Καρίτσα
Η Καρίτσα (Τοπική Κοινότητα Καρίτσης - Δημοτική Ενότητα ΖΙΤΣΑΣ), ανήκει στον δήμο ΖΙΤΣΑΣ της Περιφερειακής Ενότητας ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα “Καλλικράτης”.
Η επίσημη ονομασία είναι “η Καρίτσα”. Έδρα του δήμου είναι η Ελεούσα και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου.
Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο “Καποδίστριας”, μέχρι το 2010, η Καρίτσα ανήκε στο Τοπικό Διαμέρισμα Καρίτσης, του πρώην Δήμου ΖΙΤΣΑΣ του Νομού ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ.
Η Καρίτσα έχει υψόμετρο 580 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 39,7324922174 και γεωγραφικό μήκος 20,6610170629. Οδηγίες για το πώς θα φτάσετε στην Καρίτσα θα βρείτε εδώ.
Το τοπωνύμιο αναφέρεται από τον Αραβαντινό με τον τύπο Καρίτζα δηλαδή «μικρή κάρα» και από τον Λαμπρίδη με τον τύπο Καρύτσα που το {υ}δηλώνει τη συσχέτισή του με την «καρυδιά». Ο Οικονόμου πιστεύει ότι τοτοπωνύμιο πρέπει να αποδοθεί ή από το σλαβικό koryto «η σκάφη, η κοίτη» ή από το σλαβικό garъ < ρ.goreti «καίω». Σύμφωνα με τον Μπέττη το όνομα είναι σλαβικό καθώς σχετίζεται με τη λέξη ΚΑΡΑ , που σημαίνει ποινή ή τιμωρία.
Από τα αρχαιότερα χωριά της περιοχής καθώς κατά την εποχή της κατάκτησηςτου 1430 ευνοήθηκε μαζί με τους Ζαγορισίους από τους κατακτητές του Σινάν πασιά για εκδουλεύσεις που όρισε ο ίδιος, οι κάτοικοί του, κατά το Χρονικό της Βοτσάς,να στέλνουν κάθε χρόνο αριθμό ανδρών, για ένα περίπου μήνα, για την φροντίδα και επιμέλεια των αλόγων και αμαξών του αυτοκρατορικού στρατού. Ο αριθμός των Βοϊνίκηδων ανδρών, ανέρχονταν κατά τα έτη 1621-1631 σε 822 από τους οποίους οι 273 ήταν Καριτσιώτες. Πριν από το 1690 καταργήθηκε αυτή η αποστολή και οικάτοικοι υποχρεώθηκαν να καταβάλουν πλέον φόρο «δι άσπρων κατ’ αποκοπήν» Ο φόρος μέχρι το 1693 ανέρχονταν συνολικά σε άσπρα 86000 από τα οποία 26000 ήταν της Καρίτσας.
Δήμος Ζίτσας
Η Ζίτσα ιδρύθηκε τα τέλη του Μεσαίωνα πιθανότατα λίγο πριν ή μετά το ξεκίνηματου 15ου αιώνα. Η πρώτη αναφορά σε αυτήν γίνεται στο Χρονικό των Ιωαννίνων, σε γεγονότα του έτους 1382, δεν γίνεται όμως σαφές από τα συμφραζόμενα εάν πρόκειται για αμυντική θέση ή ήδη ιδρυμένο χωριό. Για την προέλευση της ονομασίας έχουν διατυπωθεί οι εξής θεωρίες: Ελληνική, κατά τον Λαμπρίδη. Σύμφωνα με τον τοπικό θρύλο που αφηγείται ότι πρώτη οικίστρια του χωριού ήταν μια κοπέλα ονόματι Ζωίτσα. Ο Οικονόμου όμως, επιμένει ότι είναι σλαβική (όπως πολλά ακόμα υστερομεσαιωνικά τοπωνύμια της Ηπείρου) και σήμαινε ψυχή ή κατ άλλους σύνορο. Υποστηρίζει ότι όταν χτίστηκε η κωμόπολη δεν ήταν κατακτητές οι Σλάβοι, αλλά ο λόφος στον οποίο βρίσκεται σήμερα το μοναστήρι του Αι-Λια είχε πάρει το σλαβικό τοπωνύμιο Ζίτσα και εφόσον οι μέτοικοι ήρθαν και έχτισαν το καινούργιο τους χωριό στους πρόποδες του λόφου αυτού, του έδωσαν την υπάρχουσα ήδη ονομασία του. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται καιαπό το γεγονός ότι στη Σερβία υπάρχει μοναστήρι με το ίδιο όνομα κοντά στα Σκόπια.. Εκεί μάλιστα είχε στεφτεί βασιλιάς ο Στέφανος Δουσάν, ιδρυτής του οίκου που εξουσίαζε το Δεσποτάτο της Ηπείρου στο β΄ μισό του 14ου αιώνα. Και οVasmer συνδέει το όνομα με το σερβοκροατικό Ziçe. Και υπάρχει και η τουρκική εκδοχή, από τη λέξη şişa (φιάλη, παγούρι).
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Επί Τουρκοκρατίας (1430-1913) η Ζίτσα αναδείχθηκε στο κεφαλοχώρι των Κουρεντοχωρίων, όπως ονόμαζαν οι Οθωμανοί την ευρύτερη περιοχή. Σε αντίθεση με τις συνήθειες της οθωμανικής φεουδαρχίας ουδέποτε υπήρξε ιδιωτική κτήση: Από το 1430 έως το 1788 ήταν υπό την προστασία της βαλιδέ σουλτάνας, ημητέρα του εκάστοτε σουλτάνου, ενώ στη συνέχεια αφιερώθηκε στα καθιδρύματα της Μέκκας μέχρι την απελευθέρωση. Ο «σαλναμές» του βιλαετίου Ιωαννίνων για το οικονομικό έτος 1311 (Μάρτιος 1895 ως Φεβρουάριος 1896), όπου διασώζεται η τελευταία αναλυτική απογραφή της οθωμανικής περιόδου, αποτυπώνει για τη Ζίτσα την εικόνα μιας ακμάζουσας κοινότητας με 260 «χανέδες» (οικογένειες) και συνολικά1.472 κατοίκους. Αυτό οφείλεται στη στρατηγική της θέση, η οποία εξασφάλιζε τόσο την ασφαλή επικοινωνία των Ιωαννίνων με το Πωγώνι και τη Βόρεια Ήπειρο, όσο και ανεμπόδιστη παρατήρηση μεγάλου κομματιού της Θεσπρωτίας. Η κομβική θέση κι η ανάπτυξη της αμπελουργίας συντέλεσαν στη δημιουργία ενός αστικού - εμπορικού στρώματος που δραστηριοποιήθηκε στα Βαλκάνια και ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου. Παράλληλα τα μοναστήρια Προφήτη Ηλία και Πατέρων διαθέτοντας μετόχια σε Ρουμανία και Ρωσία χρηματοδοτούσαν τις σπουδές πολλών ντόπιων σε πανεπιστήμια καθώς και την ίδρυση σχολείων εντός του χωριού.Από αυτά προήλθαν προσωπικότητες όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Α΄,ο μητροπολίτης Ουγγρο-βλαχίας Δοσίθεος Φιλίτης ή ο εθνεγέρτης ιατρός Δημήτριος Νικολίδης. Η ακμή των μοναστηριών και συνάμα η εκπαιδευτική δραστηριότητά τουςδιακόπηκε στα μέσα του 18ου αιώνα, αλλά το κενό αναπληρώθηκε σύντομα υπό τηνεπίδραση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και χάρη σε σειρά δωρεών από Ζιτσαίουςτης διασποράς. Σύμφωνα με την παράδοση, το 1764 οι κάτοικοι ίδρυσαν νέοελληνικό σχολείο, το λεγόμενο Δασκαλειό, κατόπιν παραίνεσης του Κοσμά τουΑιτωλού. Η εικόνα του Αγίου Κοσμά στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία Στο πρώτο μισό του 19 αι ο Κωνστάντιος Φιλίτης τότε επίσκοπος ΒουζαίουΡουμανίας και ανηψιός του Δοσιθέου, δώρισε αρκετές χιλιάδες γρόσια από τηνπροσωπική του περιουσία για να ιδρυθεί βιβλιοθήκη και σχολείο, ορίζονταςμάλιστα να μη διδάσκεται μόνο η «παλιά» αλλά και η «νέα Ελληνική γλώσσα» Το παλιό Δημοτικό Σχολείο Το 1872 ο ευεργέτης Δημήτριος Φιλίτης μετέτρεψε το σπίτι του στη Ζίτσα σεΠαρθεναγωγείο. Εκεί τα κορίτσια μάθαιναν εκτός από τα στοιχειώδη γράμματα(τετρατάξιο Δημοτικό) και υφαντική. Την επίβλεψη και φροντίδα της σωστήςλειτουργίας του την ανέθεσε με τη διαθήκη του, στο σύλλογο διάδοσης των Ελληνικών γραμμάτων, που είχε έδρα στην Αθήνα. Ο σύλλογος αυτός διαχειρίζονταν το κληροδότημά του και διόριζε το διδακτικό προσωπικό. Το Παρθεναγωγείο λειτούργησε στο σπίτι του Φιλίτη μέχρι το 1905. Κι εδώ λόγου της αδιαφορίας των επιτρόπων το κτίριο ερειπώθηκε. Λειτουργούσε μέχρι το 1923 με ενοίκιο σε διάφορα σπίτια της Ζίτσας. Τότε ξαναέγινε μικτό το δημοτικό σχολείο, οπότε καταργήθηκε το Παρθεναγωγείο. Τα χρήματα έγιναν ακόμα περισσότερα όταν ο Δοσίθεος απεβίωσε και όρισε τον Κωνστάντιο εκτελεστή της διαθήκης του. Το έργο τους συνέχισε ο ΑναστάσιοςΦιλίτης ο οποίος επιπλέον κληροδότησε στη Ζίτσα και τα Ιωάννινα 300.000 φράγκα για τη σύσταση υποτροφιών. Το 1884 ο Αναστάσιος Φιλίτης όρισε με διαθήκη του να δοθούν από τους εκτελεστές της 85 χιλιάδες φράγκα στο«Σύλλογο προς διάδοσιν των Ελληνικών γραμμάτων» στην Αθήνα, ο οποίος έπρεπε να χορηγεί υποτροφίες για σπουδές φτωχών και επιμελών παιδιών από τη Ζίτσα.Έδωσε το δικαίωμα στην κοινότητα να επιβλέπει, αν τηρούνται όλα όπως τα ήθελε.Στους εκτελεστές της διαθήκης του, άφησε 600 καισαροβασιλικά φλουριά, για να αγοραστεί ένα ακίνητο στα Γιάννινα, του οποίου το εισόδημα θα χρησίμευε για τη λειτουργία των σχολείων της Ζίτσας. Το ακίνητο όμως δεν αγοράστηκε, επειδή οιεκτελεστές έκριναν ότι ήταν καλύτερα να καταθέσουν το ποσό αυτό στην τράπεζα. Από τους πόρους των κληροδοτημάτων των ευεργετών πληρώνονταν οι μισθοί των δασκάλων και μοιράζονταν στους μαθητές, ντόπιους και ξένους δωρεάν τα σχολικά βιβλία και η γραφική ύλη. Το 1939 με δαπάνη των κληροδοτημάτων του Αναστασίου και Δημητρίου Φιλίτη,χτίστηκε το νέο κτίριο του Δημοτικού σχολείου, κοντά στην εκκλησία των Ταξιαρχών. Το νέο Δημοτικό ΣχολείοΤο κτίριο δεν μπόρεσε τότε να ολοκληρωθεί, εξαιτίας του πολέμου που ακολούθησε.Μετά τον πόλεμο, επειδή τα κληροδοτήματα αυτά εκμηδενίστηκαν, τη δαπάνη γιατην αποπεράτωση του σχολείου, την ανέλαβε το κράτος. Το αρχικό σχέδιο ήταν νασυστεγαστεί στο κτίριο αυτό και η Αστική Σχολή, έτσι ονομάζονταν τα Ημιγυμνάσια. Συγχρόνως να γίνουν αίθουσες τελετών, σχολικός κινηματογράφος κ.λ.π. Στο κτίριο αυτό σήμερα στεγάζεται το Δημοτικό σχολείο και το Νηπιαγωγείο.Από τα κεφάλαια του κληροδοτήματος του Αναστασίου Φιλίτη απέμεινε ένα μέρος,το οποίο αποφέρει ένα ετήσιο εισόδημα. Ο Σύλλογος που είναι υπεύθυνος για το κληροδότημα αυτό, επιδοτεί Ζητσιώτες φοιτητές.Το Ελληνικό Σχολείο συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1935. Από το 1935-1940στεγάστηκε στο σπίτι «Σακκά», που το είχε αγοράσει και διασκευάσει για το σκοπόαυτό η επιτροπή του κληροδοτήματος Δημ. Ζησταίου. Στην περίοδο της δικτατορίαςΜεταξά τα Ελληνικά Σχολεία, πήραν το όνομα « Αστικαί Σχολαί».Στα χρόνια της Ιταλογερμανικής κατοχής η λειτουργία της Αστικής Σχολήςσταμάτησε. Οι κάτοικοι έκαναν έρανο για να μαζευτούν χρήματα, ώστε να ξαναλειτουργήσει η Σχολή, αφού έβλεπαν ότι το κράτος δεν τους βοηθούσε. Οι σχολές μετονομάστηκαν σε Ημιγυμνάσια. Σαν Ημιγυμνάσιο λειτούργησε μέχρι το 1963. Την άλλη χρονιά έγινε κρατικό, και λειτούργησε με τρεις τάξεις. Τα Ημιγυμνάσια λειτουργούσαν με δυο τάξεις. Το Γυμνάσιο στεγάστηκε σε ιδιωτικά οικήματα γιατί η οικία «Σακκά», είχε ερειπωθεί κατά ένα μέρος στην κατοχή. Το υπόλοιπο αποτελείωσαν οι ίδιοι οι κάτοικοι μετά την απελευθέρωση. Μέχρι τότε η Ζίτσα με τα εκπαιδευτήρια που είχε και τις υποτροφίες που έδιναν κάποιοι ευεργέτες, αριθμούσε πολλούς γραμματισμένους και επιστήμονες. Σε όλη την Ήπειρο είχε αποχτήσει το όνομα του πιο μορφωμένου και ανεπτυγμένου χωριού.Σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων το 1956 το γυμνάσιο στεγαζόταν στο σπίτι του Γεωργίου Αυγέρη. Αργότερα για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο Πνευματικό Κέντρο και μετά το 1962 στην Οικία Λιάκου, που βρίσκεται πίσω από το ξενοδοχείο Καλλιθέα. Σήμερα είναι ξυλουργείο. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει επίσης στον Αναστάσιο Γουδίνο, έμπορο που δραστηριοποιείτο στη Βλαχία και άφησε με τη διαθήκη του έξιχιλιάδες καισαροβλαχικά φλουριά. στα σχολεία της Ζίτσα. Η διαθήκη του Αν Γουδίνο Η επίσκεψη στη Ζίτσα περιγράφεται σε πολλά χρονικά δυτικοευρωπαίων πουπεριηγήθηκαν τα Ιωάννινα την εποχή του Αλή Πασά. Αναφέρονται ενδεικτικάοι Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ (1809), Τζον Κομπχάουζ, - Λόρδος Βύρων (1809) ΧένριΧόνλαντ (1813). Σίγουρα η πιο πολυτυπωμένη από αυτές τις επισκέψεις είναι τωνΚομπχάουζ και Βύρωνα, οι οποίοι έμειναν δύο ημέρες στον Προφήτη Ηλία. Ο μεν πρώτος κατέγραψε στο χρονικό του την άθλια κατάσταση που είχε επιβάλειστο μοναστήρι η εξουσία του Αλή Πασά, ο δε δεύτερος εντυπωσιάστηκε τόσο πολύαπ τη θέα, που εμπνεύστηκε μια στροφή απ το διάσημο ποίημα «Childe Harold» Το ποίημα που ακολουθεί αναφέρεται στη Ζίτσα: Ω Ζίτσα, από τον σύνδεντρο και φουντωτό σου λόφο χαριτωμένο και ιερό προβάλλει μοναστήρι. Εκείθε οπού και αν ρίξουμε το βλέμμα, επάνω, κάτω, τριγύρω μας, τι χρώματα κάθε λογής, τι τόποι με θέλγητρα μαγευτικά ξανοίγονται μπροστά μας! Βράχοι, ποτάμια και βουνά και δάση, απ΄ όλα πλήθος, και ένας γαλάζιος ουρανός δίνει αρμονία σ΄ όλα. Βύρων, Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ, XLVIII Απόδοση στα ελληνικά: Δημ. Σάρρος Το μοναστήρι του Αϊλιά της Ζίτσας είναι χτισμένο στην κορυφή του ομώνυμουλόφου που υψώνεται πάνω από την κωμόπολη. Απ’ την κορυφή του η θέα είναιπερίβλεπτη και θελκτική ώστε ο Λόρδος Βύρων που το επισκέφτηκε το 1809 κιέμεινε δυο μέρες σ’ αυτό στις 12 και 13 Οκτωβρίου, καταμαγεύτηκε απ’ αυτή κιαφιέρωσε στο βιβλίο του «Ταξίδι του Χάρολντ» τον εξής υπέροχο ύμνο : «Ω Μοναστήρι της Ζίτσας! Ευτυχές και ιερόν άσυλον. Φθάσαντες στην υψηλήκαι κατάσκιο κορφή σου φέρομεν τα βλέμματά μας κάτω υπό τα πόδια μας,υπεράνω των κεφαλιών μας! Τι ποικιλία χρωμάτων αντάξια της Ίριδας! ... Αλλά και άλλοι πολλοί επίσημοι ξένοι, όπως ο αυτοκράτορας του ΜεξικούΜαξιμιαλιανός που επισκέφτηκε το μοναστήρι έμεινε κατάπληκτος από τη μαγευτικήτοποθεσία του λόφου κι εξέφρασε το θαυμασμό του γι’ αυτόν. Έγραψε μάλιστα στοντοίχο του δωματίου του μοναστηριού στο οποίο φιλοξενήθηκε τα παρακάτω λόγια : «Ω Ζίτσα ευτυχής όποιος είδε τάς φυσικάς σου καλλονάς, ευτυχέστερος όποιοςδύναται ν’ απολαμβάνει τα θέλγητρά σου, αι μαγευτικαί σου θέσεις φέρουν στησκέψη του ανθρώπου την ύπαρξη του Πλάστου». Το μοναστήρι σύμφωνα με πληροφορίες μεταφέρθηκε από τον αντικρινό λόφο τουΑϊλιά στη σημερινή του θέση το 1598 και σαν κτήτοράς του αναγράφεται στηνεντοιχισμένη πάνω απ΄ την είσοδο της εκκλησίας πλάκα ένας ιερομόναχος Αθανάσιος«ΕΠΙ ΕΤΟΥΣ SΡΣΤ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ».
Το μοναστήρι από την εποχή αυτή και στη συνέχεια έφτασε σε μεγάλη οικονομικήακμή κι απόχτησε πάρα πολλά κτήματα αγροτικά και αστικά. Οι κτιριακές τουεγκαταστάσεις ήταν τεράστιες. Στη μέση ήταν η εκκλησία στο όνομα του ΠροφήτηΗλία, η οποία σώζεται και σήμερα , είναι θολωτή κι αγιογραφημένη. Πάνω από τηνπόρτα που επικοινωνεί με το νάρθηκα μια επιγραφή φανερώνει πως «η Μονή ιστορήθη το 1658 αρχιερατεύοντας του Μητροπολίτου Ιωαννίνων Καλλίνικου μηνί Οκτωβρίου». Οι αγιογραφίες της είναι εξαιρετικές και δείχνει ότι ο ζωγράφοςείχε αρκετή φαντασία και τέχνη σπάνια και ζηλευτή. Δυστυχώς πολλών αγίων τα μάτια είναι λογχισμένα. Το βανδαλισμό τον έκαναν Τούρκοι στρατιώτες , από ένατούρκικο Σώμα στρατού που διασώθηκαν ύστερα από την πανωλεθρία που έπαθανστη Β.Δ Μακεδονία από Σέρβους στον πόλεμο του 1912 κι έφτασαν εδώπανικόβλητα και πεινασμένα, όπου και ξεχείμασαν στο Μοναστήρι και σε διάφοραάλλα σπίτια της Ζίτσας και της Πρωτόπαππας. Σε αρκετή απόσταση από την εκκλησία ήταν χτισμένα τα κελιά, περισσότερα απότριάντα, που την πλαισίωναν σε σχήμα Π. Το κτιριακό αυτό συγκρότημα ήταν διώροφο. Στο ισόγειο ήταν οι αποθήκες ( τα κελάρια όπως τα έλεγαν), τα θολωτάυπόγεια για τα κρασιά, οι κρυψώνες, οι ξυλαποθήκες και οι στάβλοι των φορτηγών ζώων. Στο απάνω πάτωμα ήταν αραδιασμένα τα κελιά που μπροστά τους είχαν μιαευρύχωρη κι απέραντη κρεβατιά από τη μια άκρη ως την άλλη, δυο δε σκάλες εξωτερικές πέτρινες σε αρκετή απόσταση η μία από την άλλη, εξυπηρετούσαν το ανεβοκατέβασμα. Στα κελιά έμενε ο ηγούμενος, 3-4 βοηθοί καλόγεροι, ο παπάς του μοναστηριού, τολοιπό προσωπικό (μάγειρας και βοηθός του, δυο κοπέλια, ο κελαρτζής, αποθηκάριος), οι περαστικοί που εύρισκαν εδώ άσυλο και ξημέρωναν και οι επίσημοι επισκέπτες που τα κελιά γι’ αυτούς ξεχώριζαν σε περιποίηση. Το μοναστήρι μετά το 1862 όταν έχασε πηγές εσόδων που προέρχονταν από τα Μετόχια που διατηρούσε στη Ρουμανία κ.α και από κακή διοίκηση άρχισε να πέφτει σε παρακμή. Το προσωπικό σιγά σιγά έφυγε και μόνο ένας παπάς μ’ έναν υπάλληλο έμειναν που συντηρούταν από τα λίγα γεώμηλα που εξακολουθούσαν να τους δίνουν οι ευσυνείδητοι μόνο από τους καλλιεργητές κι από τα μικρά ενοίκια που εισέπρατταν από τα κτήματα του μοναστηριού στα Γιάννενα. Στο τέλος έμεινε μόνο ο υπάλληλος που ονομάζονταν Δημήτριος Πανταζάκος ,ο «Μπασιαμήτρος» όπως τον έλεγαν στη Ζίτσα. Μετά τον ηρωικό θάνατο του Μπασιαμήτρου το μοναστήρι ορφάνεψε. Κανένας ιερομόναχος ή καλόγερος δεν ανέλαβε τη διοίκησή του. Η κοινότητα Ζίτσας διόρισε ένα λαϊκό Ζιτσιώτη για φύλακά του κι επειδή κι αυτή βρισκόταν σε οικονομική αδυναμία δεν μπόρεσε να προβεί σε καμία επισκευή των κτιρίων του και να λάβει τα στοιχειώδη ακόμα μέτρα για τη συντήρησή του. Κι έτσι χρόνο με το χρόνο τα κτίρια ερειπώθηκαν και σε λίγο καιρό το τεράστιο κτιριακό συγκρότημα των κελιών και το κτίριο που στεγάζονταν οι φούρνοι και τα μαγειρειά κατέρρευσαν. Σ’ αυτή τη θλιβερή κατάσταση βρίσκονταν το Μοναστήρι έως το 1930 οπότε όλα τα μοναστηριακά κτήματα περιήλθαν στον Ο.Δ.Ε.Π., ο οποίος τα διαχειρίζεται.Αυτή την περίοδο της μετάβασης της μοναστηριακής περιουσίας στον ΟΔΕΠ οι Ζιτσαίοι δεν την είδαν με καλό μάτι γι’ αυτό το έτος 1931 απέστειλαν την παρακάτω επιστολή , η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ στις 1/7/1931.Η εφημερίδα ΕΣΤΙΑ αναδημοσιεύει τακτικά θέματα που απασχόλησαν κατά καιρούς διάφορες πληθυσμιακές ομάδες ή φορείς. Έτσι και στο φύλλο της 1ηςΙουλίου 2011 αναδημοσίευσε άρθρο της που είχε δημοσιευτεί από την ίδια εφημερίδα την 1η Ιουλίου 1931 και αφορούσε τη διάλυση της Μονής του Προφήτη Ηλία, το οποίο και παραθέτουμε παρακάτω:“ΔΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΝ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΖΙΤΣΗΣ” Επιτροπή κατοίκων της Ζίτσης της Ηπείρου διαμαρτύρεται δια τηλεγραφήματος της δια την διάλυσιν της Ιστορικής Μονής του Προφήτου Ηλίου, εκ της οποίας εγαλουχήθησαν μεγάλοι ιεράρχαι και η οποία υπήρξεν, επί Τουρκοκρατίας, κέντρον εκπαιδευτικόν της Ηπείρου.Η Κοινότης Ζίτσης ζητεί να της παραδοθή η Μονή δια να την διατηρήση αυτήως εθνικόν κειμήλιον." (ΕΣΤΙΑ 1-7-1931) Το χωριό απελευθερώθηκε μαζί με τα Ιωάννινα το 1913 στα πλαίσια του Α΄Βαλκανικού Πολέμου. Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση (1941-1945)κυρίως μέσα απ τις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ενώ κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο πουακολούθησε υπήρξε θέατρο σφοδρών μαχών λόγω της στρατηγικής του θέσης. Στα μεταπολεμικά χρόνια πολλοί κάτοικοι οδηγήθηκαν στη μετανάστευση κάτιπου εντεινόταν από επιδημίες φυλλοξήρας. που έπλητταν τα αμπέλια έως τις αρχέςτης δεκαετίας του ‘70. Παράλληλα, η χάραξη νέων οδικών αξόνων και η αναδιάταξη των κοινωνικών -οικονομικών δομών ακύρωσαν σε μεγάλο βαθμό τον αυτόνομο ρόλο πουδιαδραμάτιζε η Ζίτσα στην ευρύτερη περιοχή, μετατρέποντάς την σε δορυφόρο τωνΙωαννίνων. Παρ όλα αυτά παραμένει μέχρι σήμερα το κεφαλοχώρι της περιοχήςδυτικά των Ιωαννίνων στεγάζοντας πλήθος δημοσίων υπηρεσιών, ενώ το 2010 ηΕΜΥ εγκατέστησε μετεωρολογικό σταθμό. Στεγάζει επίσης τη ΒαδόκειοΒιβλιοθήκη με συλλογή περίπου 3.000 τόμων, καθώς και δημοτική πινακοθήκη. Ητελευταία αποτελεί δημιούργημα του ζωγράφου Κώστα Μαλάμου γεννημένουστην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά μεγαλωμένου στη Ζίτσα, ο οποίος δώρισε τηνπροσωπική συλλογή του με έργα σύγχρονης ελληνικής χαρακτικής.Παραδοσιακές δραστηριότητες των κατοίκων του χωριού είναι η αμπελουργία καιη κτηνοτροφία, ενώ στο πρόσφατο παρελθόν γνώρισε άνθιση η εξόρυξη μαρμάρου.Από τα παραπάνω, αυτό που έχει χαρίσει στη Ζίτσα διεθνή αναγνωρισιμότητα, είναιτο φερώνυμο κρασί της (ΟΠΑΠ κωδ. ZT) από λευκά σταφύλια της ποικιλίαςντεμπίνα. Αν και δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς εισήχθη η καλλιέργεια τηςντεμπίνα, το 18ο αιώνα το χωριό είχε ήδη εδραιώσει τη φήμη του ως οινοπαραγωγόςπεριοχή. Στις μέρες μας η συγκεκριμένη ποικιλία καλλιεργείται αποκλειστικά στηνκαλούμενη Αμπελουργική Ζώνη Ζίτσας.. Η αμπελοκαλλιέργεια στην περιοχή έχει μακρά ιστορία που ξεκινά γύρω στον 15οαιώνα. Στη ζώνη ονομασίας προέλευσης καλλιεργούνται περίπου 2.000 στρέμματαΚάποιοι αμπελουργοί έχουν ήδη προχωρήσει σε βιολογικές καλλιέργειες.Καρίτσα . Το τοπωνύμιο αναφέρεται από τον Αραβαντινό με τον τύπο Καρίτζα δηλαδή «μικρή κάρα» και από τον Λαμπρίδη με τον τύπο Καρύτσα που το {υ}δηλώνει τη συσχέτισή του με την «καρυδιά». Ο Οικονόμου πιστεύει ότι τοτοπωνύμιο πρέπει να αποδοθεί ή από το σλαβικό koryto «η σκάφη, η κοίτη» ή από τοσλαβικό garъ < ρ.goreti «καίω». Σύμφωνα με τον Μπέττη το όνομα είναι σλαβικόκαθώς σχετίζεται με τη λέξη ΚΑΡΑ , που σημαίνει ποινή ή τιμωρία. Από τα αρχαιότερα χωριά της περιοχής καθώς κατά την εποχή της κατάκτησηςτου 1430 ευνοήθηκε μαζί με τους Ζαγορισίους από τους κατακτητές του Σινάν πασιάγια εκδουλεύσεις που όρισε ο ίδιος, οι κάτοικοί του, κατά το Χρονικό της Βοτσάς,να στέλνουν κάθε χρόνο αριθμό ανδρών, για ένα περίπου μήνα, για την φροντίδα καιεπιμέλεια των αλόγων και αμαξών του αυτοκρατορικού στρατού. Ο αριθμός τωνΒοϊνίκηδων ανδρών, ανέρχονταν κατά τα έτη 1621-1631 σε 822 από τους οποίους οι273 ήταν Καριτσιώτες. Πριν από το 1690 καταργήθηκε αυτή η αποστολή και οικάτοικοι υποχρεώθηκαν να καταβάλουν πλέον φόρο «δι άσπρων κατ’ αποκοπήν» Οφόρος μέχρι το 1693 ανέρχονταν συνολικά σε άσπρα 86000 από τα οποία 26000ήταν της Καρίτσας.
Ο Σάββας Σιάτρας, από την Καρίτσα Ιωαννίνων, ...''ο αμπελουργός'' της ηπειρώτικης παράδοσης.
«Τραγουδιστής θα γίνεις παιδάκι μου…» , του είπε ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ
Με το Σάββα Σιάτρα γνωριστήκαμε καλύτερα πριν 20 χρόνια στην Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας, όταν ξεκινούσα τη δημοσιογραφία. Την οικογένειά μου όμως ήδη τη γνώριζε. Δεν είμαι αντικειμενική μαζί του. Και δεν θα προσπαθήσω κιόλας. Το θεωρώ υποκρισία. Μου αρέσει το τραγούδι του, εκτιμώ το γεγονός ότι σέβεται την παράδοση μας και δεν την κακοποιεί, είναι επικοινωνιακός μ΄ έναν δικό του τρόπο, αγαπά το δημοτικό τραγούδι και πιστεύω ακράδαντα ότι ήταν ο προορισμός του να γίνει τραγουδιστής. Αφορμή το νέο του διπλό cd με ηχογραφήσεις μιας ζωής με τίτλο: «Διαχρονικές Αξίες της Ηπείρου». Έτσι, η συζήτηση εξελίσσεται στο σπίτι, απολαμβάνοντας τον απογευματινό καφέ. Δεν του το έχω πει ποτέ αλλά νιώθω ότι αυτό το αφιέρωμα του το χρωστάω για όσα έχει κάνει για τη δημοτική μας μουσική. Κι όποιος είναι Ηπειρώτης το καταλαβαίνει αυτό, που λέω, καλύτερα.
Ο Σάββας Σιάτρας γεννήθηκε στην Καρίτσα Ιωαννίνων 18 Γενάρη 1944 κι υπήρξε το τελευταίο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας. Τραγουδούσε η μητέρα του, η Πανάγιω στις κοινωνικές εκδηλώσεις, γάμους, βαφτίσια. «Ακόμη κι όταν μοιρολογούσαν στις κηδείες συγκλόνιζε τ΄ αυτί μου εκείνος ο κλαυθμός κι ο οδυρμός, που ήταν ένα ξέσπασμα ψυχής» Ο γάμος, τα πανηγύρια ήταν πολύ έντονα, Πάσχα, Απόκριες, Χριστούγεννα», λέει. Ερασιτεχνικά τραγουδούσε αλλά ήταν καλλίφωνη κι η μεγάλη του αδερφή η Αθηνά.
Σταθμός στη ζωή του ήταν η Ριζάρειος. «Πήγα στη Ριζάρειο το ’60 από τους πρώτους μαθητές, όταν ξανάνοιξε, γιατί είχε κλείσει γύρω στο 1940. Μέσα στα έξι χρόνια που ήμουν εκεί κατάλαβα την ικανότητα μου να μαθαίνω βυζαντινή μουσική. Εμείς προοριζόμασταν βέβαια για ψάλτες. Μου άρεσε από το πρωί ως το βράδυ να τραγουδάω. Άλλα παιδιά απέκτησαν καίριες θέσεις, έγιναν ιερείς, δεσποτάδες, δικηγόροι, γιατροί. Είμαι και πρόεδρος των Αποφοίτων της Ριζαρείου. Είχαμε κι ένα συμμαθητή το Λάμπρο Στεργιούλη, που έγινε δεσπότης στα Κύθηρα. Με είδε την άλλη φορά και με ρωτούσε να του πω το: «Κάποια μάνα πικραμένη», που το έλεγα όταν είμασταν μικροί».
«Συνεχώς – μου λέει – έψαχνα αυτές τις μικρές κοινωνίες. Εμείς μικρά παιδιά, τότε, δεν είχαμε τίποτα. Δεν είχαμε μέσα τηλεοράσεις. Είχα ένα ξάδερφο που είχε ραδιόφωνο. Θυμάμαι να λέει εδώ Κέρκυρα με τον Στυλιανό Μπέλλο. Τον άκουγα, μου άρεσε πολύ η φωνή του. Άκουγα τους αδερφούς Χαλκιά (εννοεί την οικογένεια του Τάσου Χαλκιά). Είχε εμβέλεια τότε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Κέρκυρας». Κι ευλογήθηκε όμως να τραγουδήσει με το Στέλιο Μπέλλο «με τη βελούδινη φωνή» και να βγει στο ραδιόφωνο με τους αδελφούς Χαλκιά και τον Τάσο κυρίως που τόσο θαύμαζε.
Έκανε δυο τάξεις στο γυμνάσιο Ζίτσας (σε παράρτημα της Ζωσιμαίας Σχολής), «είχαμε ένα γνωστό μας και στα 14-15 ήρθα για δωρεάν φοίτηση στη Ριζάρειο. Από εκείνη την περίοδο έχω άρρηκτους δεσμούς φιλίας», λέει. Αλλά όταν πια μεγάλωσε και δούλεψε είχε «μεγάλη φιλία με το Δημήτρη Βάγια».
Πάντως από τον καιρό της Ριζαρείου έμειναν αγαπημένα πρόσωπα. Πήγε φαντάρος στην Τρίπολη, την Αθήνα, το Δροσάτο Κιλκίς ενώ 15 μήνες έμεινε στην Ιεροπηγή Καστοριάς. Αυτή η μετάθεση ήταν η αφορμή για να τον γνωρίσει κάπως το ευρύ κοινό, καθώς τον προόριζαν να πάει φαντάρος στη Δράμα.
Στην Καστοριά ήταν το εφαλτήριο, λέει. Ήθελε, όπως τους είπε, έστω ν΄ αγναντεύει τα βουνά των Ιωαννίνων κι εισακούστηκε. «Δεν είχαν ιεροψάλτη κι έκανε παράπονα ο δεσπότης ο Θεόκλητος. Πήρε και ρώτησε στο στρατόπεδο της Καστοριάς μήπως υπάρχει κανείς. «Περιμένω να έρθουν νεοσύλλεκτοι»», του είπαν.
Σάββατο πήγαν και Δευτέρα όπως παρουσιάστηκε ρώτησαν ποιος ήξερε τι. Ο Σάββας Σιάτρας είχε γραμματικές γνώσεις κι ήταν απόφοιτος της Ριζαρείου. «Ξέρεις να ψέλνεις;» Τον ρώτησε ο διοικητής. «Ναι», είπε ο Σάββας κι αυτό το «Ναι» έμελλε να τον σημαδέψει. Ο ανθυπολοχαγός ήταν από την Άρτα κι έτσι πέρασε καλά στο στρατό.
Με το που πήγε στην Καστοριά ρώτησαν «ποιος είναι ο στρατιώτης που ψέλνει; » και πήγε κατευθείαν στον εσπερινό. Στις 26 Ιουλίου είχε το χωριό πανηγύρι, ρώτησαν ποιος είναι. Πως λένε τον φαντάρο, αυτόν, τον καινούργιο από την Καρίτσα. Στην Ιεροπηγή, όπως λέει, υπήρχαν πολλοί Ηπειρώτες κυρίως από τα χωριά της Θεσπρωτίας μετά τον εμφύλιο, κυρίως Βλάχοι, που είχαν κοπάδια. Είχαν ήδη οι περισσότεροι γύρω στα δέκα χρόνια στην περιοχή και τον καλοδέχτηκαν κι εκείνος έγινε κεντρικός ιεροψάλτης.
Το στρατιωτικό τελειώνει κι ο Σάββας Σιάτρας έρχεται στην Αθήνα. «Είχα επαφές με το Λευτέρη το Μαντζίκα», λέει.. Στην Αθήνα έφτιαχνε λάσπη και πήγαινε στο μάστορα. Δούλευε οικοδομή. Κάθε Σάββατο πληρωνόταν κι επιτέλους, πήρε πουκάμισα παντελόνια. «Δεν είχαμε και τότε. Αλλά όχι σαν σήμερα. Γιατί τότε υπήρχαν δουλειές. Το ένα βράδυ ερχόταν ένα παιδί από το χωριό το πρωί έπιανε δουλειά», λέει μιλώντας για την κρίση.
Μετά το Στρατό καθοριστική για να ξεκινήσει ήταν μια εκδήλωση στο Δαφνί, που είχε έρθει και το Λύκειο Ελληνίδων από τα Ιωάννινα. «Τι θα γίνει; Δεν θα ιερωθείς;» του λέει ο Θανάσης Γκογκώνης, γνωρίζοντας τις σπουδές του στη Ριζάρειο. «Δεν είχα έφεση. Πετιέται τότε ο δεσπότης Ιωαννίνων, ο Σεραφείμ και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος «Τραγουδιστής θα γίνεις παιδάκι μου. Παπάδες φτιάχνω κι άλλους».
Μετά την Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας η μια δουλειά έφερε την άλλη. Κι ήρθαν κι οι ραδιοφωνικές εκπομπές στην ΕΡΤ στη Ρηγίλλης. «Γύρω στο ’69-70 ήταν μια παρέα από το Σύλλογο Ηπειρωτών Βύρωνα που, τον έναν τον έλεγαν Παππά κι ήταν από τη Βουτσαρά Ιωαννίνων. Έτυχε να μ΄ ακούσει με την παρέα του καλή τους ώρα και μ΄ έστειλαν στο Σίμωνα Καρρά. Πάω δειλά, συνεσταλμένα, διότι ο Καρράς ήταν και λίγο απότομος. Του συστήνομαι Σάββας Σιάτρας του λέω. «Μου είπαν αυτοί οι τρεις να έρθω να σας βρω. Με ρώτησε αν τραγουδάω καλά κι αν ξέρω από γράμματα. Μόλις άκουσε πως τελείωσα τη Ριζάρειο μου είπε να κάνω αίτηση κι ότι πρέπει να περάσω από επταμελή επιτροπή να με ηχογραφήσουν.
Ήταν το στούντιο στο Ζάππειο, εκεί υπήρχαν ραδιοθάλαμοι. Μου όρισαν να πω τέσσερα τραγουδια. Θα με συνόδευαν ο Τάσος Χαλκιάς στο κλαρίνο, ο Κυριάκος Χαλκιάς στο βιολί, ο Φώτης Χαλκιάς στο λαούτο και ο Χρήστος Λήτος στο ντέφι. Ηχολήπτης ήταν ο Χρήστος Μουραμπάς. Απ΄ αυτή την εκδήλωση εξαρτιόταν αν θα έλεγα τραγούδια ή όχι. Στην επιτροπή ήταν επτά άτομα, κι εκτός από το Σίμωνα Καρρά ήταν κι η Δόμνα Σαμίου. Αιτία για να με πάρουν στάθηκε η Μαριόλα. Το τραγούδι ενώ έπρεπε να το τελειώσω στα 3 λεπτά και 20 δευτερόλεπτα, τελείωσε στα 5 λεπτά. Μ΄ άφησαν κι άλλο. Έτσι, από το ραδιόφωνο άρχισαν να με ακούν στην Αθήνα και την Κέρκυρα. Η μια εκπομπή έφερε την άλλη δηλαδή τρεις φορές δημοτικό τραγούδι – δυο στην ΕΡΤ και μία στην ΥΕΝΕΔ. Η πληρωμή ήταν ψίχουλα βέβαια αλλά άρχισα να γίνομαι γνωστός».
Πρώτο ταξίδι στο εξωτερικό πήγε το 1973. «Έτυχε να πάω στην ΕΡΤ. Ήταν η γυναίκα του Καρρά. Ήρθαν από τη Γαλλία και της είπαν πως θέλουν ν΄ ακούσουν γνήσια ηπειρώτικα. Ήταν να πάω στο Ελιζέ. Το είχε ένας Λιάρος Αντώνης από την Κοκκινιά. Μ΄ άκουσαν κι είχαν κι ένα διερμηνέα οι Γάλλοι. Μου είπαν: «Ήσουν ένα τριαντάφυλλο μέσα στους άλλους». Ανάμεσα τους ήταν ο διευθυντής της Συγκριτικής Μουσικής ενός Ινστιτούτου. «Ευτυχώς στην Ελλάδα υπάρχουν ορισμένοι που διατηρούν ακόμη ανόθευτη την παράδοση. Μέσα σ΄αυτούς είναι κι ο Σάββας Σιάτρας για τον οποίο θα ήθελα να κάνω διάφορα κονσέρτα σε πόλεις της Ευρώπης», είπε. Κι έτσι, «το Μάιο του 1974 με πήραν και πήγα στη Ρεν της Γαλλίας. Συμμετείχαν κι άλλα 14-15 κράτη. Πλέον είχα αρχίσει να βγάζω ένα μεροκάματο από το τραγούδι. Αυτό ήταν το πρώτο ταξίδι».
Το 1978 πήγε πρώτη φορά στους ομογενείς της Αμερικής. Είναι από τους ελάχιστους Έλληνες που έχει γυρίσει σχεδόν τις ΗΠΑ. Έχει πάει πάνω από 20 φορές κι 6 φορές στην Αυστραλία. Στην Αμερική έχει ταξιδέψει σε Νέα Υόρκη, Ουάσινγκτον, Σικάγο, Φιλαδέλφεια, Βοστόνη, στη Φλόριντα (Τάμπα) Σαν Φρανσίσκο, Σαίντ Λούις, Ντιτρόιτ κ.ά. Στον Καναδά, στο Μόντρεαλ, το Τορόντο, την Οτάβα. Τον συγκινεί η επαφή με τους ομογενείς γιατί έχει αυθεντικότητα, το μεράκι του νόστου. Όπως λέει, είναι κρίκος η Εκκλησία στους ομογενείς κι αυτό το ένιωσε.
«Πρώτη φορά πήγα μ’ ένα χορευτικό στις ΗΠΑ και μετά με καλούσαν και πήγαινα μόνος μου. Πήγα με το χορευτικό του Κρυστάλλη από τα Γιάννινα. «Που ήρθα εγώ τώρα;» είπα στον εαυτό μου. Ήμουν κάνα μήνα στην Αμερική. Έπρεπε από την Νέα Υόρκη να πάω στο Τορόντο. Έπρεπε να πάρω λεωφορείο. Ο μοναδικός λευκός ήμουν εγώ. Όπως προχωρούσε το λεωφορείο, μου άρεσε τόσο πολύ. Η φύση μου ταίριαζε σαν το Ζαγόρι. Με έπιασε το παράπονο κι έκλαψα. Είπα «ο Σάββας από την Καρίτσα έφτασε εδώ πάνω; Ένιωσα αυτήν την ικανοποίηση αλλά ένιωσα και μόνος μου. Αλλά ήταν και συγκλονιστικό ότι μέσα από μένα οι ομογενείς έβλεπαν το χωριό τους το γάμο τους, τους δικούς τους. Πήγα Γερμανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Αλβανία πάω συνέχεια. Πήγα στην Κύπρο. Πήγαμε στη Δερύνεια, τη Λάρνακα, τη Λεμεσό, την Πάφο, πήγαμε και στο γυμνάσιο του Παλληκαρίδη του Ευαγόρα. Γύρισα τα χωριά. Και γύρισα και τη Λευκωσία. Στην Κύπρο σε ρωτούν αν πήγες στα μνήματα. Και πήγαμε εκεί με το Γιώργο Βρακά ( εννοεί τον κλαρινίστα από τον Άγιο Νικόλα Θεσπρωτίας, ένα σπουδαίο κλαρίνο, που αγνοείται) και παίξαμε πάνω στα μνήματα. Συγκινήθηκαν οι άνθρωποι. Έγινε ο χαμός».
Και την Αυστραλία γύρισε ο Σάββας Σιάτρας. Πρώτη φορά πήγε το 1992. Σίδνεϊ, Αδελαΐδα, Μελβούρνη. «Είναι ό,τι καλύτερο ο ελληνισμός έξω. Ζει με τις αναμνήσεις τα ήθη και τα έθιμα και τα μεταλαμπαδεύει στις άλλες γενιές σε παιδιά κι εγγόνια. Στην Αυστραλία, όταν θα πας στο τραπέζι, θα πρέπει να μαζευτούν όλοι, θα κάνουν σταυρό, θα πουν, καλή πατρίδα, καλή αντάμωση. Σε κοιτά στα μάτια ο Έλληνας της Αυστραλίας και σε διαβάζει σα να είσαι στο χωριό. Συγκινούμαι, κλαίω, όποτε πάω έξω. Είτε βράδυ είτε μέρα θα βγει όλη η οικογένεια μέχρι που να φύγεις. Είμαι ο «θείος» όποτε πηγαίνω στην Αυστραλία. Υπάρχει σεβασμός. Θυμάμαι κάποτε που είδα ένα παιδί, σερβιτόρο, το Νίκο Ζωγράφο. Υπάρχει μια περιοχή στην Αυστραλία όλο Έλληνες – μοιάζει πολύ με την Αστόρια των ΗΠΑ, κι εκεί τα γράφουν με πολυτονικό. Πριν λίγο καιρό με είδε στο χωριό του να τραγουδώ στην Πιερία και μετά στην Αυστραλία. Από τη συγκίνηση του έπεσε ο δίσκος από τα χέρια. Πήρε τηλέφωνο κατευθείαν τον πατέρα του και μας κέρασε.
Κοντά βέβαια σε κάθε άντρα βρίσκεται και μια γυναίκα. Η Χρυσούλα η σύντροφος ζωής του Σάββα με την οποία έχουν δυο παιδιά είναι Βορειοηπειρώτισσα στην καταγωγή (από τη Δερβιτσ(ι)άνη) παρ΄ όλο που έχει γεννηθεί στα Γιάννινα. Της χρωστά πολλά και κυρίως την οικογένεια, αφού εκείνος για καιρό ήταν φευγάτος για ταξίδια και δουλειές. «Έλειπα το βράδυ ερχόμουν αργά το πρωί αλλά το βράδυ έπρεπε να ξαναφύγω πάλι. Είναι μεγάλο πράγμα να είναι η γυναίκα σου βράχος και να τα ρυθμίζει όλα. Εγώ ήμουν επί των εξωτερικών υποθέσεων εκείνη επί των εσωτερικών». Όπως, λέει με τη Χρυσούλα παντρεύτηκαν σχεδόν από συνοικέσιο ήταν φίλη με τη φίλη ενός φίλου του. Η Χριστίνα μεσολάβησε και τους γνώρισε. «Την είδα πρώτη φορά στο σπίτι της. Είπα τέρμα κατευθείαν» κι από τότε είναι μαζί. Κι από τότε είναι αχώριστοι. Κι ένεκα της καταγωγής της, της τραγούδησε τι άλλο; Τη Δεροπολίτισσα.
Μαζί σήμερα έχουν δυο παιδιά τον Κώστα και τη Μαρία-Παναγιώτα. Κι αν τον ξεκουράζει και τον συγκινεί κάτι το Σάββα Σιάτρα είναι το ποδόσφαιρο που συναντιούνται κάθε τρις και λίγο και με τον Αλέκο Παπαδόπουλο στον Απόλλωνα και βέβαια τον ΠΑΣ Γιάννινα, που έχει τραγουδήσει και τον ύμνο του. Αλλά είναι και το αμπέλι του. Έχει διακόσια κλήματα. Κι όχι τυχαία. Δεν τ΄ αφήνει. Είναι περήφανος γι΄ αυτό το αμπέλι, έχει βάλει ποικιλίες ντεμπίνα, βλάχικο και καμπερνέ. Του αρέσει ν΄ ασχολείται. «Το κλήμα είναι σαν μικρό παιδί θέλει την περιποίησή του» λέει. «Γι΄ αυτό κι εκείνος του κουβεντιάζει για να μεγαλώσει. Ρίχνει τα φύλλα του για να το βλέπει ο ήλιος. Κι αν κι ο ίδιος δεν πίνει, του αρέσει να το κλαδεύει, να το περιποιείται να το μοιράζεται με φίλους όπως και το τσίπουρο».
Χαίρεται σαν μικρό παιδί για το νέο διπλό cd γιατί περιλαμβάνει τον κόπο, τα ταξίδια και τις ελπίδες μιας ζωής. Τον ρωτάω για την κρίση.«Μέσω του τραγουδιού προσπαθούμε ν΄ απαλύνουμε τον πόνο στην Ελλάδα και τους Έλληνες». Όσο για τον ίδιο; Έφτιαξε την οικογένεια που ήθελε, ταξίδεψε γνώρισε σπουδαίους ανθρώπους επώνυμους και μη, και κατάφερε αυτό που αγαπούσε πιο πολύ να το κάνει επάγγελμα και να βραβευτεί πολλές φορές. Δηλώνει ευχαριστημένος από τη ζωή του, γιατί έκανε τα όνειρά του πραγματικότητα: «Περίμενα εγώ ο Σάββας από την Καρίτσα ό,τι θα έφτανα στα πέρατα του κόσμου;»
Της Άννας Στεργίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου