, το Σόλλιον, τους Οινιάδες και τον Αστακό ¹¹ .
Επεκτείνει δηλαδή την οικονομική και πολιτική της επιρροή προς τη
δυτική Ελλάδα και κατ’ αυτό τον τρόπο ανακόπτει το εμπόριο των
Πελοποννησίων με την Ήπειρο και την Ιλλυρία και ελέγχει τους δρόμους
προς την Ιταλία και τη Σικελία. Κατά το 429 π.Χ. η κύρια προσπάθεια
των Πελοποννησίων και των συμμάχων τους στρέφεται προς αυτή την
περιοχή. Μετά τη σπαρτιατική επιχείρηση κατά της Ζακύνθου (430 π.Χ.)
¹² και την εκστρατεία των Αμβρακιωτών εναντίον του Αμφιλοχικού Άργους
¹³ οι Σπαρτιάτες και οι Αμβρακιώτες συντόνισαν τις ενέργειές τους
εναντίον της Κεφαλονιάς, της Ζακύνθου, της Ναυπάκτου και της
Ακαρνανίας. Ο σπαρτιάτης Κνήμος με το στόλο του και χίλιους οπλίτες

περνώντας από τις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου και της Στερεάς
Ελλάδος, φθάνει στην Αμβρακία, όπου ενώνεται με συμμαχική δύναμη δύο
χιλιάδων Ηπειρωτών και προχωρεί προς το εσωτερικό της Ακαρνανίας, αφού
καταστρέψει, μεταξύ άλλων, την ατείχιστη Λιμναία : Τούτῳ τῷ στρατῷ
ἐπορεύετο Κνῆμος… καὶ τῆς Ἀργείας ἰόντες Λιμναίαν κώμην ἀτείχιστον
ἐπόρθησαν… (Θουκυδίδης II, 80). Εν συνεχεία προχώρησαν παραπλεύρως της
λίμνης Αμβρακίας και εβάδισαν προς τον Στράτο, όπου και ηττήθηκαν. Το
σχέδιο των Πελοποννησίων που απέβλεπε στην υποταγή της περιοχής αυτής
της δυτικής Στερεάς και των Ιονίων νήσων απέτυχε και άφησε τους
Αθηναίους κυρίαρχους στην περιοχή ¹⁴ . Όχι όμως για πολύ. Στα 426/425
π.Χ. οι Αμβρακιώτες και οι Λακεδαιμόνιοι εισέβαλαν στην περιοχή της
Αμφιλοχίας. Κατά την πολιορκία του Αμφιλοχικού Άργους και πριν τις
μάχες των Ολπών και της Ιδομενής αναφέρεται από το Θουκυδίδη (III,
106) για δεύτερη φορά η αρχαία Λιμναία ¹⁵ : Οἱ μὲν οὖν μετ΄ Εὐρυλόχου
Πελοποννήσιοι ὡς ᾔσθοντο τοὺς ἐν Ὄλπαις Ἀμπρακιώτας ἥκοντας, ἄραντας
ἐκ τοῦ Προσχίου ἐβοήθουν κατὰ τάχος, καὶ διαβάντες τὸν Ἀχελῷον ἐχώρουν
δι ‘ Ἀκαρνανίας… Καὶ διελθόντες τὴν Στρατίων γῆν ἐχώρουν διὰ τῆς
Φυτίας καὶ αὖθις Μεδεῶνος πάρ΄ ἔσχατα, ἔπειτα διὰ Λιμναίας˙ καὶ
ἐπέβησαν τῆς Ἀγραίων, οὐκέτι Ἀκαρνανίας δέ σφίσι.
Αργότερα, στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., οι Σπαρτιάτες προσπαθούν να
αποσπάσουν την ομοσπονδία των Ακαρνάνων από την συμμαχία των Βοιωτών
και των Αθηναίων. Στα 389 π.Χ. ο Λακεδαιμόνιος Αγησίλαος, εκστρατεύει
κατά των Ακαρνάνων, οι οποίοι καταφεύγουν στις ακροπόλεις των ¹⁶ :
Ἐπεὶ δὲ διέβη ὁ Ἀγησίλαος, πάντες μὲν οἱ ἐκ τῶν ἀγρῶν Ἀκαρνάνες ἔφυγον
εἰς τὰ ἄστη, πάντα δὲ τὰ βοσκήματα ἀπεχώρησε πόρρω, ὅπως μὴ ἁλίσκηται
ὑπὸ τοῦ στρατεύματος (Ξενοφών, Ελληνικά Δ ‘ , 6, 4).
Ο Αγησίλαος επιδόθηκε σε αργή λεηλασία της χώρας μέχρι τη μάχη που
έδωσε στη στενή πεδιάδα της λίμνης Αμβρακίας, όπου βρίσκονταν όλα
σχεδόν τα βοσκήματα των Ακαρνάνων ¹⁷ . Εξιστορώντας τη μάχη αυτή ο
Ξενοφών δεν αναφέρει καμία πόλη στα γύρω όρη. Αντίθετα, τονίζει ότι
όσες φορές οι Ακαρνάνες υποχωρούσαν βρίσκονταν σε ασφαλές μέρος : …
ταχὺ γὰρ ἦσαν ὁπότε ἀποχωροῖεν πρὸς τοῖς ἰσχυροῖς οἱ Ἀκαρνᾶνες.
(Ξενοφών, Ελληνικά Δ, 6, 4).
Η αρχαία Λιμναία, πόλη ακαρνανική, υποθέτουμε ότι είναι ήδη τειχισμένη
και δε βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από τη λίμνη.
Επίσης ο Ξενοφών (Ελληνικά Δ, 6, 12) αναφέρει ότι ο Αγησίλαος δεν
κατάφερε να κυριεύσει καμία ακαρνανική πόλη, προφανώς γιατί αυτές ήσαν
οχυρωμένες: … πρὸς ἐνίας δὲ τῶν πόλεων καὶ προσέβαλλεν, ὑπὸ τῶν ̉
Αχαιῶν ἀναγκαζόμενος, οὐ μὴν εἷλέ γε οὐδεμίαν. Στη συνέχεια η Λιμναία
πρέπει να ακολουθεί την κοινή μοίρα των Ακαρνάνων, οι οποίοι ήταν κατά
παράδοση φιλικά προσκείμενοι στους Αθηναίους. Παρ’ όλα Μακεδονίας,
την οποία τήρησαν και μετά το θάνατο του τελευταίου.
Τον 3ο αι. π.Χ. η δημιουργία ισχυρών δυνάμεων στην περιοχή της
Ηπείρου και της Αιτωλικής Συμπολιτείας έχει ως αποτέλεσμα οι πόλεις
του Κοινού των Ακαρνάνων να περάσουν δύσκολες ώρες, μέχρι το
διαμελισμό της χώρας ¹⁸ . Είναι δε σίγουρο ότι οι Ακαρνάνες αμύνθηκαν
τόσο εναντίον των Ηπειρωτών όσο και των Αιτωλών, και πολλές οχυρωμένες
πόλεις έπεσαν στα χέρια των εχθρών. Δεν αποκλείεται μάλιστα η κατάληψη
και της Λιμναίας από τους Αιτωλούς, και αργότερα τους Δαρδάνους γύρω
στα 229 π.Χ. ¹⁹ .
Οι επόμενες συγκεκριμένες πληροφορίες οι σχετικές με τη Λιμναία,
διασώζονται από τον Πολύβιο. Στα 219 π.Χ., όταν ο Φίλιππος ο Ε´ της
Μακεδονίας εκστρατεύει εναντίον των Αιτωλών, φθάνει στον Αμβρακικό
κόλπο, αγκυροβολεί μπροστά στη Λιμναία και βαδίζει εναντίον του
Θέρμου, τον οποίο και καταστρέφει. Στη συνέχεια, επιστρέφει πάλι προς
τη Λιμναία και τα πλοία : Εὐτρεπισάμενος (ὁ βασιλεύς) δὲ τὰ περὶ τὸν
Διόρυκτον καὶ ταύτη διακομίσας τὰς ναῦς, ἐποιεῖτο τὸν ἀπόπλουν κατὰ
τὸν Ἀμβρακικὸν καλούμενον κόλπον. Διανύσας δὲ καὶ καθορμισθεὶς βραχὺ
πρὸ ἡμέρας πρὸς τὴν καλουμένην Λιμναία, τοῖς μὲν στρατιώταις
ἀριστοποιεῖσθαι παρήγγειλε καὶ τὸ πολὺ τῆς ἀποσκευῆς ἀποθεμένους
εὐζώνους σφᾶς παρασκευάζειν πρὸς ἀναζυγήν (Πολύβιος V, 5)… Ὁ δὲ
βασιλεὺς ἀπολιπὼν φυλακὴν ἱκανὴν τῆς ἀποσκευῆς τότε μὲν ἀναζεύξας ἐκ
τῆς Λιμναίας δείλης καὶ παρελθὼν ὡς ἑξήκοντα στάδια κατεστρατοπέδευσε
(Πολύβιος V, 6). Ὁ δὲ Φίλιππος, ἀπὸ γὰρ τούτων παρεξέβην, ὅσα δυνατὸν
ἦν ἄγειν καὶ φέρειν ἀναλαβὼν ἐκ τοῦ Θέρμου προῆγε, ποιούμενος τὴν
αὐτὴν ἐπάνοδον ᾗ καὶ παρεγένετο… (Πολύβιος V, 13). Οὐδενὸς δ’
ἐπεξιέναι τολμῶντος, αὖθις ἀρξάμενος ἐκίνει τοὺς πρώτους, ποιούμενος
τὴν πορείαν ὡς ἐπὶ τὴν Λιμναίαν καὶ τὰς ναῦς (Πολύβιος V, 14). Κατά τη
διάρκεια των γεγονότων των σχετικών με την Αιτωλορωμαϊκή συμμαχία ²¹ ,
τον πόλεμο μεταξύ Περσέα και Ρωμαίων, καθώς και αυτόν μεταξύ Αντιόχου
και Ρωμαίων δεν αναφέρεται πουθενά η Λιμναία ²². Το ίδιο ισχύει και
κατά τη σύγκρουση του Καίσαρος και Πομπηίου.
Μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.) ²³ και τον συνοικισμό της
Νικοπόλεως, η Λιμναία πρέπει να ακολούθησε την τύχη των ακαρνανικών
πόλεων και οι κάτοικοι της να μετοίκησαν προς την νέα πόλη. Αργότερα
ίσως, σημειώθηκε επάνοδος κάποιων μετακινηθέντων κατοίκων στην περιοχή
αυτή του Αμβρακικού. Αυτό μαρτυρούν οι ρωμαϊκοί τάφοι που βρέθηκαν
πλησίον του λόφου της ακρόπολης ²⁴ .
Για το διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στους αρχαίους και τους
νεότερους χρόνους οι L. Heuzey και C. Bursian ²⁵ ταυτίζουν την αρχαία
Λιμναία με το κάστρο του Βάλτου, στο οποίο αναφέρεται ο Ιωάννης
Καντακουζηνός, παραθέτοντας διάφορες στρατηγικές θέσεις του 14ου αι.
²⁶.
Το 18ο αιώνα ο Αλή Πασάς, θέλοντας να αξιοποιήσει το πέρασμα το οποίο
έχει πιθανώς εγκαταλειφθεί εξαιτίας των πειρατών, φέρνει με τη βία
τους κατοίκους του παλιού χωριού της Αμπρακιάς (ΝΔ. της σημερινής
Αμφιλοχίας) και τους εγκαθιστά στην αρχαία ακρόπολη ²⁷. Η σύγχρονη
Αμφιλοχία οφείλει τις ρίζες της στην πληθυσμιακή αυτή μετακίνηση.







Γενική διάταξη


Η αρχαία Λιμναία περιλαμβάνει μια τειχισμένη ακρόπολη, μεγ. μήκ. 450
και πλ. 270 μ. περίπου, το έδαφος της οποίας παρουσιάζει έντονες
υψομετρικές διαφορές• δύο μακρά τείχη που προστατεύουν τη βορεινή και
βορειοδυτική πτέρυγα της ακρόπολης, έχουν κατεύθυνση προς το μυχό του
Αμβρακικού κόλπου, και στο ύψος της θάλασσας ενώνονται, περικλείοντας
ολόκληρη τη βορεινή βραχώδη πλαγιά του λόφου της Αμφιλοχίας (Σχέδ. 2).



Η Ακρόπολη



Το τείχος της ακρόπολης περιβάλλει ολόκληρο το φυσικό πλάτωμα. Η
αμυντική λειτουργία του στηρίζεται στις έντονες υψομετρικές διαφορές
(απότομες πλαγιές), που δυσχεραίνουν την κίνηση των πολιορκητικών
μηχανών, και σε ένα σύστημα εσοχών και προεξοχών και πολυάριθμων
πύργων, που επιτρέπουν πλήρη επιτήρηση της ευρύτερης και της εγγύς
περιοχής των τειχών ²⁸ .
Η βορεινή περιοχή του πλατώματος είναι η ψηλότερη και η πλέον βραχώδης
και προστατεύεται από ένα εσωτερικό διατείχισμα που την απομονώνει από
την υπόλοιπη ακρόπολη. Το διατείχισμα είναι μερικώς διατηρημένο,
παρουσιάζει μεταγενέστερη των αρχαίων χρόνων ανωδομή, στη βάση του
όμως και ανάμεσα στη λιθορριπή σώζονται κατά χώραν αρχαίοι ογκόλιθοι,
οι οποίοι μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι το λεπτό αυτό τείχος
προϋπήρχε (Σχέδ. 3).



Η βόρεια πτέρυγα του κυρίως τείχους της ακρόπολης είναι ευθύγραμμη,
ενισχυμένη από τρεις πύργους, ορθογώνιας διατομής και από εσωτερικό
περίδρομο διακίνησης ανθρώπων και υλικού. Διακόπτεται από δύο πυλίδες,
κοντά στους πύργους, με οριζόντια υπέρθυρα.
Η δυτική πτέρυγα, διατηρημένη σε λιγότερο ύψος, παρουσιάζει ελαφρές
οδοντώσεις και προεξοχές σχηματίζοντας τεθλασμένη γραμμή. Ενισχύεται
από εννέα πύργους, ορθογώνιας, επίσης, διατομής. Στην πτέρυγα αυτή
συναντάται και η κύρια πύλη της ακρόπολης προστατευμένη από τον όγκο
δύο πύργων. Η πλευρά αυτή του τείχους παρουσιάζει τις περισσότερες
μεταγενέστερες επισκευές τόσο στους πύργους όσο και στα μεταπύργια.
Η νότια πτέρυγα, η καλύτερα διατηρημένη, αποτελείται από τέσσερα
ευθύγραμμα τμήματα που σχηματίζουν δύο προεξοχές και θυμίζει την
τριγωνική τοιχοποιία που εμφανίζεται στους χρόνους του Φιλίππου ²⁹ . Η
σχετική ομαλότητα του εδάφους αντισταθμίζεται από την ύπαρξη εννέα
πύργων, από τους οποίους οι οκτώ είναι ορθογώνιας διατομής, ενώ ο
ένατος, που προστατεύει τη νοτιοδυτική γωνία του οχυρού είναι
ημικυκλικός. Ο πύργος αυτός, αν και μεταγενέστερος ως προς τη δόμηση,
πιθανότατα είναι κτισμένος πάνω σε αρχαία ημικυκλική κατασκευή. Στην
υπόθεση αυτή μας οδηγεί η ύπαρξη στο χώρο ογκολίθων διατομής
τραπεζίου. Η βάση του τείχους και των πύργων στην πλευρά αυτή
καλύπτεται από ισχυρή λιθορριπή, που φτάνει σε ύψος 2,5-3 μ. και
προέρχεται από την καταστροφή της ανωδομής της οχύρωσης.
Η ανατολική πτέρυγα είναι η πιο σύνθετη. Έντονες προεξοχές του τείχους
ακολουθούν τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους. Στην πτέρυγα αυτή
σώζονται ίχνη από δεκατρείς ορθογώνιας διατομής πύργους. Το τείχος
διακόπτεται από μια πυλίδα με οριζόντιο υπέρθυρο και εσωτερικό
προστατευτικό τοιχάριο (potterne coudée) ³⁰ εφαπτόμενη ενός από τους
πύργους.



Μακρά τείχη


Το δυτικό μακρό σκέλος, η συνέχεια του οποίου είναι ευκρινής, είναι
ευθύγραμμο χωρίς πυργοειδείς κατασκευές. Αποτελείται από μια παρέα, η
οποία γλύφει απλά το φυσικό βράχο. Δεν αποκλείεται να υπήρχε ανωδομή
αποτελούμενη από δύο παρειές ίχνη της, όμως, δε σώζονται. Το σκέλος
αυτό διακόπτεται από δύο πλάγιες πυλίδες (σχετικά βλ. στη συνέχεια σ.
216 κ.ε.).
Το ανατολικό μακρό σκέλος είναι το καλύτερο διατηρημένο σε ύψος τμήμα
της οχύρωσης. Διατηρείται έως και 5-6 μ. ύψος. Παρουσιάζει γωνιώδεις
εσοχές και ενισχύεται από τέσσερις ορθογώνιας διατομής πύργους.
Αποτελείται από δύο λίθινες παρειές και εσωτερικό έμπλεκτο. Η
εσωτερική παρειά, χαμηλότερη, δημιουργούσε ένα διάδρομο κατά μήκος της
τειχογραμμής, στον οποίο οδηγούσαν λίθινες κλίμακες, πέντε τον αριθμό
σύμφωνα με τον L. Heuzey ³¹ , από τις οποίες δύο μόνο έχουμε εντοπίσει
ανάμεσα στις λιθορριπές (Πίν. 54 - φωτ. που ακολουθεί).




Το τείχος


Τα αρχαία τείχη της Λιμναίας είναι στενά συνδεδεμένα με το χώρο. Είναι
κτισμένα από το ντόπιο ασβεστολιθικό πέτρωμα, τη βελαώρα, εύθραυστο
και ευδιάβρωτο. Έχουν πάχος 2,60-3 μ. και αποτελούνται από δύο λίθινες
παρειές (parements) και στο εσωτερικό παρεμβάλλεται έμπλεκτο ³² . Ανά
τακτά διαστήματα παρατηρούνται ανάμεσα στο λιθόδεμα επιμήκεις
ογκόλιθοι <<φορμηδόν>> τοποθετημένοι, οι οποίοι εξασφαλίζουν τον
εγκιβωτισμό του τείχους (boutisses de chainage) και εμποδίζουν την
απόκλιση των πλευρικών τοιχωμάτων.
Εκτός από τις τοιχοποιίες που προέκυψαν από τις μεταγενέστερες
επισκευές στο κάστρο ³³ και οι οποίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της
μελέτης μας, παρατηρούνται τα εξής συστήματα δόμησης: α) το πολυγωνικό
(Σχέδ. 4), β) το ακανόνιστο τραπέζιο (Πίν. 51 α) και γ) το
ψευδοϊσόδομο τραπέζιο (Πίν. 51 β-52 α).





α) Πολυγωνικό ³⁴ . Συναντάται κατά τόπους στην εσωτερική παρειά του
τείχους της ακρόπολης και του ανατολικού μακρού σκέλους, καθώς και
στις εξωτερικές παρειές και των δύο μακρών σκελών. Οι ογκόλιθοι είναι
πολυγωνικοί, με αδρά επεξεργασμένες προσόψεις, όπως συνηθίζεται στον
4ο αι. π.Χ. ³⁵ , ακατέργαστες πίσω όψεις και λεία πλαϊνά τοιχώματα,
που εξασφαλίζουν αυστηρή αρμογή στο σύνολο. Η ντόπια ασβεστολιθική
πέτρα κόβεται εύκολα σε πολυγωνικά σχήματα, και κατ’ αυτό τον τρόπο
επιτυγχάνεται οικονομία εργασίας. Η επιλογή αυτού του συστήματος
δόμησης πρέπει να έγινε επίσης για αισθητικούς και για τεχνικούς
λόγους. Η πολυγωνική τοιχοδομία εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη συνοχή στο
τείχος ³⁶ . Το βασικό μειονέκτημα, τα προβλήματα ολίσθησης,
εξουδετερώνεται με την ταυτόχρονη χρησιμοποίηση του τραπεζιόσχημου
συστήματος, ενισχυμένου από την ύπαρξη οριζοντίων και καθέτων
οδοντώσεων (decrochements)³⁷ .
β) Τραπεζιόσχημο ακανόνιστο ³⁸. Η διευθέτηση αυτή των λίθων
παρουσιάζεται και στις δύο παρειές του κυρίως τείχους της ακρόπολης,
καθώς και στα δύο μακρά σκέλη. Οι μεγάλων διαστάσεων ογκόλιθοι καμιά
φορά είναι ορθογώνιοι κυρίως όμως παρουσιάζουν πλάγιους αρμούς και
έντονες οδοντώσεις. Οι επιφάνειες των λίθων, όπως και στο πολυγωνικό
σύστημα, είναι αδρά πελεκημένες και παρουσιάζουν τη χαρακτηριστική για
τον 4ο αι. π.Χ. βαθιά λάξευση στους αρμούς (σχήματος V και βάθους 0,05
μ.) ³⁹ , που τους προστατεύει από τα κτυπήματα των λιθοβόλων και
αποκλείει τη σχάση της τοιχοποιίας ⁴⁰ .
γ) Τραπεζιόσχημο ψευδοϊσόδομο ⁴¹ . Παρατηρείται στις ανωδομές της
νότιας πτέρυγας της ακρόπολης. Παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με το
πλευρώνιο λεγόμενο σύστημα δόμησης ⁴² , που συναντάται και σε άλλα
ακαρνανικά τείχη, όπως σε αυτό της Κεχροπούλας ⁴³ .



Ανωδομές-κάλυψη του τείχους


Μέχρι σήμερα το μοναδικό στοιχείο που διαθέτουμε για την απόληξη των
τειχών, βρίσκεται στο ανατολικό μακρό τείχος. Πρόκειται για δύο
ογκολίθους με ελαφρά προεξοχή, τετράγωνης διατομής (0,10-0,11 μ.) στην
άνω εξωτερική ακμή (parapet) ⁴⁴ . Οι έντονες υψομετρικές διαφορές μας
οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα μακρά τείχη έφεραν ανοικτό παραπέτασμα
(εξωτερική λίθινη παρειά ψηλότερη). Δε γνωρίζουμε εάν υπήρχαν επάλξεις
(couverture crénélée) ή συνεχές παραπέτασμα διακοπτόμενο από παράθυρα
⁴⁵.
Στην ακρόπολη τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα. Δε διαθέτουμε
κανένα στοιχείο για τις ανωδομές. Ο μεγάλος αριθμός σπασμένων
κεραμίδων πιθανώς υποδεικνύει την ύπαρξη στεγασμένου διαδρόμου κατά
μήκος των τειχών (κεραμοσκεπής στέγη) ⁴⁶.



Πύργοι


Όπως και στα μεταπύργια, έτσι και στους σωζόμενους στην ακρόπολη
πύργους, παρατηρούνται μεταγενέστερες των αρχαίων χρόνων επισκευές.
Επαναχρησιμοποιημένο αρχαίο δομικό υλικό, καθώς και χονδρολαξευμένοι
μικρότεροι λίθοι, δομημένοι με κονίαμα και κεραμεική, αποτελούν την
επιδερμίδα των πύργων που συναντάμε κυρίως στη δυτική και τη νότια
πτέρυγα της ακρόπολης. Το εσωτερικό είναι γεμάτο με λιθόδεμα.
Οι αρχαιότερες κατασκευές, που μας ενδιαφέρουν, σώζονται σε μικρό
ύψος. Ορθογώνιοι ογκόλιθοι διατομής τραπεζίου διευθετημένοι σύμφωνα με
το ψευδοϊσόδομο τραπεζιόσχημο σύστημα δόμησης, περικλείουν γέμισμα από
χώμα και λιθοθραύσματα. Οι εξέχουσες γωνίες των, τονίζονται από τη
χαρακτηριστική λεπτή, λεία ταινία εκατέρωθεν της ακμής, πάχ. 0,04-0,06
μ. (feuillure d’ angle), που πρωτοεμφανίζεται στα τέλη του 5ου αι.
π.Χ. και συνηθίζεται έως και τους ελληνιστικούς χρόνους (Πίν. 52
β-53)⁴⁷ .
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι πύργοι της ακρόπολης, εκτός από ένα, με
τον οποίο δε θα ασχοληθούμε, επειδή δεν έχει ερευνηθεί, και εκτός από
το ανατολικό μακρό σκέλος, είναι ορθογώνιας διατομής. Ανάλογα με τη
θέση τους, ως προς τα μεταπύργια, κατατάσσονται σε χαρακτηριστικές
κατηγορίες:



Ι. Πύργοι προεξέχοντες του τείχους
α) εφαπτόμενοι της εξωτερικής παρειάς (Σχέδ. 5, η, θ),
β) εφαπτόμενοι της εξωτερικής παρειάς του τείχους (Σχέδ. 5, δ, ζ).
ΙΙ. Πύργοι προεξέχοντες εκατέρωθεν του τείχους (Σχέδ. 5, α, β, γ, ε).
ΙΙΙ. Πύργοι ανεξάρτητοι του τείχους (Σχέδ. 5, ι). Αυτή η Τρίτη,
ξεχωριστή κατηγορία, χαρακτηριστική των χρόνων του Φιλίππου και του
Αλεξάνδρου ⁴⁸ , παρατηρείται στις γωνίες της οχύρωσης (Σχέδ. 3). Οι
πύργοι είναι πλάγια τοποθετημένοι σε σχέση με τον κύριο άξονα των
μεταπυργίων (tour en biais).



Πύλες


Το πλάτωμα της ακρόπολης επικοινωνεί με την εξωτερική περιοχή με μια
κύρια είσοδο και τρεις πυλίδες με οριζόντια υπέρθυρα. Η κύρια πύλη
βρίσκεται στη δυτική πτέρυγα ανάμεσα σε δύο ορθογώνιας διατομής
πύργους. Σήμερα, είναι χωμένη κάτω από έντονη λιθορριπή και επίχωση
(Σχέδ. 6 α). Από τις δύο πυλίδες που διακόπτουν τη βορεινή πτέρυγα, η
πρώτη ακολουθεί την ενδεδειγμένη για εισόδους κάστρων θέση• βρίσκεται
στα Δ. του πύργου της ανατολικής γωνίας της οχύρωσης ⁴⁹ (Σχέδ. 6 β).
Η δεύτερη σώζεται σε μικρή απόσταση από το μεσαίο πύργο και στο
εσωτερικό βγάζει κατευθείαν στον περίδρομο του τείχους. Η Τρίτη πυλίδα
βρίσκεται στην ανατολική πτέρυγα. Είναι σήμερα αποκλεισμένη από τους
πεσμένους ογκολίθους της ανωδομής (Σχέδ. 6 γ). Προς το εσωτερικό
προστατεύεται από ένα πειόσχημο τοιχάριο ⁵⁰ .



Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για τη χρονολόγηση της οχύρωσης είναι οι
πυλίδες των δυο μακρών σκελών. Στο δυτικό μακρό σκέλος συναντάμε δύο
πλάγιες πυλίδες με οριζόντια υπέρθυρα (portes biaises) ⁵¹. Η νοτιότερη
και πλησιέστερη προς την ακρόπολη είναι ιδιαίτερα κατεστραμένη και
κλειστή από τις επιχώσεις που δημιουργήθηκαν με την πάροδο του χρόνου
και την κατασκευή του δρόμου, που ενώνει το κάστρο με την εθνική οδό.
Η βόρεια, η παράκτια πύλη του κάστρου, βρίσκεται σε κατοικημένη
περιοχή της σύγχρονης Αμφιλοχίας. Έχει οριζόντιο υπέρθυρο και είναι
επίσης αποκλεισμένη στα Α. από μπάζα οικοδομών (Σχέδ. 7 α, β) Στο
ανατολικό μακρό σκέλος αναφέρονται από τον L. Heuzey ⁵² τρεις πυλίδες
με τοξωτά υπέρθυρα. Εντοπίσαμε μόνο δύο από αυτές (Πίν. 55-56).



Η πρώτη, προς Ν. είναι τειχισμένη από την αρχαιότητα, πιθανώς για
λόγους αμυντικούς. Έχει δίλιθο υπέρθυρο, με ελαφρά χαμηλότερο του
ημικύκλιου τόξο ⁵³ και οριζόντιο υπέρθυρο προς το εσωτερικό του
τείχους. Το ίδιο ισχύει και με την καλοδιατηρημένη βόρεια τοξωτή πύλη.



Ο τύπος αυτός του λίθινου ημικυκλικού τόξου απαντά από το β ´ μισό του
5ου αι. π.Χ. είναι συνήθης στις ακαρνανικές οχυρώσεις ( Οινιάδαι,
Στράτος, Μητρόπολις, Πλευρών, Κόροντα, Κομπωτή) ⁵⁴ και το βρίσκουμε
είτε ως μονόλιθο ή ως δίλιθο υπέρθυρο, είτε ως σύνθεση τριών ή
περισσοτέρων τραπεζιόσχημων λίθων.



Τοπογραφία


Η τοποθεσία της ακρόπολης αποτέλεσε το έδρανο μιας ατείχιστης μέχρι
τους χρόνους του Πελοποννησιακού πολέμου κώμης. Αν και οι αλλεπάλληλες
καταστροφές και οι συνεχείς επιχώσεις έχουν ερειπώσει και καλύψει τα
μνημεία, έχουν ήδη εντοπισθεί πολλά από αυτά.
Οι ανάγκες σε νερό των κατοίκων καλύπτονταν από δύο απιόσχημα
λαξευμένα μέσα στο βράχο πηγάδια. Έχουν επίσης εντοπιστεί πέντε
υδατοδεξαμενές ορθογώνιας διατομής, πιθανώς θολοσκεπείς, επιχρισμένες
εσωτερικά με ρόδινο υδραυλικό κονίαμα.
Από αρχιτεκτονικά μνημεία έχουν εντοπισθεί υπολείμματα οικίας (Σχέδ.
3, αριθ. 3), ημικυκλικού κτίσματος (Σχέδ. 3, αριθ. 4), μικρότερης
ορθογώνιας οικοδομής (Σχέδ. 3, αριθ. 5), των οποίων οι τοίχοι
αποτελούνται από πολυγωνικούς ογκολίθους όμοιους με αυτούς των τειχών.
Επίσης, ορθογωνιόσχημο επίμηκες κτίσμα, το οποίο ορίζεται από τοίχους
με ορθογώνιους ογκολίθους στα δυτικά και μικρότερους λίθους δομημένους
με κονίαμα.
Από τις μετέπειτα επεμβάσεις στο χώρο ευδιάκριτη είναι μια τετράχωρη
μεσαιωνική οικία ιδιαίτερα κατεστραμένη (Σχέδ. 3, αριθ. 6).
Ελπίζουμε η συνέχιση των εργασιών να αποφέρει περισσότερες πληροφορίες
για την αρχαία αυτή πόλη και γενικότερα για την ιστορία της
Ακαρνανίας.



L’ ANTIQUE LIMNAIA


L’acropole de Limnaia qui se trouve au S.E. de la ville d’
Amphiliochia fut identifiée pour la première fois le siècle dernier
par des voyageurs français et anglais.
Selon Thucidide, la petite cité antique était un bourg non fortifié de
l’ Acarnania jusqu’ à l’époque de la guerre du Péloponnèse. Détruite
en 429 av. J. –C. par les Spartiates fut reconstruite et protegée des
murailles hautes comme nous l’apprend par la suite Polybe dans son
récit de l’expedition de Philippe V en Etolie (219 av. J. –C.). Pour
l’époque médievale on identifie Limnaia au château de Valtos que Jean
Cantacuzène mentionne au XIV e s. Au XVIIIe s. le site fortifié est de
nouveau habité.
Le dispositif de défense de cette acropole est formé d’un rempart qui
entoure un polygone irrégulier, en suivant la ligne de crête
péripherique de la colline. Son organisation défensive est appuyée sur
un systeme des tours et des redans. De cette enceinte principale
partent deux longs murs, qui descendent jusqu’ à la mer, en se
rapprochant l’un de l’autre. Ce systeme de défense sécondaire assure
la communication de l’acropole avec le mouillage qui se trouve au fond
de la baie d’Amphilochia.
N. SARAGA



Φωτογραφίες από το αρχαίο αυτό κάστρο μπορείτε να δείτε στα
www.panoramio.com και google earth χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο
σύνδεσμο.
http://www.panoramio.com/user/309044/tags/%CE%9B%CE%B9%CE%BC%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%B1

Τα τοπογραφικά σχέδια εκπόνησε ο Ευθύμιος Αυγούλης.
1. Κ. Α. Ρωμαίος, Ανά την Ακαρνανίαν, ΑΔ 4 (1918), Παράρτημα, σ. 107.
2. D. Noack, Reisen über Ätolien und Akarnanien, AA (1916), σ. 215.
3. Κ. Συριόπουλος, Προϊστορία της Στερεάς Ελλάδος, Αθήναι 1968, σ. 8.
4. L. Heuzey, Le mont Olympe et l’ Acarnanie, Paris 1860, σ. 319-328.
5. W. Leake, Travels in Northern Greece τ. III, 1835, σ. 243-244.
6. F. C. M. L.Pouqueville, Voyage de la Grèce τ. ΙΙΙ, Paris 1826, Χ,
σ. 460-461.
7. C. Bursian, Geographie von Griechenland, τ. Ι, Leipzig 1862, σ. 111.
8. E. Oberhummer, Akarnanien, Ambrakia, Amphilochien, Leukas im
Altertum, München 1887, σ. 37-38.
9. C. Neumann – J. Partsch, Physikalische Geographie von Griechenland
mit besonderer Rücksicht auf des Altertum, Breslau 1885, σ. 159.
10. Ο υδρογραφικός ορίζοντας της περιοχής έχει υποχωρήσει αισθητά τις
τελευταίες δεκαετίες. Κατά την αρχαιότητα η λίμνη πρέπει να έφθανε
στις παρειές του λόφου της Λιμναίας.
11. ΙΕΕ, τ. ΓΙ, σ. 158. Γ. Φερεντίνος, Ιστορία της Ακαρνανίας, 1987, σ. 129.
12. ΙΕΕ, τ. Γ1, σ. 194. Γ. Φερεντίνος, ό.π., σ. 130-132.
13. ΙΕΕ, τ. Γ1, σ. 124, 158.
14. Γ. Φερεντίνος, ό.π., σ. 137-144. Θουκυδίδης ΙΙΙ, 102.
15. Θουκυδίδης ΙΙΙ, 103104. ΙΕΕ, τ. Γ1, σ. 209-210.
16. ΙΕΕ, τ. Γ1, σ. 379-380.
17. Ξενοφών, Ελλ. Δ, 6, 6.
18. ΙΕΕ, τ. Δ, σ. 383, 391, 473.
19. ΙΕΕ, τ. Δ, σ. 390, 391. Γ. Φερεντίνος, ό.π., σ. 207.
20. ΙΕΕ, τ. Δ, σ. 420.
21. ΙΕΕ, τ. Δ, σ. 425, 426.
22. Γ. Φερεντίνος, ό.π., σ. 286, Γ. Κατωπόδης, Αρχαία Ακαρνανία, Αγρίνιο 1987.
23. ΙΕΕ, τ. Ε, σ. 216-218.
24. BCH LXXIX (1954-56): Chroniques, σ. 137.
25. L. Heuzey, ό.π., σ. 326.
26. Cantacuzeni Historiarum II, 34, σ. 510.
27. L. Heuzey, ό.π., σ. 326.
28. R. Martin, Les enceintes de Gortys d’ Arcadie, BCH LXXI-LXXII
(1947-48), σ. 88.
29. Yv. Garlan, Problèmes de la guerre en Grèce ancienne, Civilisation
et Societés 11, 24. Ο ίδιος, Recherches dans la poliorcétique grecque,
1974, σ. 151, 245, 246. R. Scranton, Greek Walls, Cambridge 1941, σ.
149-154. F. Winter, Greek Fortifications, Toronto 1971, σ. 102-103. Ο
ίδιος, The Indented Trace in Later Greek Fortifications, AJA 75
(1971), σ. 42, σημ. 2. R. Martin, BCH LXXI-LXXII (1947-48).
30. Yv. Garlan ό.π., σ. 192, 256, 354. J. Adam, L’ architecture
militaire grècque 1982, σ. 93. Philon, Bélopoiika, A, 9. Texte,
traduction, commentaire dans Yv. Garlan, Recherches de poliotcétique
grecque, ό.p.
31. L. Heuzey, ό.π., πίν. V.
32. Yv. Garlan ό.π., σ. 199. R. Martin, BCH LXXI-LXXII (1947-48), σ.
120-121. Α. Κ. Ορλάνδος – Ι. Ν. Τραυλός, Λεξικό αρχαίων αρχιτεκτονικών
όρων, Αθήνα 1986, σ. 99. R. A. Tomlinson, Emplekton Masonry and Greek
Structura, JHS 81 (1961), σ. 133-140. Βιτρούβιος, II, 8, 7.
33. Οι μεταγενέστερες επισκευές στο χώρο, παρουσιάζονται ως
τοιχοδομίες από μικρούς ορθογώνιους λίθους με ελαφρά προεξέχουσες
επιφάνειες, και με ακατέργαστους λίθους, ασβεστοκονίαμα και όστρακα.
34. Α. Ορλάνδος, Τα υλικά δομής των αρχαίων Ελλήνων, τ. II, Αθήναι
1955-56, σ. 248, 259.
35. Yv. Garlan ό.π., σ. 199-200. R. Martin, BCH LXXI-LXXII
(1947-48), σ. 122, 127.
36. Α. Ορλάνδος, ό.π., σ. 261.
37. R. Martin, BCH LXXI-LXXII (1947-48), σ. 124-125.
38. R. Martin, Manuel d’ architecture grècque, τ. Ι: Materiaux et
technique, Paris 1965. A.Ορλάνδος, ό.π., σ. 218-219. R. Scranton,
ό.π., σ. 170-174. J.Adam, ό.π., σ. 27.
39. A.Ορλάνδος, ό.π., σ. 214-215, 221.
40. R. Martin, BCH LXXI-LXXII (1947-48), σ. 123, 124, J.Adam, ό.π., σ. 24-25.
41. J.Adam, ό.π., σ. 27. A.Ορλάνδος, ό.π., σ. 227.
42. A.Ορλάνδος, ό.π., σ. 221. R. Martin, Manuel, ό.π., σ. 383.
43. A.Ορλάνδος, ό.π., σ. 218-219, F.Winter, ό.π., σ. 94. R. Martin,
Manuel, ό.π., σ. 380.
44. R. Martin, BCH LXXI-LXXII (1947-48), σ. 114-115.
45. Yv. Garlan, ό.π., σ. 344.
46. R. Martin, BCH LXXI-LXXII (1947-48), σ. 134-135.
47. R. Martin, BCH LXXI-LXXII (1947-48), σ. 90, 416-419. J.Adam,
ό.π., σ. 3. A.Ορλάνδος, ό.π., σ. 259.
48. Yv. Garlan, Problèmes, ό.π., σ. 248. J.Adam, ό.π., σ. 49. R.
Martin, BCH LXXI-LXXII (1947-48), σ. 118, 134-135. Philon, Bélopoiika,
V I, 3, Texte traduction et commentaire dans Yv. Gerlan, Recherches,
ό.π., σ. 79.
49. Philon, Bélopoiika, A 82, 14-22 και V I, 33, ό.π.
50. Βλ. υποσημ. 30.
51. Philon, Bélopoiika, A 82, 14-22 στο Y. Garlan, Recherches, ό.π.,
J.Adam, ό.π., σ. 93. F.Winter, ό.π., σ. 260. Yv. Garlan, Recherches,
ό.π., σ. 355.
52. L. Heuzey, ό.π., σ. 323-325.
53. A.Ορλάνδος, ό.π., σ. 336.
54. A.Ορλάνδος, ό.π., σ. 332-337, 340-341. Χ. Μπούρας, Μαθήματα
ιστορίας αρχιτεκτονικής, τ. 1, Αθήνα 1980, σ. 189. J. Adam, ό π., σ.
100. Ο ίδιος, Les voûtes et arcs clavés, Dossiers de l’ archéologie,
25 (1971), σ. 88.

Δεν υπάρχουν σχόλια: