Ανεμορράχη Τζουμέρκων
Η Ανεμορράχη (Τοπική Κοινότητα Ανεμορράχης - Δημοτική Ενότητα ΑΘΑΜΑΝΙΑΣ), ανήκει στον δήμο ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ της Περιφερειακής Ενότητας ΑΡΤΑΣ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα "Καλλικράτης".
Η επίσημη ονομασία είναι "η Ανεμορράχη". Έδρα του δήμου είναι το Βουργαρέλι και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου.
Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο "Καποδίστριας", μέχρι το 2010, η Ανεμορράχη ανήκε στο Τοπικό Διαμέρισμα Ανεμορράχης, του πρώην Δήμου ΑΘΑΜΑΝΙΑΣ του Νομού ΑΡΤΗΣ.
Η Ανεμορράχη έχει υψόμετρο 400 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 39,3097962732 και γεωγραφικό μήκος 21,0780045471. Οδηγίες για το πώς θα φτάσετε στην Ανεμορράχη θα βρείτε εδώ.
Τα Αθαμανικά όρη ή Τζουμέρκα
Τα Αθαμανικά όρη ή Τζουμέρκα είναι μεγάλη οροσειρά της δυτικής Ελλάδος, που ουσιαστικά αποτελεί τμήμα της ευρύτερης οροσειράς της Πίνδου. Η υψηλότερη κορυφή τους είναι η Κακαρδίτσα με υψόμετρο 2.429 μέτρα και η επόμενη ψηλότερη είναι το Καταφίδι (ή Καταφύδι) με υψόμετρο 2.393 μέτρα. Καταλαμβάνουν τμήμα των νομών Ιωαννίνων, Άρτας και Τρικάλων. Το όριο τους στα ανατολικά είναι ο ποταμός Αχελώος που διαχωρίζει τα Αθαμανικά Όρη από την υπόλοιπη Πίνδο, ενώ βόρεια γειτονεύουν με τον Λάκμο. Η οροσειρά χωρίζεται σε δύο επιμέρους τμήματα. Το βορειότερο τμήμα που βρίσκεται στα όρια των νομών Ιωαννίνων και Τρικάλων ονομάζεται Κακαρδίτσα και σε αυτό ανήκει η υψηλότερη κορυφή της οροσειράς. Το νοτιότερο τμήμα είναι τα κυρίως Τζουμέρκα και ανήκει στο μεγαλύτερο τμήμα του στον νομό Άρτας.
Τα Αθαμανικά όρη έχουν χαρακτηριστεί μία από τις σημαντικές περιοχές για πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΠΕ) και έχουν ανακηρυχθεί σε Εθνικό Πάρκο (Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων, Περιστερίου και χαράδρας Αράχθου) .
Βορειότερο τμήμα
Το βορειότερο τμήμα της οροσειράς ονομάζεται Κακαρδίτσα και περιλαμβάνει την υψηλότερη κορυφή της οροσειράς με υψόμετρο 2.429 μέτρα. Η κορυφή αυτή βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Ματσούκι, Μελισσουργοί και Αθαμανία. Άλλες υψηλές κορυφές της Κακαρδίτσας είναι οι: Καταραχιάς (2.299μ), Χίλια εξήντα (2.253μ), Τσούμα Πλαστάρι (2.188μ) , Κρυάκουρας (2.100μ), Φούρκα (2.100μ), Καταφύγι (2098.) και Βαρικό (2.007μ). Χωρίζεται από τον Λάκμο από τα ρέματα Νέγκρη και Μονοδέντρι ενώ ενώνεται με αυτόν με τον αυχένα Μπάρο. Από το νοτιότερο τμήμα των Τζουμέρκων χωρίζεται από το Μελισσουργιώτικο ποτάμι.
Νοτιότερο τμήμα
Το νοτιότερο τμήμα ανήκει κυρίως στον νομό Άρτας. Ορίζεται δυτικά από την κοιλάδα του Αράχθου, ανατολικά από τον Αχελώο, στα βορειοανατολικά χωρίζεται από την Κακαρδίτσα από το Μελισσουργιώτικο ποτάμι, και νότια συνδέεται με τα Όρη Βάλτου. Η υψηλότερη κορυφή του είναι το Καταφύδι με υψόμετρο 2.393 μ. Άλλες ψηλές κορυφές είναι οι: Στρογγούλα (2.107μ), Γερακοβούνι (2.211μ), Αγκάθι (2.392μ) και Σκλάβα (2.067 μ)
Οικισμοί χτισμένοι περιμετρικά του νότιου τμήματος είναι οι Κτιστάδες, οι Μελισσουργοί, η Πράμαντα, η Άγναντα, το Βουλγαρέλι, τα Θεοδώριανα, το Καταφύγιο, τα Κονάκια, ο Καταρράκτης, η Κρυοπηγή, η Ράμια, τα Λεπιανά, το Αθαμάνιο, η Μικροσπηλιά κλπ.
Για κάποια γεωγραφικά έντυπα τα Αθαμανικά όρη ή Τζουμέρκα περιορίζονται μόνο σ’ αυτό το τμήμα, ενώ η Κακαρδίτσα θεωρείται ξεχωριστή οροσειρά.
Τα Αθαμανικά όρη οφείλουν την ονομασία τους στο αρχαιοελληνικό φύλο των Αθαμανών που ήταν εγκατεστημένο στην περιοχή αυτή. Οι Αθαμάνες άκμασαν κυρίως τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ. όπου διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις συγκρούσεις μεταξύ Μακεδόνων και Αιτωλών. Το όνομα Τζουμέρκα είναι σλαβικής προέλευσης και σημαίνει ελλέβορος. Παράβαλε πολωνικό ciemiernik, ουκρανικό Чемерник, και ρωσικό чемерица.
Τζουμέρκα: ένας επίγειος παράδεισος στην Πίνδο
Τα Αθαμανικά όρη ή Τζουμέρκα στην κεντρική Πίνδο και τα χωριά που απλώνονται στην περιοχή, αποτελούν έναν από τους εναπομείναντες «παραδείσους» επί γης, με εκπληκτικές φυσικές ομορφιές και με τουριστική ανάπτυξη που δεν έχει αλλοιώσει το περιβάλλον.
Στην κεντρική Πίνδο, ανάμεσα στον Άραχθο και τον Ασπροπόταμο, βρίσκονται τα Τζουμέρκα ή Αθαμανικά όρη, το φυσικό σύνορο μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας που καταλαμβάνει τμήμα των νομών Ιωαννίνων, Άρτας και Τρικάλων ( http://bit.ly/rH6dio ). Όσο για την ονομασία τους, φέρεται να είναι βλάχικης προελεύσεως καθώς «τζουμ» στα βλάχικα, σημαίνει απότομη κορυφή.
Η υψηλότερη κορυφή τους είναι η Κακαρδίτσα με υψόμετρο 2.429 μέτρα και η επόμενη ψηλότερη είναι το Καταφύδι με υψόμετρο 2.393 μέτρα, ενώ σημαντικά χωριά τους (τα λεγόμενα Τζουμερκοχώρια) είναι οι Καλαρρύτες, οι Μελισσουργοί, η Πράμαντα, η Άγναντα, η Αθαμανία, το Βουργαρέλι και το Γαρδίκι Τρικάλων και δεκάδες ακόμη παραδοσιακοί οικισμοί, περιτριγυρισμένοι από χαράδρες, φαράγγια και επιβλητικά βουνά. Το ορεινό ανάγλυφο, τα πλούσια δάση, τα ποτάμια και οι καταρράκτες μαγεύουν τους επισκέπτες, καθώς συνθέτουν ένα τοπίο γοητευτικό και συγχρόνως άγριο και επιβλητικό.
Μια περιήγηση στους οικισμούς, στα πλούσια δάση και στα παραποτάμια οικοσυστήματα θα σας δώσει τη δυνατότητα να απολαύσετε το καταπληκτικό τοπίο, αλλά να έχετε υπόψη σας ότι το οδικό δίκτυο δε θα σας διευκολύνει και πολύ, καθώς οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι και στενοί και χαράδρες εκατοντάδων μέτρων βρίσκονται σε απόσταση… αναπνοής. Αξίζει όμως με το παραπάνω…
Τα Τζουμερκοχώρια
Τα Τζουμέρκα συνδέουν τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία με την Ήπειρο και έχουν ως δυτικό τους σύνορο τον Άραχθο, που στο παρελθόν αποτελούσε φυσικό όριο μεταξύ ελεύθερης Ελλάδας και οθωμανικού κράτους.
Τα 47 γραφικά χωριά και οι παραδοσιακοί οικισμοί τους –πολλά από τα οποία βρίσκονται σε υψόμετρο άνω των 2000 μέτρων- έχουν κοινό πολιτιστικό και ιστορικό παρελθόν. Χτίστηκαν μεταξύ 14ου και 15ου αιώνα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην νεότερη ελληνική ιστορία, καθώς συνέβαλαν ενεργά, τόσο στον επαναστατικό αγώνα του 1821, όσο και στην αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών.
Σημαντικότερα χωριά είναι η Πράμαντα, το Συρράκο και οι Καλαρρύτες. Η Πράμαντα είναι το μεγαλύτερο από τα χωριά της περιοχής και εκεί όπου θα συναντήσετε τη σημαντικότερη τουριστική ανάπτυξη.Το δομημένο περιβάλλον έρχεται σε πλήρη αρμονία με το φυσικό –με πετρόκτιστα σπίτια και αρχοντικά- ενώ πολλά χωριά έχουν ενταχθεί στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000, εξαιτίας των σπάνιων ειδών ορνιθοπανίδας που φιλοξενούν και τα ποία απειλούνται με εξαφάνιση.
Τα Τζουμερκοχώρια δεν είναι από τις περιοχές που έχει αλλοιώσει ο υπέρμετρος τουρισμός. Εντούτοις θα βρείτε εκεί οργανωμένους ξενώνες και ενοικιαζόμενα δωμάτια, αλλά και εστιατόρια και γραφικές ταβέρνες με παραδοσιακές ηπειρώτικες γεύσεις.
Το φυσικό τοπίο και τα στολίδια του
Η ευρύτερη περιοχή των Τζουμέρκων είναι γεμάτη δάση, ενώ ιδιαίτερα πλούσια είναι η χλωρίδα και η πανίδα της. Εκεί βρίσκεται και ο ποταμός Άραχθος, καθώς και ο παραπόταμός του, ο Καλαρύτικος. Από τα Αθαμανικά Όρη πηγάζουν επίσης αρκετοί παραπόταμοι του Αχελώου και του Άραχθου.
Κατά την περιήγησή σας στα Τζουμέρκα θα συναντήσετε πολλά πέτρινα παραδοσιακά γεφύρια ιδιαίτερης καλλιτεχνικής και αισθητικής αξίας, τα περισσότερα από τα οποία διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση, με το περίφημο γεφύρι της Πλάκας, να αποτελεί το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων. Γεφυρώνει τον Άραχθο ποταμό και βρίσκεται στα όρια Άρτας - Ιωαννίνων του συνοικισμού Πλάκας-Ραφταναίων, φτάνοντας τα 40 μέτρα μήκος και 18 με 20 μέτρα ύψος.
Δίπλα στο γεφύρι, βρίσκονται τα ερείπια από το παλιό τελωνείο, που λειτουργούσε όταν ο Άραχθος αποτελούσε το φυσικό σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μην παραλείψετε να επισκεφτείτε επίσης την κόκκινη εκκλησιά έξω από το χωριό Bουργαρέλι, ένα κορυφαίο βυζαντινό μνημείο, το λαογραφικό μουσείο του Παντελή Kαράλη στην Kυψέλη, το σπήλαιο Aνεμότρυπα λίγο έξω από την Πράμαντα και τη Mονή Kηπίνας στο δρόμο για τους Kαλαρρύτες. Για τους λάτρεις της φύσης και της περιπέτειας, τα Τζουμέρκα είναι επίσης μια καλή επιλογή καθώς διαθέτουν ιδιαίτερα πλούσιο οικοσύστημα και πεζοπορικές διαδρομές, ενώ αρκετά προστατευόμενα είδη ζώων, βρίσκουν καταφύγιο στα δάση της περιοχής που περιλαμβάνουν έλατα, βελανιδιές, οξιές, πεύκα, κουμαριές, ιτιές και πλατάνια. Επίσης, υπάρχει η δυνατότητα να ασχοληθείτε με διάφορες εναλλακτικές δραστηριότητες όπως rafting, 4x4, ποδήλατο βουνού, τοξοβολία, ιππασία κ.ά.
Περισσότερες πληροφορίες για τα Τζουμέρκα και τα Τζουμερκοχώρια, θα βρείτε στην ιστοσελίδα: http://www.tzoumerka.travel/index.htm .
Πώς θα πάτε:
Οδικώς. Aπό Aθήνα μέσω Pίου- Άρτας φτάνετε στο δρόμο για Bουργαρέλι – Άγναντα, είτε μέσω Tρικάλων - Mεσοχώρας. H διαδρομή είναι 403 χλμ. στην πρώτη περίπτωση και λίγο μεγαλύτερη μέσω Tρικάλων.
Πού θα μείνετε:
Για τη διαμονή σας στην περιοχή συμβουλευτείτε την ιστοσελίδα: http://www.tzoumerka.travel/diamoni.htm . επίσης, κοντά στην Πράμαντα και με κατεύθυνση του Μελισσουργούς, θα συναντήσετε τη διακλάδωση που οδηγεί στο καταφύγιο.
Πόπη Αθανασοπούλου
Άραχθος ο ποταμός των Τζουμέρκων
Ο Άραχθος είναι ο όγδοος μεγαλύτερος ποταμός της Ελλάδας. Έχει μήκος 110 χιλιόμετρα. Πηγάζει από την βόρεια Πίνδο και εκβάλλει στον Αμβρακικό κόλπο. Διαρρέει ένα τμήμα του νομού Ιωαννίνων και ολόκληρο τον νομό Άρτας. Στον Άραχθο συμβάλλουν οι παραπόταμοι Καλαρρύτικος, Μετσοβίτικος και Ζαγορίτικος.
Τα γεφύρια του Αράχθου
Ο Άραχθος φημίζεται για τα σπουδαία τοξωτά γεφύρια που συνδέουν τις όχθες του, όπως το γεφύρι της Άρτας και το γεφύρι της Πλάκας, που όλα μαζί υπολογίζονται σε 55 πέτρινα γεφύρια. Το γεφύρι της Πλάκας λ.χ., ήταν μονότοξο με άνοιγμα καμάρας 40 μέτρα και ύψος 19 μέτρα και εθεωρείτο το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων. Βρίσκεται κοντά στο χωριό Πράμαντα και η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1866. Κατέρρευσε την 1η Φεβρουαρίου 2015 από ισχυρές βροχοπτώσεις. Το γεφύρι της Άρτας βρίσκεται έξω από την πόλη της Άρτας και αποτελείται από τέσσερις μεγάλες καμάρες. Το συνολικό του μήκος είναι 145 μέτρα. Θεμελιώθηκε γύρω στο 1606 και η κατασκευή του είναι φορτισμένη με διάσημους λαϊκούς θρύλους. Στο πέρασμα του Αράχθου από τη χαράδρα της Πολιτσάς είναι χτισμένο το ομώνυμο γεφύρι από το 1860 και ενώνει τα Κατσανοχώρια με το Αμπελοχώρι και την ευρύτερη περιοχή των Βορείων Τζουμέρκων.
Υδροβιότοπος
Ο Άραχθος έχει πλούσια ιχθυοπανίδα που περιλαμβάνει άγριες πέστροφες, δροσίνες και μουστακάδες. Επίσης, στον Άραχθο απαντώνται πληθυσμοί ενυδρίδας ή ευρωπαϊκής βίδρας.
Οι τεχνητές λίμνες του Αράχθου
- Η τεχνητή λίμνη του Πουρναρίου βρίσκεται στα βορειοανατολικά του Δήμου Αρταίων, στη Δημοτική Ενότητα Ξηροβουνίου, έχει έκταση 20.500 στρέμματα και δημιουργήθηκε μετά την κατασκευή του ομώνυμου υδροηλεκτρικού φράγματος, του οποίου η κατασκευή ξεκίνησε το 1981 και ολοκληρώθηκε το 1997. Το συγκεκριμένο φράγμα είναι το δεύτερο σε μέγεθος στην Ελλάδα, ύψους 107 μέτρων. Η περιοχή πέριξ της λίμνης Πουρναρίου είναι μια περιοχή παρθένα και παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία πανίδας (ασβοί, λαγοί, κουνάβια, ζαρκάδια, αρκούδες λύκους), μικροπανίδας (σκαθάρια, πεταλούδες, έντομα) και ορνιθοπανίδας (πέρδικες, κίσσες, σταυραετοί, γεράκια, γύπες). H ιχθυοπανίδα της λίμνης αποτελείται από κυπρίνους, στρωσίδι, μουστακάτο, άγρια πέστροφα, χέλια. Η χλωρίδα της περιοχής συμπεριλαμβάνει αγριολούλουδα και βότανα όπως, ορχιδέες, φασκόμηλο, μέντα, ρίγανη. Κοντά στη λίμνη μπορεί κανείς να παρατηρήσει ένα δάσος κωνοφόρων, καθώς και ένα περιορισμένης έκτασης και πολύ σπάνιο δάσος βουνοκυπάρισων.
- Η τεχνητή λίμνη της Άρτας (πίσω από το ΚΤΕΛ), καλύπτει μια έκταση περίπου 90 στρεμμάτων. Η λίμνη βρίσκεται δίπλα στον ποταμό Άραχθο και δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια των έργων κατασκευής της Ιονίας Οδού. Τον Οκτώβριο του 2012, με πρωτοβουλία του Δήμου Αρταίων, η λίμνη εμπλουτίστηκε με γόνους κυπρίνου από το Κρατικό κυπρινοτροφείο στο Ψαθοτόπι, το οποίο είναι η μόνη κρατική μονάδα στην Ελλάδα που εμπλουτίζει δωρεάν τα εσωτερικά νερά της χώρας.
Η επιρροή του Άραχθου ποταμού στον Αμβρακικό κόλπο.
Η γεωµορφολογική εξέλιξη της νέας εκβολής του Άραχθου Ποταµού, στο βορειοανατολικό τµήµα του Αµβρακικού Κόλπου, µελετάται µε την ανάλυση και σύγκριση τριών αεροφωτογραφιών λήψεως 1945, 1960 και 1985 καθώς και µιας δορυφορικής φωτογραφίας του 1999. Τα δεδοµένα, που συλλέχθηκαν, εντάχθηκαν και διευθετήθηκαν σε διάφορα θεµατικά επίπεδα, µε τη βοήθεια ενός Συστήµατος Γεωγραφικών Πληροφοριών (Σ.Γ.Π.), µε σκοπό τον προσδιορισµό του ρυθµού προέλασης και/η οπισθοχώρησης της περιοχής γύρω από τη νέα εκβολή του Άραχθου Ποταµού. Εξετάζονται, επίσης, κατά πόσο οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες που λαµβάνουν χώρα στην λεκάνη απορροής και στο δελταϊκό πεδίο του ποταµού επηρεάζουν την ικανότητά του να προσχώνει την παράκτια περιοχή του Αµβρακικού Κόλπου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, όταν έγινε διευθέτηση και ευθυγράµµιση της κοίτης του Άραχθου Ποταµού, ο σηµερινός δελταϊκός λοβός άρχισε να αναπτύσσεται, προς τα νοτιοανατολικά, µε ταχύ ρυθµό. Το διάστηµα από το 1960 έως το 1987, το δέλτα παρουσιάζει µια εντυπωσιακή επιβράδυνση στην ανάπτυξή του, µε ρυθµό µόνο 30 µέτρα το χρόνο. Το αµέσως επόµενο διάστηµα (1987-1999) χαρακτηρίζεται από διάβρωση των νέων προσχώσεων και οπισθοχώρηση της ακτογραµµής. Η εξέλιξη αυτή γίνεται σε δύο στάδια: (α) ο ποταµός, πριν από το 1960, πρόσχωνε µια πολύ αβαθή παράκτια περιοχή µπροστά από τη νέα του εκβολή που ευνοούσε την γρήγορη προέλαση του δελταϊκού πεδίου, ενώ µετά το 1960 καθώς εισχωρούσε σε όλο και βαθύτερες περιοχές, η ανάπτυξή του άρχισε σταδιακά να επιβραδύνεται, και (β) µε την κατασκευή ενός πυκνού αρδευτικού δικτύου και κυρίως µε την κατασκευή του πρώτου φράγµατος Πουρναρίου, το 1981, η κατακράτηση νερού και ιζήµατος, συνέτειναν, αρχικά, στην ελάττωση της δελταϊκής προέλασης και αργότερα στην διάβρωση των νέων προσχώσεων.
1. Εισαγωγή
Η ποσότητα ιζήµατος που ένας ποταµός τροφοδοτεί τον παρακείµενο θαλάσσιο χώρο εξαρτάται κυρίως από το ανάγλυφο της λεκάνης απορροής, την γεωλογία, τις χρήσεις γης και τις κλιµατικές συνθήκες
(Woodward, 1995). Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες έχουν
αλλοιώσει τα παραπάνω φυσικά χαρακτηριστικά, µε αποτέλεσµα την δραστική µεταβολή της στερεοπαροχής των ποταµών. Οι Milliman and Syvitski (1992) και Walling (1999) υποστηρίζουν ότι η προσφορά ιζήµατος στις παράκτιες περιοχές έχει αυξηθεί από 2 έως και 10 φορές λόγω της αποψίλωσης των δασών και της καλλιέργειας των γαιών. Αντίθετα, η κατασκευή φραγµάτων στις κοίτες των ποταµών
επιφέρει κατακράτηση του µεγαλύτερου µέρους των ποτάµιων ιζηµάτων και συνεπώς ανάσχεση της δελταϊκής προέλασης ή οπισθοχώρηση της ακτογραµµής (Kapsimalis et al., 2002; Poulos and Collins, 2002).
Ο σκοπός της παρούσης εργασίας είναι να αποτυπώσει και να ερµηνεύσει τις γεωµορφολογικές αλλαγές που συνέβησαν τις τελευταίες δεκαετίες στις σύγχρονες εκβολές του Άραχθου Ποταµού. Γίνεται εκτίµηση του ρυθµού προέλασης ή οπισθοχώρησης του ενεργού δέλτα και ερευνάται κατά πόσο οι ανθρωπογενείς παρεµβάσεις στην λεκάνη απορροής και στο δελταϊκό πεδίο του ποταµού επηρεάζουν την ικανότητά του να προσχώνει την παράκτια περιοχή του Αµβρακικού Κόλπου.
Η ευρύτερη περιοχή του Αµβρακικού Κόλπου: (α) το υδρογραφικό δίκτυο και οι λεκάνες απορροής των ποταµών που εκρέουν στον κόλπο, και (β) οι γεωλογικοί σχηµατισµοί
Ο ποταµός Άραχθος πηγάζει από την οροσειρά της Πίνδου κοντά στο Μέτσοβο, ρέει µε γενική κατεύθυνση Β-Ν και εκβάλλει στον Αµβρακικό Κόλπο (Εικόνα 1α). Το µήκος του ποταµού είναι περίπου
110 km και η λεκάνη απορροής του φτάνει τα 1850 km2 (Μερτζάνης, 1992). Τα πετρώµατα που διαβρέχει ο ποταµός είναι κυρίως φλύσχης και σε µικρή έκταση ασβεστόλιθος (Εικόνα 1β). Τα νερά του Άραχθου
προέρχονται κυρίως από τη βροχή, το λιωµένο χιόνι και από διάφορες πηγές που ανήκουν σε δύο σηµαντικά κραστικά συστήµατα: το αντίκλινο του Άραχθου (ανατολικές πλαγιές των βουνών Μιτσικέλι και Ξεροβούνι) και των Τζουµέρκων. Η µέση ετήσια παροχή είναι 66,5 m3/sec µε σηµαντικές διακυµάνσεις των µέσων
µηνιαίων τιµών. Ο Βουβός Ποταµός εκβάλλει στο βορειοανατολικό άκρο του Αµβρακικού κόλπου, ανατολικά του Άραχθου Η λεκάνη απορροής του φτάνει τα 170 km2 και αποτελείται κυρίως από κλαστικά πετρώµατα (φλύσχη και oλοκαινικές αποθέσεις)
Οι σύγχρονες εκβολές του Άραχθου Ποταµού και ο βαθυµετρικός χάρτης της γειτονικής υποθαλάσσιας περιοχής. Οι ισοβαθείς καµπύλες απεικονίζονται σε µέτρα.
Το χερσαίο τµήµα ενεργού δέλτα χαρακτηρίζεται από χαµηλό ανάγλυφο, µε ύψη που δεν ξεπερνούν τα 3
µέτρα, ενώ το υποθαλάσσιο τµήµα του παρουσιάζει µικρή κλίση µέχρι την ισοβαθή των 5 µέτρων και αµέσως µετά βαθαίνει απότοµα, ώσπου να καταλήξει σε βάθος 60 περίπου µέτρων (Εικόνα 2). Οι κλιµατικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή είναι ήπιες, µεσογειακού τύπου. Οι βροχοπτώσεις είναι αρκετά ψηλές και οι µέσες ετήσιες τιµές φτάνουν τα 1200 mm (Μπόλτσης, 1986). Τα ανεµολογικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία για τον σταθµό της Άρτας (Κωστακιοί), δείχνουν ότι οι άνεµοι που επηρεάζουν τις δυναµικές διεργασίες στον παράκτιο χώρο του βορειοανατολικού
τµήµατος του Αµβρακικού Κόλπου είναι κυρίως οι νοτιοδυτικοί. Τα κύµατα που παράγονται από την
επίδραση των ανέµων έχουν συνήθως ένα ύψος περίπου 0,5 µέτρα που σε ακραίες περιπτώσεις µπορεί να φτάσει τα 1,0 – 1,2 µέτρα (Τζιαβός, 1996). Τα επιφανειακά ρεύµατα στην περιοχή µελέτης ακολουθούν µια δεξιόστροφη κίνηση, µε ταχύτητες που κυµαίνονται συνήθως γύρω στα 3 cm/sec και σπανίως ξεπερνούν τα 20 cm/sec (Τζιαβός et al., 1989).
3. Μεθοδολογία
Η αποτύπωση των γεωµορφολογικών αλλαγών που συνέβησαν τα τελευταία 60 χρόνια στον βορειοανατολικό παράκτιο χώρο του Αµβρακικού κόλπου, και συγκεκριµένα στις σύγχρονες εκβολές του ποταµού Άραχθου, πραγµατοποιήθηκε µε την ανάλυση τριών αεροφωτογραφίών της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (Γ.Υ.Σ.) που ελήφθησαν τα έτη 1945, 1960 και 1985 (Εικόνα 3). Επιπλέον,
χρησιµοποιήθηκαν: (α) µια δορυφορική φωτογραφία (Landsat) του έτους 1999, (β) τα τοπογραφικά
διαγράµµατα της Γ.Υ.Σ., κλίµακας 1:5000, έκδοσης του 1981, και (γ) ο βαθυµετρικός χάρτης της
4. Αποτελέσµατα - Συζήτηση
Η περιοχή αυτή κυριαρχείται από ιζήµατα που προέρχονται από τον Άραχθο και εν µέρει, προς την µεριά της Κόπραινας, από το Βουβό (Piper et al., 1982). Το µεγαλύτερο τµήµα των ακτών καταλαµβάνεται από διαδοχικούς δελαϊκούς σχηµατισµούς, που εξελικτικά µεταναστεύουν προς τα ανατολικά (Τζιαβός, 1996). Η
µετάθεση αυτή, όπως επίσης και η κάµψη του δέλτα προς τα ανατολικά, αποτελούν φυσική συνέπεια της δράσης των επικρατούντων σε αυτή περιοχών νοτίων – νοτιοδυτικών ανέµων.
∆υτικά της µελετούµενης περιοχής υπάρχει ο όρµος του Φειδόκαστρου που πρέπει να είχε πάρει τη
σηµερινή του µορφή πριν από περίπου 2500 χρόνια (Tζιαβός, 1993). Στην οριστική διαµόρφωση του κόλπου και του σχηµατισµού των αµµολουρίδων της λιµνοθάλασσας Λογαρού συνέβαλλαν τα ιζήµατα που προέρχονταν από: (α) τη διάβρωση του νησιωτικού συµπλέγµατος της Κορωνησίας, και (β) από τον Άραχθο που εκείνη την εποχή βρισκόταν στη θέση Παλιοµπούκα. Αργότερα, µε την αποµάκρυνση των εκβολών του Άραχθου προς τα ανατολικά, ο ποταµός σχηµάτισε ένα νέο δελταϊκό του σύστηµα που βρισκόταν περίπου 1 χιλιόµετρο νοτιοδυτικά από τη σηµερινή του θέση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 έγινε διευθέτηση και εκτροπή της κύριας κοίτης, οπότε άρχισε να αναπτύσσεται ο σηµερινός δελταϊκός λοβός.
Η εντυπωσιακή δραστηριότητα του Άραχθου ποταµού στη νέα θέση, τουλάχιστον µέχρι πριν από την κατασκευή του πρώτου φράγµατος Πουρναρίου (1981), φαίνεται σε σειρά των αεροφωτογραφιών, λήψεως του 1945 και 1960.
Από τη διάνοιξη του νέου διαύλου µέχρι το 1945, οι δελταϊκές προσχώσεις εισχώρησαν ταχύτατα στη θάλασσα κατά τουλάχιστον 2 χιλιόµετρα, µε ένα µέσο ετήσιο ρυθµό που έφτανε τα 250 µέτρα περίπου. Στον παλιό δίαυλο φαίνεται να έχει σταµατήσει κάθε δραστηριότητα, παρότι ένα µεγάλο τµήµα του είναι ακόµα γεµάτο µε νερό. Η µετάπτωση της παλιάς κοίτης από το µαιανδρικό (άνω τµήµα) στο ευθύγραµµο (κάτω τµήµα) σχήµα υποδηλώνει µια προσπάθεια διευθέτησης που έγινε λίγο πριν από την διάνοιξη του νέου διαύλου. Εκτός από την κύρια κοίτη του, ο Άραχθος εξέβαλλε στον Αµβρακικό Κόλπο µέσω ενός δικτύου
από πολυάριθµα, δευτερεύοντα κανάλια τα οποία λειτουργούσαν σε περιόδους πληµµύρων. Στα δυτικά του
ενεργού δέλτα, βρίσκεται η λιµνοθάλασσα της Παλιοµπούκας, η οποία έχει τριγωνικό σχήµα, µε την µια γωνία της να κατευθύνεται προς το νότο. Οι µαιανδρικοί ποτάµιοι σχηµατισµοί που διακρίνονται βόρεια της λιµνοθάλασσας, αποτελούν αδιάψευστη µαρτυρία µιας παλιάς εγκαταλελειµµένης εκβολής του Άραχθου. Ανατολικά του δέλτα, διακρίνονται οι εκβολές του Βουβού ποταµού που αναπτύσσονται σε έναν άξονα Β- Ν.
Από το 1945 µέχρι το 1960, οι δελταϊκές προσχώσεις του Άραχθου επεκτάθηκαν, µπροστά από το νέο δίαυλο, άλλα 1700-1800 µέτρα, φτάνοντας νότια από τις εκβολές του Βουβού και περιορίζοντας την έκταση της λιµνοθάλασσας της Κόπραινας. Ο ρυθµός προέλασης παρότι είναι πιο µικρός από την προηγούµενη περίοδο, είναι ακόµα αρκετά ταχύς και ανέρχεται στα 110 µέτρα. Η περιοχή κοντά στον παλιό δίαυλο διαβρώνεται έντονα και σε µερικά σηµεία η θάλασσα εισχωρεί περίπου δύο χιλιόµετρα. Η λιµνοθάλασσα της Παλιοµπούκας επικοινωνεί µε την γειτονική λιµνοθάλασσα Κόφτρα, µέσω ενός φυσικού καναλιού. Αντίθετα, η εκβολή του ποταµού Βουβού δεν φαίνεται να µεταβάλλεται σηµαντικά. Στο βορειοδυτικό περιθώριο του κόλπου της Κόπραινας, κατασκευάστηκε ένας εκτεταµένος ορυζώνας, µε σκοπό την πειραµατική καλλιέργεια διαφόρων ποικιλιών ρυζιού.
Τα επόµενα 27 χρόνια, δηλαδή από το 1960 µέχρι το 1987, το δέλτα του Άραχθου παρουσιάζει µια ισχυρή επιβράδυνση στην ανάπτυξή του (Εικόνα 4). Μπροστά από το νέο δίαυλο, οι προσχώσεις επεκτείνονται, προς τα ανατολικά, µόνο 700 περίπου µέτρα (κατά µέσο όρο, 25 µέτρα το χρόνο), ενώ εκατέρωθεν της διευθετηµένης κοίτης παρατηρείται µικρής έκτασης διάβρωση. Οι παράκτιες αµµολουρίδες που προστάτευαν την περιοχή νότια-νοτιοδυτικά του παλιού διαύλου, υποχωρούν και ένα νέο λιµνοθάλασσιο σύστηµα φαίνεται να αναπτύσσεται. ∆υτικότερα, η λιµνοθάλασσα της Παλιοµπούκας ενώνεται µε την λιµνοθάλασσα της Κόφτρας και αποτελούν πλέον ένα ενιαίο σύστηµα. Στο νοτιότερο άκρο της εκβολής του Βουβού καταγράφεται µια µικρή προέλαση της τάξεως των 80 µέτρων, ενώ στον κόλπο της Κόπραινας εµφανίζονται µικρές και διάσπαρτες αµµονησίδες.
Τα τελευταία χρόνια (1987-1999), οι εκβολές του ποταµού Άραχθου υφίστανται σηµαντική διάβρωση
(Εικόνα 5). Μπροστά από το νέο δίαυλο, εκτεταµένες χέρσες περιοχές έχουν καλυφτεί από τη θάλασσα, και
µόνο κάποιες αµµονησίδες έχουν αποµείνει. Η ακτογραµµή της λιµνοθάλασσας Πλατανάκι έχει υποχωρήσει προς τα βόρεια, ενώ η µετωπική της αµµολουρίδα έχει καταρρεύσει σε αρκετά σηµεία. Ένα τεχνητό ανάχωµα, πάνω στο οποίο υπάρχει δρόµος, είναι το µόνο όριο που χωρίζει την λιµνοθάλασσα Πλατανάκι από την λιµνοθάλασσα της Κόφτρας-Παλιοµπούκας. Αντίθετα, σχεδόν καµία αλλαγή δεν παρατηρείται στην περιοχή της εκβολή του Βουβού, η οποία πιθανώς να έχει φτάσει σε µια κατάσταση δυναµικής ισορροπίας
µεταξύ της προσφοράς ιζήµατος από τον ποταµό και της διαβρωτικής ικανότητας της θάλασσας.
Οι παραπάνω διακυµάνσεις στην εξέλιξη των δελταϊκών αποθέσεων της σηµερινής εκβολής του Άραχθου Ποταµού πρέπει να οφείλονται στη µεταβαλλόµενη ικανότητα του ποταµού να τροφοδοτεί µε ιζήµατα την περιοχή. Αµέσως µετά την εκτροπή του στην νέα θέση, ο ποταµός πρόσχωσε µια πολύ αβαθή παράκτια περιοχή που ευνοούσε την γρήγορη προέλαση του δελταϊκού πεδίου, ενώ µετά το 1960 καθώς εισχώρησε στις βαθύτερες περιοχές, η υπαίθρια ανάπτυξή του άρχισε σταδιακά να επιβραδύνεται, αφού έπρεπε να δηµιουργήσει όλο και πιο παχιές, υποθαλάσσιες αποθέσεις. Με την κατασκευή ενός πυκνού αρδευτικού δικτύου και κυρίως µε την κατασκευή των υδροηλεκτρικών φραγµάτων στο Πουρνάρι (1981 και 1996), οι ποσότητες του νερού και του ιζήµατος που εισέρεαν στον κόλπο µειώθηκαν δραστικά, συντείνοντας έτσι στην ανάσχεση της δελταϊκής προέλασης. Η επακόλουθη επικράτηση των θαλάσσιων διεργασιών (κύµατα, ρεύµατα), έναντι της προσχωµατικής ικανότητας του ποταµού, οδήγησε στη διάβρωση της περιοχής γύρω από το νέο δίαυλο και το σχηµατισµό µιας αβαθούς λιµνοθάλασσας (Πλατανάκι), στα νοτιοδυτικά του παλιού διαύλου.
5. Συµπεράσµατα
Η ανάπτυξη των νέων δελταϊκών προσχώσεων του Άραχθου Ποταµού ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1930, όταν έγινε τεχνητή εκτροπή και ευθυγράµµιση της κατώτερης κοίτης του. Η παλιά εκβολή βρίσκονταν 1 περίπου χιλιόµετρο, νοτιοδυτικά της σηµερινής εκβολής, όπως διαπιστώνεται από τους εγκαταλελειµµένους µαιάνδρους του ποταµού. Από τη διάνοιξη του νέου διαύλου µέχρι το 1945, το δέλτα
εισχώρησε ταχύτατα στη θάλασσα κατά 2 τουλάχιστον χιλιόµετρα. Από το 1945 µέχρι το 1960, οι προσχώσεις του νέου διαύλου επεκτάθηκαν άλλα 1700 µέτρα ενώ κοντά στον παλιό δίαυλο η ακτογραµµή φαίνεται να υποχωρεί κατά 2 τουλάχιστον χιλιόµετρα. Μέσα στα επόµενα 27 χρόνια (1960-1987), ένα εκτεταµένο αρδευτικό δίκτυο αναπτύχθηκε πάνω στη δελταϊκή πεδιάδα της Άρτας και ένα υδροηλεκτρικό φράγµα κατασκευάστηκε στην κύρια κοίτη του Άραχθου ποταµού, κοντά στο Πουρνάρι. Αυτές οι ανθρωπογενείς παρεµβάσεις συνέτειναν στην κατακράτηση ιζήµατος στην κοίτη ή το δελταϊκό πεδίο του ποταµού, και συνεπώς στην εντυπωσιακή επιβράδυνση της προέλασης της νέας εκβολής. Το τελευταίο διάστηµα (1987-1999) χαρακτηρίζεται από καθολική οπισθοχώρηση της ακτογραµµής στην περιοχή γύρω από τον παλιό αλλά και το νέο δίαυλο, λόγω έλλειψης ποτάµιου ιζήµατος και επακόλουθης επικράτησης των θαλασσίων διεργασιών (κύµατα και ρεύµατα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου