powered by Agones.gr - opap
forum manteio

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Χαροκόπι Ιωαννίνων






Δείτε τα video























































  Xαροκόπι Ιωαννίνων.
Λίγο πιο έξω από τα Γιάννενα, προχωρώντας 14 χιλιόμετρα φτάνεις σε ένα μικρό αμφιθεατρικό χωριό, το Χαροκόπι. Είναι χτισμένο στο λόφο του "Μπροδοβαρίου", όπως το ονομάζει ο Κώστας Κρυστάλλης, αγναντεύοντας κάτω τον κάμπο και τα γύρω χωριά. Το Χαροκόπι είναι η πύλη και ο δρόμος προς τα Τζουμέρκα και θυμίζει την καταγωγή των κατοίκων που κατέβηκαν από εκεί.
 Εδώ ήρθαν και πρωτοεγκαταστάθηκαν οικογένειες από Χουλιαράδες, Πετροβούνι, Κέδρο και Ποτιστικά. Αιτία για την μετακίνηση των ανθρώπων αυτών περισσότερο ήταν η παραγωγή του κάμπου. Μέχρι το 1922 στο Χαροκόπι ζούσαν μόνιμα και πολλές τούρκικες οικογένειες που οι γεροντότεροι τους θυμούνται ακόμη έως και σήμερα.
Το Χαροκόπι από το 1895 και μετά ήταν συνοικισμός του Πετροβουνίου. Το Χωριό (έτσι αποκαλούνταν το Πετροβούνι) και η έδρα ήταν στο Πετροβούνι και το Χαροκόπι αποτελούσε τον μεγαλύτερο συνοικισμό με άλλους δύο μικρούς οικισμούς, τον Πλάτανο και τη Μπόγδη, με κέντρο το Χαροκόπι.
Εδώ βλέπουμε το χωριό να έχει κοινές ρίζες, ίδια ήθη και έθιμα με το Πετροβούνι. Η ιστορία του είναι ταυτόσημη με την ιστορία την ιστορία της Κοινότητας Πετροβουνίου, με τη διαφορά ότι το Χαροκόπι βρίσκεται πολύ κοντά στην Ηπειρωτική πρωτεύουσα και έχει εξελιχθεί διαφορετικά. Ίσως συμβάλει πολύ η αιτία της παραγωγής του κάμπου, όπως προαναφέραμε, που μετά τον αναδασμό του 1968-70 προσφέρεται για την ανάπτυξη. Σε μεγάλο βαθμό έχει επίσης αναπτυχθεί και η πτηνοτροφία που αφ' ενός μεν ενισχύει οικονομικά την περιοχή και βοηθά στην ανάπτυξη, αφ΄ ετέρου δε επιβαρύνει και μολύνει το έδαφος και το όμορφο φυσικό περιβάλλον.
Το Χαροκόπι απλώνεται όμορφα στην πλαγιά του λόφου με δύο άλλους οικισμούς, τη Μπόγδη και τον Πλάτανο. Ξεκινά από τον "Κρεμαστό" (παλαιά τοπική ονομασία και φτάνει μέχρι πίσω χαμηλά στον Άραχθο ποταμό. 





















  Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει η καταπληκτική μορφής της ωραίας πέτρινης εκκλησίας των Εισοδίων της Θεοτόκου, που είναι το στολίδι του χωριού μας. Χτίστηκε με έρανο των κατοίκων του Χαροκοπίου και του Πλατάνου το 1968. Υπήρχε πιο κάτω παλιά εκκλησία χωρίς τρούλο και καμπαναριό, που κατεδαφίστηκε το 1970.

Κάτω από την εκκλησία του Χαροκοπίου ξεχωρίζει το διώροφο πέτρινο Δημοτικό Σχολείο που χτίστηκε στις αρχές του 1950. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 ο Πλάτανος και το Χαροκόπι στεγάστηκαν στο ίδιο Δημοτικό Σχολείο του Χαροκοπίου, που ο αριθμός των μαθητών είχε φθάσει στους 130. Αργότερα όμως, το 1962 λειτούργησε μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο στον Πλάτανο σε ιδιωτικό οίκημα. Το 1972 έγινε το σημερινό κτίριο που χρησιμοποιήθηκε 2/θέσιο Δημοτικό Σχολείο. 

  Ο χώρος που χτίστηκε το Σχολείο το Πλατάνου παραχωρήθηκε από κάποιον συγχωριανό μας το Γεώργιο Αναστασίου Κούτλα. Όταν γίνονται οι εργασίες και οι εκσκαφές για να γίνει η αυλή του Σχολείου στο αριστερό μέρος εντοπίσθηκε αρχαίος τάφος του 4ου αιώνα και βρέθηκαν παλιά κεραμικά αντικείμενα.   
   Παράλληλα, λειτούργησαν και δύο Νηπιαγωγεία στο Χαροκόπι και στον

 Πλάτανο για 15 με 17 χρόνια όπου ο αριθμός των μαθητών έπεσε και συγκεντρώθηκαν σε πιο κοντινές περιοχές με περισσότερο δυναμικό μαθητών.
   Ο οικισμός του Πλατάνου βρίσκεται Β. Δυτικά του Χαροκοπίου. Οι κάτοικοί του προέρχονται στην πλειοψηφία από τα Ποτιστικά αν εξαιρέσουμε τρεις οικογένειες που προϋπήρχαν και πριν το 1950. 
  Μεταξύ του Πλατάνου και του Χαροκοπίου, στο κέντρο, είναι η Μπόγδη, μικρότερος οικισμός που ανάμεσα στο καταπράσινο δάσος υπάρχει ένα πανέμορφο εκκλησάκι αφιερωμένο στους Ταξιάρχες. Πολύ παλιά είχε καεί ενώ στη συνέχεια με έρανο των κατοίκων επισκευάστηκε και καθιερώθηκε να πανηγυρίζει του  Αγίου Πναύματος. Κάθε χρόνο όμως στις 8 Νοεμβρίου, εορτή των Ταξιαρχών, το εκκλησάκι λειτουργεί και εκκλησιάζονται όλοι οι κάτοικοι του χωριού.
        Τριάντα - σαράντα μέτρα πιο κάτω βρίσκεται μια ωραία πέτρινη βρύση με κρύο κρυστάλλινο νερό. Σήμερα τα παιδιά του οικισμού της Μπόγδης και ο Πολιτιστικός Σύλλογος φροντίζουν και περιποιούνται την εκκλησία και όλον τον προαύλιο χώρο.
   Χαμηλά του χωριού στη θέση Λάσπα, που σήμερα λειτουργεί αντλιοστάσιο και ανεβάζει το νερό στην κορυφή του χωριού κι από 'κει υδρεύονται όλα τα σπίτια, πιο παλιά βρισκόταν μια πέτρινη βρύση με ωραίο κανούλι και δίπλα ένας αιωνόβιος πλάτανος.
        Βγαίνοντας από το Χαροκόπι βαδίζουμε προς τον ποταμό Άραχθο στο βάθος δεξιά μας βλέπουμε την ισορική βρύση "Χαροκόπι" που το νερό της ήταν ακόμη γνωστό στα χρόνια ου Αλή - Πασά. Εδώ διανυκτέρευαν οι βλάχοι της περιοχής του Συρράκου όταν ανεβοκατέβαιναν από τα βουνά στα χειμαδιά.  
   Κι ενώ προχωρούμε προς τον Άραχθο αριστερά μας βρίσκεται το γήπεδο του Χαροκοπίου σε ωραία αμφιθεατρική θέση στο οποίο αγωνίζεται η ποδοσφαιρική ομάδα που ιδρύθηκε το 1968 με ιδρυτή τον Κωνσταντίνο Ρουμελιώτη. Το γήπεδο πήρε το όνομά του και η ομάδα ΠΑΣ-ΑΕΤΟΣ  ΧΑΡΟΚΟΠΙΟΥ, που αγωνίζεται μέχρι ήμερα.
    Στα σύνορα με τους Κοντινούς βρίσκονται οι πηγές του Ρούμπου που υδρεύουν το Χαροκόπι από το 1950 δια φυσικής ροής. Αργότερα από το 1975 και μετά το χωριό υδροδοτήθηκε και από το νερό της Τούμπας.
        Το Χαροκόπι συνδέεται με την ηπειρωτική πρωτεύουσα, τα Γιάννενα, με αστική συγκοινωνία από το 1969. Εξυπηρετείται όμως καθημερινά εκτός από τα Ι.Χ. και με υπεραστικά λεωφορεία του ΚΤΕΛ που κατεβαίνουν από τα Τζουμέρκα.
    Το χωριό πανηγυρίζει της Ζωοδόχου Πηγής. Από το 1963 και μετά γίνεται ωραίο παραδοσιακό πανηγύρι έξω από την εκκλησία τραγουδώντας με το στόμα παλιά παραδοσιακά τραγούδια και τελειώνει με τις "κύκλες". Το 1999 μετά από κοινή συμφωνία όλων των κατοίκων του χωριού ομόφωνα ξεκίνησε έρανος με σκοπό να χτιστεί να γίνει μια όμορφη εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στην κορφή του χωριού. Με τη βοήθεια όλων των χωριανών τελείωσε πριν περάσει ο χρόνος και στις 17 Ιουλίου έγινε και ημερήσιο πανηγύρι.

Οι Τούρκοι του Χαροκοπίου
Το Χαροκόπι επί Τουρκοκρατίας ονομαζόταν «Μπραντουβάρι», ονομασία σλάβικη. Το Μπραντουβάρι ήταν οικισμός του χωριού Βασταβέτσι, του σημερινού Πετροβουνίου. Εδώ στο Χαροκόπι καθόταν πολύ λίγες οικογένειες.  Στο μαχαλά του Αι Ταξιάρχη που λέγεται Μπόγδ΄ έμεναν οι «Κοσμαίοι». Οι Κοσμαίοι ήταν τέσσερα αδέρφια και μια αδερφή, και τα ονόματά τους : Γιάννης, Κώστας, Βασίλης, Κατερίνη και Γρηγόρης. Αυτός ήταν και είναι μέχρι σήμερα ο μαχαλάς Μπόγδ’, οι απόγονοι των Κοσμαίων. 
     
Το Μεγάλο Τούρκικο ¨Κοτσέκι"
στο πίσω μέρος της οικίας του Άγγελου Βάσιου. 
Εδώ είχε κτίσματα και μια Τουρκάλα που ονομαζόταν Ρέφω. Η Ρέφω είχε ένα γιο που ονομαζόταν Σούλιος και μια κόρη που ονομαζόταν Χάιρω. Ο Σούλιος, όπως μου είχαν αναφέρει οι γονείς μου, το 1912 ήταν στρατιώτης κι έφυγε με τον Τουρκικό Στρατό το 1913, όταν απελευθερώθηκαν τα Γιάννενα, από τους Τούρκους.
Η βορειοανατολική όψη του Κοτσεκίου.
         Η Ρέφω με την κόρη της και τον εγγονό της το Χουσένη (Χουσεΐν) έμειναν εδώ μέχρι το 1924 που έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών. Ο Χουσένης ήταν συνομήλικος με τον πατέρα μου και με άλλα παιδιά του Μπραντουβαρίου που έκανα παρέα. Το 1924 που έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών επί Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Χουσένης ήθελε να μείνει στην Ελλάδα, στο Μπραντουβάρι και να βαπτισθεί Χριστιανός, αλλά δεν του το επέτρεψαν η γιαγιά και η μάνα του. Όταν έφθασαν στην Τουρκία, μου έλεγε ο πατέρας μου, ο Χουσένης είπε: «Ελλάδα και πάλι Ελλάδα». Στο άκουσμα αυτής της ομολογίας του Χουσένη οι Τούρκοι αντέδρασαν αμέσως καταγγέλλοντάς τον στις Τουρκικές αρχές. Πολύ σύντομα μετά την κατηγορία ο Χουσένης καταδικάστηκε από το Στρατοδικείο με εκτέλεση εις θάνατον.
Η μία από τις εισόδους του. Διακρίνονται αμυδρά
οι σχισμές που δημιουργούν οι πολεμίστρες στο αριστερό μέρος.
     Επιπλέον, το Μπραντουβάρι και ο κάμπος του αποτελούσαν ιδιοκτησία-τσιφλίκι ενός Τούρκου μπέη, ο οποίος είχε ως κολίγους τους Βασταβετσιώτες (Πετροβουνιώτες) που καλλιεργούσαν φυτείες αραβοσίτου (καλαμποκιού) στις εκτάσεις του και του απέδιδαν τα γεννήματα. Τα γεννήματα συγκεντρωνόταν στο τούρκικο κοτσέκι (οίκημα), το οποίο βρισκόταν στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται η οικία του Άγγελου Ε. Βάσιου στο Χαροκόπι. Σήμερα σώζονται ερείπια από ένα μικρό τμήμα του πίσω από την οικία του Άγγελου Βάσιου. Το υπόλοιπο είχε κατεδαφιστεί προ πολλών ετών από τον Ευάγγελο Βάσιο, ο οποίος ανήγειρε εκεί την πρώτη του κατοικία.     Το άλλο κοτσέκι βρισκόταν στου Μήτρο Πρέντζα, ανάμεσα από την οικία του Κώστα Μαριά και του Γιώργο Βλάχου. Σήμερα δεν υπάρχει. Οι πέτρες από τα ερείπια χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση του Ιερού Παρεκκλησίου της Αγίας Μαρίνας.

     Στο κοτσέκι, κατέληγαν τα γεννήματα που αποτελούσαν το φόρο. Οι κολίγοι που καλλιεργούσαν τις εκτάσεις του μπέη,  κατά τη συγκομιδή συγκέντρωναν τα γεννήματα σε τρεις σωρούς. Ένα σωρό για το μπέη, ένα σωρό για το φόρο του Τουρκικού Κράτους (Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και τέλος ένα σωρό για του ίδιους που καλλιεργούσαν τον κάθε τομέα. 

Η βρύση του Μπορδοβαρίου ή η βρύση της Ιτιάς.




       Ποιος δε γνωρίζει το χάνι του Κούτλα ή κι αν δεν το γνωρίζει, ποιος δεν έχει περάσει από 'κει; Κάθε διαβάτης διερχόμενος μέσω της Δραγασιάς από το Χαροκόπι προς τον Πλάτανο αντικρίζει το οικοδόμημα που φαίνεται στην ανωτέρω φωτογραφία, το χάνι δηλαδή του Κούτλα.
          Το εν λόγω πανδοχείο, το μόνο άρτια σωζόμενο από όλα τα πανδοχεία της ευρύτερης περιοχής των Ιωαννίνων, χτίστηκε το 1909 από τον αείμνηστο Αναστάσιο Κούτλα, παππού του 88χρονου συνταξιούχου δασκάλου Αναστασίου Γ. Κούτλα που διαμένει μέχρι σήμερα εκεί. Το χάνι αποτελείται από δύο δίπατα οικοδομήματα στα βορειοανατολικά και νοτιοδυτικά άκρα της μάνδρας. Το οικοδόμημα που βρίσκεται δίπλα στο δημόσιο δρόμο ήταν το πανδοχείο. Στο ισόγειο λειτουργούσε το καφενείο-εστιατόριο και το μαγειρειό, ενώ στον όροφο το πανδοχείο φιλοξενίας. Το έτερο οικοδόμημα χρησίμευε πάντοτε ως οικία τς οικογένειας Κούτλα. Στην έσω πλευρά της μάνδρας και κατά μήκος αυτής ήταν χτισμένο το χάνι, δηλαδή οι στάβλοι των ζώων, ενώ στο κέντρο διατηρείται μέχρι σήμερα ένας ευρύχωρος αυλόγυρος. 
   Κι όμως, στο όλο οικοδομικό συγκρότημα που μοιάζει ως ενιαίο σύνολο υπάρχει μια λεπτομέρεια που παραμένει, ευτυχώς, για να θυμίζει στον περαστικό την ιστορία της περιοχής πριν την ανέγερση του πανδοχείου. Παρατηρώντας κανείς προσεκτικά την επιμήκη τοιχοποιία της μάνδρας, πλησίον της εισόδου του πανδοχείου και από την αριστερή της πλευρά, διακρίνει μια ασυνήθιστη εξοχή με ογκώδεις λίθους, μήκους πέντε μέτρων με τρεις "παραθύρες" χωνευτές στον τοίχο, η μία εκ των οποίων φανερώνει βίαιη, μεταγενέστερη επέμβαση στην υπάρχουσα τοιχοποιία. Ενώ, η υπόλοιπη δομή του τοίχου ως την κορυφή του, γρηπίδα (σύμφωνα με τη μαστορική τέχνη) διαφέρει κατά πολύ με αυτή της βάσης. 
        Η κατασκευή αυτή ήταν μια βρύση, η οποία προϋπήρχε του πανδοχείου και κατά την ανέγερση αυτού ενσωματώθηκε στον μαντρότοιχο. Η βρύση λοιπόν αυτή ήταν η "βρύση του Μπορδοβαρίου" (παλαιά ονομασία του Χαροκοπίου) ή η "βρύση  της Ιτιάς", κατά τον Κώστα Κρυστάλλη: "Τὴν κοιλάδα διήλθομεν ἐντὸς δύο ὡρῶν περίπου. Ὁ ἥλιος ἔκαιεν ὑπερβολικά. Ἡ δὲ ὀσμὴ τῆς χλωρασιᾶς, ἥτις ἀπορροφωμένη ὑπὸ τῶν ἀκτίνων του ἐξητμίζετο εἰς τὸν αἰθέρα, ἐπλήρου ἀπλήστως τὰ ὀσφρητικὰ ὄργανα ἡμῶν. Κατὰ τὰ ἄκρα αὐτῆς διέβημεν λειμῶνας τινάς, ἀπὸ τὴν εὐωδίαν τῶν ἀνθέων τῶν ὁποίων ἠρχίσαμεν νὰ μεθύωμεν. Εἰς τὸ τέλος τῆς κοιλάδος καὶ εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ ὑπερκειμένου βουνοῦ Δρύσκου ρέει ταπεινὴ βρύσις, καλουμένη βρύσι τοῦ Μπορδοβάρι ἤ βρύσι τῆς ἰτιᾶς διὰ τὸ παρακείμενον χωρίον Μπουρδοβάρι καὶ τὰς ἐκεῖ πλησίον θαλλούσας ἰτέας".  (Κώστα Κρυστάλλη, Άπαντα, Οι βλάχοι της Πίνδου, Μαλακάσι, Εκδόσεις Μαίναλον, Αθήναι 1967, σελ. 75).  Η τοποθεσία αυτή αποτελούσε την εποχή εκείνη μια μικρή όαση για τους διαβάτες που κατευθύνονταν από τα Γιάννενα και τον κάμπο προς τα χωριά του Συρράκου και των Τζουμέρκων ή αντίστροφα.


   Στη ροή της βρύσης ήταν εντοιχισμένο ένα μεγάλο πέτρινο σκαλιστό κανούλι, από το οποίο σήμερα σώζεται μόνο η βάση του με τη ροή, σε ύψος  δέκα εκατοστών από το έδαφος. Η ροή στις παλαιές βρύσες βρισκόταν πάντοτε χαμηλά, ώστε να μπορούν τα ζώα (άλογα, μουλάρια, πρόβατα κ.τ.λ) να πίνουν νερό από το κανούλι της. Ωστόσο, η ροή σήμερα βρίσκεται τόσο χαμηλά λόγω των προσχώσεων κατά τη διάνοιξη του δρόμου.  Η βρύση αυτή στέρεψε το 1963 όταν η οικογένεια Κούτλα κατασκεύασε τη σημερινή βρύση τη λεγόμενη "του Κούτλα" πανήντα μέτρα ανατολικά του πανδοχείου.  Αφού η παλαιά βρύση έπαψε να ρέει το πηγαίο της νερό, τότε επενέβησαν σ' αυτή επιδιορθώνοντάς την ώστε να μοιάζει με τμήμα της υπάρχουσας τοιχοποιίας.

         Παρόλα αυτά, τα σημάδια της βρύσης της Ιτιάς είναι ακόμη εμφανή, κι αξίζει να σταθεί κανείς στο πέρασμά του, και να την παρατηρήσει αναλογιζόμενος την παλαιά της δόξα, καθώς και αυτή του συγκροτήματος του πανδοχείου. 

Η προσφορά του Χαροκοπίου στον ΄Β Π. Πόλεμο και την Ε. Αντίσταση"


     Στο σπουδαίο για την πατρίδα μας αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο, Έπος του 1940 και στη συνέχεια τον αγώνα για την απελευθέρωση, η Κοινότητα Πετροβουνίου προσέφερε ό,τι πολυτιμότερο είχε. Έθεσε τα νιάτα του χωριού στη διάθεση της πατρίδος για την εκπλήρωση του ιερού καθήκοντος, της διατήρησης της Ελευθερίας, της εδαφικής ακεραιότητας και εθνικής υπερηφάνειας. Από τους νέους που διέθεσε το χωριό μας, τρεις δεν γύρισαν ποτέ πίσω από τα πεδία των μαχών.
     Σε "φυλλάδα" ασματικής ακολουθίας της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, που βρίσκεται στον Ιερό Ναό Εισοδίων της Θεοτόκου Χαροκοπίου, διασώζεται μια πρόχειρη, χειρόγραφη, ονομαστική κατάσταση των κληρωτών στρατιωτών και εφέδρων που πολέμησαν στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του και όσων αγωνίστηκαν στην Εθνική Αντίσταση.


 Στ΄ Φαρμάκ΄

       Το Χαροκόπι, λόγω της μορφολογίας του εδάφους επί του οποίου αναπτύχθηκε, είναι σημείο αναφοράς για την ευρύτερη περιοχή· όχι μόνο των χωριών των Τζουμέρκων -απ΄όπου έλκουν την καταγωγή τους οι Χαροκοπίτες - αλλά και των γύρω χωριών του κάμπου. Είναι χωριό κτισμένο σε αμφιθεατρικά στη μόνη δίοδο προς τον Άραχθο ποταμό και τα Βόρεια Τζουμέρκα. Η θέση του αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση, εξέλιξη και ανάπτυξη του οικισμού. 
  Η διέλευση των ταξιδιωτών από και προς τα Ιωάννινα είχε και έχει απαραίτητη στάση στο χωριό της βρύσης του Χαροκοπίου. Η κίνηση αυτή δημιούργησε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ίδρυση τριών χανιών (χάνι= πανδοχείο, από την τουρκική λέξη hum) εντός των ορίων του οικισμού, όπου θα έβρισκαν ανάπαυση και φαγητό οι ταξιδιώτες, οι αγωγιάτες και τα ζώα τους.
Ακόμη, σταθμός για κάθε ταξιδιώτη, εκτός από τα χάνια του χωριού, ήταν και τα καφενεία. Ένα τέτοιο  ήταν και το καφενείο του "Φαρμάκη" ή του "Κίτσιο Γιαννούλα". Ο Χρήστος Φαρμάκης (προπάππος μου) το 1947, όπως αναφέρει η υπέρθυρη επιγραφή, έχτισε στην ανατολική πλευρά του σπιτιού του στην  Αράθερ΄ ένα ισόγειο οικοδόμημα για να το χρησιμοποιήσει ως καφενείο και παντοπωλείο. Η κίνηση του συγκεκριμένου καφεπαντοπωλείου σε συνδυασμό με τα παρακείμενα κτίρια της οικογένειας Φαρμάκη έκανε πολλούς χωριανούς νεότερους στην ηλικία - γεννημένους μετά το 1950 - να πιστεύουν ότι λειτουργούσε ως χάνι. Αυτή είναι μια εσφαλμένη και αναληθής άποψη.

 Το καφενείο βρίσκεται πάνω στην επαρχιακή οδό Ιωαννίνων- Πετροβουνίου, στο νοτιοανατολικό άκρο του οικισμού του Χαροκοπίου. Έτσι, λόγω της θέσης του συγκέντρωνε πάντοτε πολύ κόσμο, κυρίως περαστικούς-ταξιδιώτες που σταματούσαν για να πιουν ένα καφέ με κρύο νερό και λουκούμι ή κανά τσίπουρο, να ανταλλάξουν καμιά κουβέντα και να συνεχίσουν το ταξίδι. Γι΄ αυτό και παρανοήθηκε η χρήση του. Οι θαμώνες του καφενείου και τα ζώα τους που βρίσκονταν τριγύρω από το στάβλο έδωσαν την εντύπωση σε μερικούς ότι διανυκτέρευαν εκεί.
Επίσης, την άποψη αυτή μπορεί και να επηρέασε η μορφή του οικοδομικού συγκροτήματος, καθώς είναι εκτεταμένο και επιβλητικό. Ο κυρίως όγκος του οικοδομήματος είναι χτισμένος με νοτιοανατολική έκθεση και έχει μορφή εγγεγραμμένου, αντεστραμμένου "Γ" και αποτελείται από ένα δίπατο κτίσμα με ισόγεια προέκταση. Το δίπατο κτίσμα είναι το σπίτι της οικογένειας Φαρμάκη, ενώ η προέκταση είναι το καφενείο. Νοτιοδυτικά του οικήματος βρίσκεται το μαγειρείο ή μαγειρειό διατηρώντας μέχρι σήμερα αναλλοίωτη τη μορφή του. Είναι δείγμα εξαιρετικής μαστορικής τέχνης και αποτελεί ένα από τα λίγα καλά σωζόμενα μέχρι τις μέρες μας.
       Το μαγειρειό είναι ο πρόδρομος του σημερινού χώρου που εντάχθηκε στα σπίτια με την ονομασία "κουζίνα" και ήταν απαραίτητο  για την κάλυψη των αναγκών της οικογένειας. Η κατασκευή του μαγειρειού εκτός της οικίας ήταν αναγκαστική λύση για όλες της οικείες, τα καφενεία και τα χάνια, καθώς αποφεύγονταν οι δυσάρεστες συνέπειες του μαγειρέματος στη φωτιά του ξύλου (κάπνα, γάνες κ.α.), είτε αυτό ήταν κατσαρόλα στην πυροστιά της γωνιάς είτε η γάστρα.
    Στο βόρειο μέρος του καφενείου, σε απόσταση πέντε μέτρων από το κεντρικό οικοδόμημα, είναι χτισμένος ο στάβλος ή αλλιώς αχούρι. Κι αυτό πετρόκτιστο, όπως τα υπόλοιπα κτίρια, ξερολιθιά, ισόγειο, ιδιαίτερα χαμηλό και επίμηκες με είσοδο από τα δυτικά, η πλακοστέγη του αντικαταστάθηκε τα τελευταία χρόνια από μεταλλικά φύλλα (τσίγκο) για την προστασία από τις καιρικές συνθήκες.  

       Ξερολιθιά, επίσης, είναι και η πρόσοψη του καφενείου με πέτρα σκαλιστή χτισμένη "αράδα", όπως λέγεται στη μαστορική τέχνη. Χαρακτηριστική οικοδομική λεπτομέρεια της πρόσοψης του κτιρίου είναι οι τρεις προεξέχοντες λίθοι στο άνω μέρος της πόρτας και των παραθύρων. Ενώ η στέγη του κεντρικού κτιρίου αντικαταστάθηκε πρόσφατα από κεραμοσκεπή για την διασφάλιση της στεγανότητας. Το σπίτι είναι δίπατο και στεγασμένο κι αυτό σήμερα με κεραμοσκεπή. Κάτω είναι το κατώι και πάνω τρία δωμάτια, όπως κάθε σπίτι εκείνης της εποχής. Στην ξύλινη δίφυλλη πόρτα του σπιτιού σε οδηγεί μια πετρόκτιστη διπλή σκάλα που δημιουργεί τον προθάλαμο της εισόδου του υπογείου-κατάωι. 

    Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι το ο χώρος του καφεπαντοπωλείου χρησιμοποιήθηκε από δασκάλους της περιοχής, όπως ο Γιώργο Γούλας, σαν διδασκαλείο για βοηθούν αδύναμους μαθητές, σαν τα σημερινά φροντιστήρια. Σήμερα το σπίτι με το καφενείο και τα γύρω οικοδομήματα δεν χρησιμοποιούνται, διατηρούνται σε καλή κατάσταση και αποτελούν κόσμημα για το Χαροκόπι, καθώς βρίσκονται στην είσοδό του από τα Τζουμέρκα.




Το δυστύχημα στο Τσίμοβο, 22/12/1958

56 χρόνια συμπληρώνονται φέτος 
από το τραγικό δυστύχημα τις 22ας Δεκεμβρίου 1958 στο Τσίμοβο.  


   Ήταν Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 1958, προπαραμονές Χριστουγέννων, και στο Χαροκόπι γινόταν δύο γάμοι!!! του Βασιλείου Κοσμά και του Βασιλείου Τάτση. Το πρωί της Δευτέρας οι συγγενείς που είχαν έρθει από το Πετροβούνι για τους γάμους επιβιβάστηκαν στο λεωφορείο της γραμμής για να επιστρέψουν στο Χωριό, καθώς εκείνη την ημέρα το Δασαρχείο θα "πλήρωνε τα δασικά" (ημερομίσθια δασικών έργων στα οποία είχαν εργαστεί οι επιβαίνοντες). Στην "Καντίνα" ο Κώστα Σίοντης από τα Κορδολόια σταμάτησε το λεωφορείο για να ανεβεί. Δεν επιβιβάστηκε, οι επιβάτες ήταν ήδη υπεράριθμοι. Κι αυτός πείσμων ακολούθησε το λεωφορείο μέχρι το Τσίμοβο και μετά από τα πολλά παρακάλια, τραγική ειρωνεία, επιβιβάστηκε στην τελευταία στροφή πριν το δυστύχημα. 
Τσίμοβο Πετροβουνίου. Το μνημείο του δυστυχήματος του 1958. 
         Εννέα νεκρούς κήδεψε το Πετροβούνι σε μια μέρα:
Νίκη Χ. Κωστή      ετών 19
Ευτυχία Γ. Πρέντζα     ετών 20
Σπύρος Χ. Πρέντζας     ετών 53
Γεωργίτσα Σ. Πρέντζα    ετών 48
Μαρία Σ. Πρέντζα      ετών 15
Ευάγγελος Γ. Πρέντζας    ετών 56
Ευθαλία Ε. Πρέντζα  ετών 18
Δημήτριος Γ. Τάτσης   ετών 32
Αικατερίνη Δ. Τάτση   ετών 30
(οι τελευταίοι ήταν γιος και νύφη του εφημερίου της Ενορίας Πετροβουνίου Ιερέως Γεωργίου Τάτση ή Παπα Γούλα, άφησαν πίσω τρία ορφανά παιδιά, τα οποία ανάθρεψε στη συνέχεια ο έτερος γιος του παπα Γούλα, Ιερέυς Ελευθέριος Γ. Τάτσης).
          
Τσίμοβο Πετροβουνίου. Το σημείο του δυστυχήματος του 1958.
      Για περισσότερα αναζητείστε στην παρακάτω διεύθυνση το εμπεριστατωμένο άρθρο "Απροσδόκητη συμφορά στα Τζουμέρκα" του συγχωριανού μας κ. Αλεξάνρου Ε. Γκορτζή, συνταξιούχου Εκπαιδευτικού, τέως Σχολικού Συβμούλου Α/θμιας Εκπαίδευσης:http://issuu.com/vincentd/docs/tzoumerka201                                                     
Η συγκλονιστική αφήγηση μιας γυναίκας που επέζησε απ' το τραγικό δυστύχημα στο Τσίμποβο στις 22 Δεκέμβρη 1958
«Πλησίαζαν οι μέρες των Χριστουγέννων και θα πήγαινα στο χωριό μου τους Χουλιαράδες. Ήμουν τότε 17 στα 18 μου χρόνια Δεν ανέβηκα την προηγούμενη ημέρα γιατί δεν είχα γυναικεία παρέα και ξέρετε την εποχή εκείνη ήταν δύσκολο να ταξιδέψει μια γυναίκα ανύπαντρη μόνη της σε τόσους άντρες. Μιας και κανόνισα με την κουμπάρα μου η οποία λέγονταν Όλγα Μαστοράκη, αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε την Δευτέρα 22 Δεκέμβρη του έτους 1958 το πρωί. Μάλιστα τα εισιτήρια μου τα είχε κλείσει εκείνη».





Έτσι ξεκινάει την αφήγησή της η 75 χρονη πλέον Σταυρούλα Κωνσταντινίδη-Βράνου για να μας εξιστορήσει το μοιραίο δρομολόγιο της ημέρας εκείνης. Της ημέρας που παραμονές Χριστουγέννων «βύθισε» σε πένθος τα χωριά των Τζουμέρκων και κυρίως το Πετροβούνι, τους Χουλιαράδες, το Μιχαλίτσι, την Πράμαντα και το Ματσούκι.
«Δευτέρα πρωί πήγαμε στο πρακτορείο του ΚΤΕΛ Ιωαννίνων για τα χωριά μας που τότε βρισκόντανε ακριβώς πίσω απ’ το τζαμί της Καλούτσιανης. Ήταν νωρίς το πρωί γύρω στις 7 η ώρα. Το λεωφορείο ήταν μικρό με 24 θέσεις. Να διευκρινίσω ότι τα δρομολόγια τότε ήταν δύο, ένα πρωινό και ένα απογευματινό. Εμείς όπως και όλοι οι αδικοχαμένοι επιλέξαμε το πρωινό δρομολόγιο, αγνοώντας τα παιχνίδια της μοίρας.
Το λεωφορείο σχεδόν γέμισε και ξεκινήσαμε για το μοιραίο και τελευταίο για πολλούς ταξίδι.
Στο Χαροκόπι όμως το λεωφορείο σταμάτησε να πάρει κι άλλους επιβάτες και θυμάμαι ότι μόλις το αυτοκίνητο γέμισε ο οδηγός δεν ήθελε να πάρει τους πλεονάζοντες, αλλά αυτοί επέμεναν και τελικά έπεισαν τον οδηγό και τον εισπράκτορα να τους μεταφέρουν. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν βρεθεί σε γάμο στο Χαροκόπι και ασφαλώς ήθελαν να ταξιδέψουν και να φτάσουν στα χωριά τους. Μετά από πολλά παρακάλια, ο οδηγός δέχτηκε τελικά να τους πάρει και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι είχανε γεμίσει τον διάδρομο βάζοντας καρεκλάκια για να καθίσουν.
Φτάνοντας στο Τσίμποβο στο ποτάμι, συναντήσαμε κι άλλον έναν χωριανό μας τον Κώστα Σιόντη ο οποίος σταμάτησε το λεωφορείο αλλά ο οδηγός δεν τον πήρε.
Παίρνοντας όμως τις ανηφόρες με τα πέταλα το λεωφορείο, τον ξανασυναντά στο επόμενο πέταλο καθώς αυτός με πεζοπορία «έκοβε» δρόμο και κατάφερνε με κόπο να βρεθεί πάλι μπροστά απ’ το λεωφορείο. Αλλά και πάλι ο οδηγός δεν τον πήρε, μέχρι να ξανασυναντηθούν στο αμέσως επόμενο πέταλο και τελικά να πείσει τον οδηγό κατάκοπος όπως ήταν να τον πάρει κι αυτόν. Τι να πώ…. Αυτός ο άνθρωπος κυνηγούσε την μοίρα του. Χίλιες φορές να μην τον είχε πάρει, τώρα θα ζούσε ο άνθρωπος. Λίγα πέταλα ακόμη του απέμειναν για να φτάσει, κάτι λιγότερο από 1000 μέτρα. Τι να πει κανείς… έτσι ήθελε ο Θεός»
Είναι η πρώτη φορά που η κα Σταυρούλα παίρνει βαθιά ανάσα, καθώς οι θύμησες της φέρνουν θλίψη, συμπόνοια για τους συγγενείς που έχασαν τους ανθρώπους τους, θυμό για όλα όσα συνέβησαν  την ημέρα εκείνη.
«Έτσι συνολικά πριν την μοιραία στροφή οι επιβαίνοντες στο λεωφορείο έγιναν 34 άτομα μαζί με τον οδηγό και τον εισπράκτορα. Φανταστείτε σε 24 ατόμων λεωφορείο ήμασταν 34 άτομα. Το δρομολόγιο τότε γινόντανε μέχρι το χάνι του Μήτσου Βαγγέλη που βρισκόντανε στον Κέδρο. Η ώρα πρέπει να πλησίαζε τις 9 με 9.30 το πρωί και ήταν μια ηλιόλουστη μέρα.
Στην μοιραία λοιπόν στροφή, λίγο πριν φτάσουμε στον τελικό προορισμό μας και λόγω του ότι ο δρόμος τότε ήταν πιο στενός από τώρα, το λεωφορείο δεν κατάφερε να πάρει αμέσως την στροφή και χρειαζόντανε να κάνει μανούβρα. Ο εισπράκτορας προσπαθούσε τότε να κατευθύνει τον οδηγό και κατέβηκε με σκοπό να βάλει μια πέτρα στους πίσω τροχούς του αυτοκινήτου και την κρατούσε στα χέρια του αλλά….. Ξαφνικά όπως ήμουν και σχετικά αφηρημένη, δεν κατάλαβα τι γινόντανε εκείνη την στιγμή. Ακούω την κουμπάρα μου και χωριανή μου που φώναξε «Μωρέ τι πάθαμε…» και τότε το λεωφορείο σηκώθηκε σχεδόν αμέσως στις πίσω ρόδες. Εμείς οι δύο με την κουμπάρα μου, καθόμασταν στις πρώτες θέσεις και εγώ χωρίς να καταλάβω τίποτε και ασυνείδητα, όπως φώναξε η κουμπάρα μου, σηκώθηκα όρθια  και βρέθηκα έξω απ’ το λεωφορείο απ’ την ανοικτή πόρτα που είχε αφήσει ο εισπράκτορας. Χωρίς να το καταλάβω και χωρίς να πηδήξω απ’ αυτό. Το μόνο που θυμάμαι απ’ αυτήν την στιγμή είναι ότι μόλις σήκωσα το κεφάλι αφότου βρέθηκα έξω απ΄το λεωφορείο είναι οι τέσσερις ρόδες του. Είχε ήδη αναποδογυρίσει. Με είχα δε χτυπήσει λίγο στο πόδι μου, δεν ξέρω πώς.
Όπως κατάλαβα αργότερα, πρέπει το λεωφορείο να βρήκε μπάζα στις πίσω ρόδες, και όπως ήταν και μεγάλη κατηφόρα, ξέφυγε απ’ τον έλεγχο του οδηγού και ξεκίνησε να αναποδογυρίζει».
Δεύτερη πιο μεγάλη παύση για την κα Σταυρούλα. Το κεφάλι της χαμηλωμένο και η ταραχή της θύμησης του ατυχήματος έντονα εκδηλωμένη στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό της.


«Αρκεστήκαμε μέσα στην ταραχή μας να βλέπουμε το λεωφορείο να κατευθύνεται όπως αναποδογύριζε προς το ποτάμι. ΄΄Τι πάθαμε …΄΄  λέω στον εισπράκτορα και μου απαντά ΄΄εμείς δεν πάθαμε τίποτε, αλλοίμονο στον κόσμο΄΄  
Και ξαφνικά τον έχασα τον εισπράκτορα. Πήρε τον κατήφορο πίσω απ’ το λεωφορείο. Αυτό είχε αρχίσει να διαλύεται πέφτοντας. Στο πρώτο κτύπημα στον τοίχο που υπήρχε πετάχτηκε κι ένας άντρας ουσιαστικά στο κενό αλλά αυτός σώθηκε γιατί σκάλωσε σε κάτι πουρνάρια. Κι όπως διαλύονταν το λεωφορείο άψυχα κορμιά άρχισαν να διασκορπίζονται δεξιά και αριστερά. Η ταραχή μας ήταν πολύ μεγάλη. Εγώ τα είχα τόσο χαμένα που άρχισα να μαζεύω τις φουρκέτες που μου είχαν φύγει απ’ τα μαλλιά μου που τα είχα τότε μακριά. Ο εισπράκτορας όπως σας είπα είχε εξαφανιστεί κι αυτός.
Άρχισα να ανηφορίζω και λίγα μέτρα πιο πάνω συναντώ μια γυναίκα που έβοσκε τα πρόβατά της και είχε δει το λεωφορείο. Της ζήτησα να με βοηθήσει γιατί ζαλιζόμουν. Ίσως απ’ την ταραχή μου; Γιατί χτύπημα δεν είχα εκτός απ’ το πόδι μου. Της λέω τότε ΄΄ζαλίζομαι πιάσε με να καθήσω κάπου΄΄.  Η γυναίκα αυτή λοιπόν μου απάντησε πως ΄΄α δεν πιάνω κανέναν εγώ, είμαι νιόπαντρη΄΄.
΄΄Καλά της λέω ζωντανή είμαι δεν είμαι πεθαμένη΄΄.. Έτσι πίστευε τότε ο κόσμος…. Τελικά δεν με βοήθησε . Έκατσα μόνη μου σε μια πέτρα.
Έμεινα εκεί θολωμένη, κάτι σαν τρελή. Δεν μπορούσα να το πιστέψω αυτό που είχε συμβεί. Σκεφτόμουν ότι είχε χαθεί και η κουμπάρα μου μαζί με τόσο κόσμο. Σε πέντε λεπτά είχε αρχίσει να έρχεται κόσμος που κατέβαιναν για τα Γιάννενα  στα πρώτα άτομα που κατέβαιναν ήταν και ένας γαμπρός μου που περίμενε την αδερφή του να ανέβει στο χωριό με το λεωφορείο.
΄΄Η Μαρία ήταν μέσα;΄΄ με ρωτάει αυτομάτως. Μόλις του είπα ότι δεν ήταν μέσα άρχιζε να μ’ αγκαλιάζει σαν τρελός.
Άλλοι είχαν ήδη ανέβει στο χάνι κι εκεί με το τηλέφωνο του Μήτσου Βαγγέλη είχαν αρχίσει να ειδοποιούν και στα Γιάννενα και στα χωριά τον κόσμο. Αρκετοί άνθρωποι που βρισκόνταν στο χάνι, είχαν ήδη αρχίσει να κατεβαίνουν για τον τόπο του δυστυχήματος, για να δουν και να προσφέρουν βοήθεια. Ποια βοήθεια;…
Ο γαμπρός μου με ανέβασε μέχρι το χάνι και με έβαλαν σε ένα άλογο για να πάω στο χωριό. Πρώτη μου φορά ανέβαινα σε άλογο γιατί τα φοβόμουνα.
Στην είσοδο του χωριού με περίμενε ο πατέρας μου. Είχαν ήδη μάθει για το λεωφορείο γιατί ο πατέρας μου ήταν γραμματέας και πήραν αμέσως τηλέφωνο. Ο πατέρας μου πάλι, είχε επικοινωνήσει με έναν θείο μου στα Γιάννενα και καθώς εκείνος του είπε πως είχα φύγει για το χωριό, γύρισε στην μάνα μου και της είπε ΄΄πάρε ένα τσουβάλι και πάμε να μαζέψουμε την Σταυρούλα απ’ το ποτάμι΄΄»
Η κα Σταυρούλα βουρκώνει. Σιωπή, με κατεβασμένο το κεφάλι, κάνει προσπάθεια να συνεχίσει μα πολύ πιο δύσκολα τώρα της βγαίνουν οι κουβέντες..
«Δύσκολες ώρες μα πιο πολύ για τους ανθρώπους εκείνους που είχαν τρελαθεί, μη ξέροντας ποιοι απ’ τους δικούς τους ταξίδευαν και ποιοι όχι. Βγήκε και η μάνα μου και τότε ξεσπάσαμε όλοι σε κλάματα.
Κάπου εκεί τελείωσαν για μένα, όλα όσα τράβηξα. Αλίμονο στον κόσμο που χάθηκε. Απλά, βλέπαμε τον κόσμο να κουβαλάει τους νεκρούς του και όλη η περιοχή να έχει  ένα αβάσταχτο πένθος.
Αργότερα έμαθα πως σώθηκαν και άλλες δυο κοπέλες κατά την κατρακύλα του λεωφορείου, η μία όμως μέχρι να την πάνε στο νοσοκομείο στα Γιάννενα πέθανε. Σώθηκαν όμως κι ένας παππούς απ’ το Ματσούκι και ένας νεαρός τότε απ’ την Πράμαντα που ονομάζονταν θυμάμαι Γεροδήμος και ήταν φαντάρος τότε. Αυτός δε, είχε φτάσει με τα υπολείμματα του λεωφορείου κάτω στο ποτάμι και τον είδαν αφού είχαν περισυλλέξει τους άλλους. Τον είδαν μάλιστα να τους καλεί κουνώντας τα χέρια του. Συνολικά δηλαδή πέντε άτομα ζήσαμε απ’ αυτό το τραγικό δυστύχημα.
Στο Μιχαλίτσι και το Πετροβούνι τα θύματα δεν τα πήγαν στα σπίτια τους, αλλά τα ξενύχτησαν ομαδικά στις εκκλησιές.
Ανάμεσα στα θύματα ήταν και δύο αντρόγυνα με παιδί τους».

Κάπου εκεί σταματάει την αφήγησή της η κα Σταυρούλα Βράνου. Καταβεβλημένη και βουρκωμένη ακόμη, νοιώσαμε πως παρόλο που πέρασαν τόσα χρόνια απ’ το τραγικό αυτό δυστύχημα, εκείνη ξαναζούσε εκείνες τις στιγμές, λες και δεν πέρασε ούτε μια μέρα. Μακάριζε την τύχη της που επέζησε αλλά οι εικόνες αυτές του λεωφορείου να αναποδογυρίζει και να χάνεται στην κακοτοπιά της χαράδρας, την «στοιχειώνουν» ακόμη και σήμερα.
Συνολικά σκοτώθηκαν την ημέρα εκείνη 29 άτομα. Απ’ αυτούς 12 ήταν άντρες και 17 ήταν γυναίκες. Αυτοί που επέζησαν ήταν 5 συνολικά, 3 άντρες και 2 γυναίκες.
Ο οδηγός του λεωφορείου ήταν απ’ τον Παρακάλαμο Πογωνίου. Μάλιστα λέγεται ότι ο οδηγός είχε διαμαρτυρηθεί ότι τα φρένα δεν λειτουργούσαν καλά, αλλά υποχρεώθηκε απ’ την διοίκηση του ΚΤΕΛ να κάνει το δρομολόγιο και να τα επισκευάσει μετά.
Στο λεωφορείο επέβαινε και η αδερφή της μεγάλης ηθοποιού Έλλης Λαμπέτη η οποία ήταν δασκάλα σε κάποιο απ’ τα χωριά και ονομαζόντανε Ειρήνη Λούκου, που ήταν και το πραγματικό επίθετο της Έλλης και όχι το καλλιτεχνικό (Την πληροφορία αυτή την γράφουμε με κάθε επιφύλαξη)
Απ’ το Συρράκο ήταν να ταξιδέψει με το λεωφορείο ο Τάκης Μπίτσιος ο οποίος όμως για καλή του τύχη συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει την βέρα της γυναίκας του στον μάστορα που είχε ξεκολίσει, με αποτέλεσμα τελευταία στιγμή και έχοντας εκδόσει και τό εισιτήριο να μην επιβιβαστεί και να αναβάλλει το ταξίδι του για το μεσημεριανό δρομολόγιο.
Στο σημείο του δυστυχήματος, ο τότε Kοινοτάρχης Xουλιαράδων κ. Xρήστος Pάπτης, ανήγειρε, με τη βοήθεια των συγγενών των 29 νεκρών, μνημείο με τύμβο, στον οποίο αναγράφονται τα ονόματα των θυμάτων, και εικόνισμα, ενώ φυτεύθηκαν και 29 κυπαρίσσια, ένα για κάθε νεκρό.
Πριν από 20 χρόνια, οι συγγενείς των θυμάτων, καθιέρωσαν ένα μνημόσυνο, το οποίο γίνεται κάθε πέντε χρόνια. Το τελευταίο έγινε την περυσινή χρονιά 2010 παρουσία πλήθους συγγενών των θυμάτων
Τελειώνοντας να αναφέρουμε ότι για το τραγικό αυτό περιστατικό γράφτηκε και τραγούδι απ’ τον αείμνηστο Γιώργο Γεροδήμο το οποίο είναι σε σκοπό τσάμικο.
Το τραγούδι είναι το παρακάτω:
Μαύρα μαντάτα ήρθανε στα δόλια τα Τζουμέρκα.
Στο Πετροβούνι βρε παιδιά, στο δόλιο Μιχαλίτσι,
στους Χουλιαράδες πέρασαν και μέχρι το Προσήλιο,
στα Πράμαντα διαβήκανε και πέρα στο Ματσούκι.
Δευτέρα μέρα κίνησαν στα σπίτια τους να πάνε,
Χριστούγεννα να κάνουνε μαζί με τους δικούς τους.
Το Τζίμοβο ανεβαίνανε, κοντεύανε τον Κέδρο
κι ο χάρος παραμόνευε στο στρίψιμο του δρόμου
σαν ξαφνικά τους φώναξε ο άμοιρος σωφέρης
Παιδιά μ’ όλοι χανόμαστε και στου Θεού τα χέρια
Κι όλοι μαζί βρεθήκανε στο χάος της αβύσσου
Το είναι τους αφήκανε στους βράχους του Αράχθου3
Ενθυμήματα: το δυστύχημα στου Κύρκου



     Η καταγραφή σημαντικών γεγονότων, έκτακτων καιρικών φαινομένων που δημιούργησαν ποικίλα προβλήματα και γενικά διάφορων ενθυμημάτων ακόμη και ασήμαντων, όπως χρονολογία και υπογραφή κάποιου, ήταν πολύ συνηθισμένη κατά το παρελθόν σε διάφορα βιβλία, κυρίως λειτουργικά (εκκλησιαστικά βιβλία που χρησιμοποιούνται για τις ιερές ακολουθίες). Τα ενθυμήματα αυτά μας διασώζουν πολλές πληροφορίες του παρελθόντος τις οποίες είτε αγνοούμε, είτε έχουμε λησμονήσει, είτε έχουν περάσει απαρατήρητες την εποχή που καταγράφηκαν, και σήμερα αποτελούν τις μόνες έγκυρες καταγεγραμμένες πηγές.

Ο ψάλτης του Χαροκοπίου
και Γραμματεύς της
Κοινότητος Πετροβουνίου
 Ευάγγελος Θ. Βαγγέλης (Βαγγέλ' Σιώζιος).
   Ένα παρόμοιο ενθύμημα αντίκρισα κάποια μέρα φυλλογυρίζοντας ένα παλαιό μηναίο του Ι.Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Χαροκοπίου. Ο τότε ψάλτης του χωριού και Γραμματέας της Κοινότητος Πετροβουνίου Ευάγγελος Θ. Βαγγέλης (γνωστός στο χωριό ως Βαγγέλ’ Σίωζος), απόφοιτος του Σχολαρχείου, διέσωσε την πληροφορία ενός δυστυχήματος που συνέβη στο Χαροκόπι και το οποίο διαφεύγει από πολλούς ηλικιωμένους σήμερα:

Σημ. -   Τὴν εἰκοστὴν <20 sup="">η
> Σ/βρίου 
1946 ἡμέραν Παρασκευὴν καὶ περὶ ὥ-
ραν 6ην μ.μ. ἐγένετο ἐνταύ-
θα καὶ ἐν τῇ θέσῃ τῆς οἰκιας Κύρ-
κου εἰς ὀχετὸν- αυτοκινητιστι-
κὸν δυστύχημα μὲ ἀποτέλεσμα 
τὸν φόνον τοῦ Κων/νου Χρ. 
Μπούτσορα ἐκ Πετροβουνίου – 
καὶ τὸν τραυματισμὸν ἄλλων 
ἐνδεκα <11> ἐκ διαφόρων χω-
ρίων.

Χαροκόπιον 22/9/46

Ταῦτα
Πρὸς μνείαν τῶν μεταγενεστέρων

(υπογραφή Ε.Θ.Βαγγέλης)

     Είναι γεγονός ότι στις 20 Σεπτεμβρίου 1946 συνέβη ένα τραγικό δυστύχημα στου «Κύρκου» (στη στροφή πριν την είσοδο στο Χαροκόπι), όπου ένα φορτηγό αυτοκίνητο με δώδεκα επιβαίνοντες εξετράπη της πορείας του με αποτέλεσμα την πτώση του στον οχετό που δημιουργεί η πετρόκτιστη γέφυρα του δρόμου, και το θάνατο ενός ηλικιωμένου ανθρώπου του Κωνσταντίνου Χρ. Μπούτσορα από το Πετροβούνι, καθώς και τον τραυματισμό των υπολοίπων.  
     
Η γέφυρα του δυστυχήματος,
 όπως είναι σήμερα.
Η εκτροπή του αυτοκινήτου οφειλόταν στην αδεξιότητα του οδηγού, που ήταν νεαρός -πιθανώς ανήλικος- και δεν είχε δίπλωμα αυτοκινήτου, ειδικά για ένα όχημα βαρέου τύπου όπως αυτό του δυστυχήματος. Επιπλέον, πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν το υποτυπώδες οδόστρωμα και η τεχνολογία του αυτοκινήτου της εποχής, παράμετροι που απαιτούσαν εξαιρετική ικανότητα οδήγησης.    
     Το τραγικό γεγονός προκάλεσε αναστάτωση στους λιγοστούς, την εποχή εκείνη, κατοίκους του Χαροκοπίου. Όλα αυτά συνέβησαν ημέρα Παρασκευή, και την αμέσως επόμενη Κυριακή ο ψάλτης του χωριού ευρισκόμενος στον Ναό της Παναγίας (παλαιό Ναό) του Χαροκοπίου για τη Θεία Λειτουργία, κατέγραψε την ανωτέρω πληροφορία σε ένα μηναίο (=Μηναῖο Σεπτεμβρίου, έκδόσεις «ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΣΑΛΙΒΕΡΟΣ», ἐν Ἀθῆναις  1904) με σκοπό να διασώσει την μνήμη του γεγονότος στους μελλοντικούς του διαδόχους. Έτσι, κι εμείς σήμερα επαναφέρουμε στο φως το ενθύμημα αυτό για να συνεχίσουμε την τακτική του αειμνήστου Ευαγγέλου Θ. Βαγγέλη, και να κοινοποιήσουμε το «εύρημα» στους λοιπούς ενορίτες μας.     
Το Γεφύρι στο Τσίμοβο
Το γεφύρι βρισκόταν κάτω απο το χωριό Χαροκόπι στη θέση Τσίμοβο. Σήμερα υπάρχουν μόνο τα απομεινάρια του. Η κατάρρευση της αρχικής πέτρινης κατασκευής οδήγησε στην δημιούργια τσιμεντένιας το 1946. Σήμερα η διέλευση σε αυτό το σημείο του Αράχθου γίνεται απο νεότερη γέφυρα. Το γεφύρι οδηγεί απο Χαροκόπι προς τα Κατσανοχώρια στο  σημείο που ο δρόμος περνάει τον Άραχθο.
Γεφύρι Στο Τσίμοβο

Δεν υπάρχουν σχόλια: