Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Κωστάνιανη Δωδώνης Ιωαννίνων







Δείτε τα video

















Βρίσκεται στις πλαγιές της Τσούκας, απο την οποία κατέβηκε ο Βελισσάριος και πλαγιοκόπησε τους Τούρκους το 1913 και απελευθερώθηκαν τα Γιάννενα απο τον Εσάτ Πασά. Βεβαίως, το χωριό προτύτερα είχε εξαγορασθεί από τους Τούρκους, με χρήματα που είχε διαθέσει ο Π. Γκαλντέμης.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι το χωριό στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, ήταν προστατευόμενο του Σουλιώτη Λάμπρου Τζαβέλα. Το χωριό, είναι ορεινό και πετρώδες χωρίς ιδιαίτερους πόρους, όμως εκεί βρίσκετε ο σημαντικής αρχαιολογικής αξίας Βυζαντινός ναός των Ταξιαρχών, χτισμένος το 1057 μ.Χ.
Η Κωστάνιανη ως τα 1790 λεγόταν Μετόχι, γιατί ήταν κτήμα-μετόχι της Μονής Αγίου Δημητρίου Διχουνίου, μιας πλούσιας μονής με δεκαοχτώ Μοναστήρια Μετόχια και είκοσι πέντε χωριά κτήματα. Η Μονή αυτή ως γνωστόν, ήταν το ορμητήριο της επανάστασης του Διονυσίου Φιλοσό­φου το 1611.
Τότε λοιπόν το 1790, με την ανακάλυψη τoυ αρχαίου ναού των Ταξιαρχών (12ος-13ος αιώνας) μετονομάστηκε σε Κωστάνιανη. Φαίνεται όμως η τοπωνυμία «Κωστάνιανη προϋπήρχε και πιθανώς η πλήρης ονομασία του χωριού ήταν «Μετόχι Κωστάνιανης».
Η ονομασία μοιάζει Σλάβικη από την κατάληξη -νιαννη. Σημαίνει δε «το χωριό του Κώστα». Σύμφωνα με τον Ι.Λαμπρίδη, η Κωστάνιανη είναι ένα απ΄τα χωριά που διεκδικεί τη γενέτειρα του Καλόγερου Σαμουήλ, που ανατίναξε το Κούγκι στα 1803.


Η Κωστάνιανη είναι ένα ορεινό χωριό του νομού Ιωαννίνων. Είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στους δυτικούς πρόποδες της Τσούκας σε υψόμετρο 600 μέτρων, υπάγεται στον Δήμο Δωδώνης και απέχει από την πόλη των Ιωαννίνων 20 χιλιόμετρα.


























Είναι ένα χωριό με πλούσια χλωρίδα και πανίδα, με κύριο χαρακτηριστικό το καλό κλίμα. Λόγω του ότι στα δυτικά υπάρχει μεγάλος ανοιχτός ορίζοντας ο ήλιος βλέπει σχεδόν όλη την μέρα το χωριό και αργεί να βασιλέψει.
Στα δυτικά του χωριού και σε απόσταση 20 λεπτών με το αυτοκίνητο, βρίσκεται ο συνοικισμός Μπέρκου.
Στα μέσα του προηγούμενου αιώνα το χωριό αριθμούσε περί τους 410 κατοίκους ενώ σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοί του έχουν περιοριστεί σε μερικές δεκάδες. Ωστόσο τα Σαββατοκύριακα και τις περιόδους διακοπών το χωριό ξαναζωντανεύει από ντόπιους ξενιτεμένους.

Ναός των Ταξιαρχών Κωστάνιανη Δωδώνης, Ιωάννινα


Ο Ναός των Ταξιαρχών βρίσκεται στο δυτικό άκρο του οικισμού της Κωστάνιανης και είναι ο αρχαιότερος βυζαντινός ναός του νομού Ιωαννίνων αφού κτίστηκε το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της αρχιτεκτονικής της εποχής. 














Ιστορικά στοιχεία για την ίδρυση και την λειτουργία του ναού δεν σώζονται ωστόσο ο Ναός συνδέεται με διάφορες τοπικές παραδόσεις σχετικές με τη θαυματουργή δράση του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του τρίκλιτου σταυρεπίστεγου ναού. Χωρίζεται κατά μήκος σε τρεις παράλληλους χώρους (κλίτη). Ζεύγος ισχυρών πεσσών χωρίζει το κεντρικό από τα δύο πλάγια κλίτη. Στο ανατολικό τμήμα των τριών κλιτών διαμορφώνεται το ιερό με την πρόθεση στα βόρεια και το κανονικό στα νότια. Μπροστά από το χώρο του ιερού, το εγκάρσιο κλίτος τέμνει τα υπόλοιπα τρία κλίτη του ναού. 



















Το σχήμα του Σταυρού, που σχηματίζουν σαφώς η ψηλότερα τοποθετημένη στέγη του εγκάρσιου κλίτους και η ενιαία στέγη των τριών κλιτών έδωσε την ονομασία σταυρεπίστεγος στον αρχιτεκτονικό αυτό τύπο, δημιούργημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής του 13 ου αιώνα. Ο Ναός είναι κτισμένος με αδρά λαξευμένους ασβεστόλιθους της περιοχής σε ακανόνιστες στρώσεις ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλονται σειρές πλίνθων. Στην νότια πλευρά του εγκάρσιου κλίτους υψώνεται το κωδωνοστάσιο, που σχηματίζει υψηλό, τυφλό αψίδωμα, ενώ στο ανώτερο τμήμα του, υπάρχει δίλοβο άνοιγμα. Στις δύο στενές πλευρές του Ναού , στην εγκάρσια καμάρα και στο κωδωνοστάσιο, συναντάται και ο συνηθισμένος στη βυζαντινή αρχιτεκτονική κεραμοπλαστικός διάκοσμος, δηλαδή πλίνθοι τοποθετημένοι έτσι ώστε να σχηματίζουν διάφορα κοσμήματα όπως τεθλασμένες γραμμές, επάλληλες σειρές οδοντωτών ταινιών και ψαροκόκαλο.




















Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Ιερού Ναού των Ταξιαρχών της Κωστάνιανης αποτελεί και η γύψινη διακόσμηση των ημικυκλικών φεγγιτών που ανοίγονται πάνω από τη βόρεια αλλά και την νότια θύρα καθώς και στα δίβολα παράθυρα στην τρίπλευρη αψίδα του ιερού και αλλά στην εγκάρσια καμάρα.
Την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης κτίστηκε στη νότια πλευρά του ιερού Ναού ένα παρεκκλήσιο, από το οποίο σώζεται σήμερα δυστυχώς μόνο η ανατολική πλευρά του και ο νάρθηκας στα δυτικά, ο οποίος δεν σώζεται δυστυχώς σήμερα.












Ο Ναός είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες που χρονολογούνται επίσης τον 13ο αιώνα, διατεταγμένος σε ζώνες. Οι ζώνες περιλαμβάνουν σκηνές από το βίο του Χριστού και της Παναγίας ενώ οι κατώτερες αγίους σε προτομή καθώς και ολόσωμους αγίους. Στο αψίδωμα του κωδωνοστασίου κυριαρχεί η μνημειακή παράσταση του Αρχάγγελου Μιχαήλ, πάτρωνα του ναού ενώ στην εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου σώζεται η παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας, που κοσμούσε τον κατεδαφισμένο σήμερα νάρθηκα του ναού, ιχνη τοιχογραφιών υπάρχουν και στη κόγχη του κατεστραμμένου παρεκκλησίου στη νότια πλευρά. Για τις τοιχογραφίες του Ναού έχει γίνει αρχιτεκτονική μελέτη από το Υπουργείο Πολιτισμού, Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεοτέρων μνημείων, στην οποία αναφέρονται με λεπτομέρειες όλες οι τοιχογραφίες του Ναού.


















Στο Ναό υπάρχουν ξυλόγλυπτο, τέμπλο και φορητές εικόνες κατασκευασμένες σε μεταγενέστερη εποχή.
Οι εικόνες του Χριστού και της Παναγίας, του 17ου αιώνα, από το τέμπλο του Ναού, κλάπηκαν από αρχαιοκάπηλους ως επίσης κλάπηκαν και τα ξυλόγλυπτα βημόθυρα από την ωραία πύλη.
Οι εικόνες βρέθηκαν αργότερα και φυλάσσονται σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο Ιωαννίνων.


Τηλέφωνο επικοινωνίας: (+30) 26660 22973, εφημέριος Καστάνιανης.


Με την έλευση του 2013 κι όσο πλησιάζουμε στην 21η Φεβρουαρίου, άθελα η σκέψη μας γυρνάει πίσω κι εστιάζει πεισματικά στην ιστορική κι άγια εκείνη μέρα του 1913, τη μέρα που λευτερώθηκαν τα Γιάννενά μας. 1913-2013! Εκατό χρόνια κι όμως ηχούν ακόμη ζωηρές οι διηγήσεις των γερόντων που έζησαν εκείνα τα ιστορικά γεγονότα.
Μεταξύ αυτών είναι κι ο παππούς του γράφοντος -από τη μεριά της μητέρας- ο οποίος, 12χρονος τότε, ακολούθησε τον στρατό μας, μετά την κατάληψη της Τσούκας (στην Κωστάνιανη Δωδώνης κι όχι η Μονή Τσούκας) και μπήκε κι αυτός με τους ελευθερωτές στα Γιάννενα και βίωσε τόσο έντονα τους τρελούς πανηγυρισμούς του λαού, γεγονός που δεν ξέχασε μέχρι τα τελευταία του κι όλο το διηγείτο.
Ο άλλος παππούς, σαν έμαθε, το φθινόπωρο του 1912, ότι στην πατρίδα σηκώθηκε αγέρας λευτεριάς, παράτησε τη δουλειά στην Αίγυπτο κι ήρθε να δώσει το «παρών» στον μεγάλο αγώνα!
Συχνά διηγείτο με περηφάνια, πως κατά την επίθεση του ελληνικού στρατού εναντίον της Τσούκας, στην οποία κι ο ίδιος έλαβε μερος ως οδηγός «ήρθε μια οβίδα απ' τον Πούρνο (θέση στη Σαντοβίτσα, σημερινά Μάρμαρα) κι έσκασε δίπλα μας! Τότε ο αξιωματικός μου φώναξε: Στη χαράδρα, Παύλε, στη χαράδρα!..».
Στην ιερή μνήμη, λοιπόν, των παππούδων, των χωριανών, των κοντοχωριανών κι όλων των ηρώων, που συμμετείχαν στον αγώνα της απελευθέρωσης, γράφονται τούτα τα λόγια, ελάχιστη τιμητική κατάθεση στη γιγάντια δική τους προσφορά και δόξα κι ελαχιστότατη συμβολή στην ιστορική καταγραφή των γεγονότων.
Και τα σχετικά γεγονότα ξεκίνησαν στις 25 Μαρτίου 1906, οπότε ιδρύθηκε στην Αθήνα η «Ηπειρωτική Εταιρεία» στα πρότυπα της Φιλικής Εταιρείας, η οποία έθεσε σαν στόχο της την απελευθέρωση των υπόδουλων τόπων της Ηπείρου μας. Με πρόεδρο τον Σουλιώτη Παναγιώτη Δαγκλή, Αξ/κό Πυροβολικού, ίδρυσε επιτροπές αγώνα σε εκατό τουρκοκρατούμενα Ηπειρώτικα χωριά. Γενικός συντονιστής των Επιτροπών ήταν ο Έλληνας Πρόξενος στα Γιάννενα Άγγελος Φορέστης. Στην επικοινωνία της Ηπ. Εταιρείας, απ' τα Γιάννενα προς τα χωριά, απ' τα μέρη μας βοήθησαν, μεταξύ άλλων, οι: Δάσκαλος Δημ. Παπαγιάννης απ' τα Μάρμαρα, κάποιος Τσίκας απ' το Γραμμένο, μαθητής του Γυμνασίου τότε, Αριστείδης Παπανικολάου απ' τον Πολύλοφο, Ιωάννης Κύργιος απ' το Ασβεστοχώρι και ένας ανώνυμος απ' την Κωστάνιανη. Συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για τον Αλέξανδρο Σακελλίωνα, καθηγητή Γαλλικής, ή τη Χρύσω Σ. Γκαλντέμη (Σωτήραινα). Ο Σακελλίων μάλιστα βοήθησε να παρθούν τα σχέδια των οχυρών του Μπιζανίου (Αλεξ. Σακελλίωνα, Πώς πάρθηκαν τα σχέδια των οχυρών του Μπιζανίου, Ηπ. Εστία, τόμ. Γ', 1954, σελ. 134.) και έδινε πληροφορίες στο Σαπουντζάκη (Δ. Σαλαμάγκα, Καθώς χάραζε η λευτεριά -Ιωάννινα 1963- σελ. 174).
























Πρωταρχικό ρόλο στην οργάνωση των χωριών μας, έπαιξε ο οπλαρχηγός Ιωάννης Πουτέτσης. Όργωσε κυριολεκτικά τα χωριά μας και ξεσήκωσε τον κόσμο. Απ' ότι ξέρουμε μόνιμο στέκι στην Κωστάνιανη ο Πουτέτσης είχε το σπίτι της Σωτήραινας (Χρύσως Γκαλντέμη) και στενό συνεργάτη του τον Γιωρ - Παναγιώτη (Γεώργιο Κολιοπάντο). Στη Δραγοψά συνεργάτες είχε το Γιώργο Τασιαρά, τον Μήτσιο Λάππα, τον παπα - Κώστα, τον Αναγνώστη Παππά και τον Μίχο Πάνο, που σκοτώθηκε απ' τον Τούρκο αγροφύλακα Λεμάζη, γιατί αρνήθηκε να βάλει στο κατώι του το άλογο του Τούρκου τασηλντάρου (εισπράκτορα). Ο Τασιαράς μαζί με τον θρυλικό Κολιοτομάρα (Νικόλαος Μάιος ή Μαγιόπουλος που έφερε το ψευδώνυμο «Γκούρας») απ' τον Πολύλοφο, πέρναγαν μπροστά στους Τούρκους, μέσα στην πλατεία των Ιωαννίνων, με όπλα φορτωμένα και τυλιγμένα στις ψάθες. «Γάμο κάνουν οι Γκιαούρηδες», έλεγαν οι Τούρκοι, βλέποντάς τους. Τον ξεσηκωμό τους τα χωριά μας τον πλήρωσαν ακριβά πολλές φορές, όπως η Ψήνα, το Ελευθεροχώρι και το Μαντείο που κάηκαν το 1912 απ' τους Τούρκους.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1912 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Στην Ήπειρο οι επιχειρήσεις άρχισαν στις 5 Οκτωβρίου 1912. Πάρθηκαν με τη σειρά και ύστερα από σκληρές μάχες η Πρέβεζα, η Φιλιππιάδα, τα Πέντε Πηγάδια. Στις 10 Ιανουαρίου 1913 ανέλαβε Γενικός Αρχηγός του αγώνα ο Διάδοχος Κωσταντίνος. Το σχέδιο του Κωνσταντίνου ήταν να μη γίνει κατά μέτωπο επίθεση στο Μπιζάνι, αλλά αιφνιδιαστική επίθεση από τ' αριστερά: Μανωλιάσα, Ολύτσικα, Τσούκα, Δουρούτη. Για αποπροσανατολισμό των Τούρκων διέταξε σφοδρό βομβαρδισμό απ' τα δεξιά. Στις 19 Φεβρουαρίου ρίχτηκαν συνολικά 15 χιλ. οβίδες επί της τοποθεσίας Μπιζανίου. Για την αιφνιδιαστική αυτή επίθεση έστειλε τρεις φάλαγγες με διοικητή τον υποστράτηγο Μοσχόπουλο. Οι δυο πρώτες φάλαγγες είχαν σκοπό την κατάληψη της Μανωλιάσας και η τρίτη ανέλαβε το σπουδαιότερο έργο: Να περάσει τις δυτικές πλαγιές της Ολύτσικας και να επιτεθεί κατά της Τσούκας (Κωστάνιανης), του Αγίου Νικολάου Δωδώνης και της Δουρούτης.
Φαλαγγάρχης της 3ης αυτής φάλαγγας ήταν ο Συντ/ρχης Νικόλαος Δελαγραμμάτικας. Τη δύναμή της αποτελούσαν το 1ο Σύνταγμα, το 1ο και 7ο Τάγμα (όλα της ΙΙ Μεραρχίας), το 1ο Τάγμα του 11ου Συντάγματος, 2 ορεινές πυροβολαρχίες και 2 ορεινά χειρουργεία. Ξεκίνησαν απ' την Κοπάνη το απόγευμα της 18ης Φεβρουαρίου με βοριά και χιόνι. Ύστερα από δύσκολη και κοπιαστική πορεία στις μεσημβρινές και δυτικές πλαγιές της Ολύτσικας, έφθασαν το απόγευμα της 19ης Φεβρουαρίου στους Μπαουσιούς.
Τότε ήταν που οι ηρωίδες των Τσεριτσάνων μετέφεραν, ζαλικωμένες, τα κανόνια στις κορυφές της Ολύτσικας, γράφοντας με την πράξη τους μια από τις ομορφότερες σελίδες της ιστορίας μας. Αλλά είναι αδύνατον να επεκταθούμε εδώ σε περισσότερες λεπτομέρειες, καθώς επίσης ν' αναφερθούμε αναλυτικά στη συμβολή των άλλων Δωδωνοχωρίων στον απελευθερωτικό αγώνα.
Στις 6 η ώρα ο Συν/ρχης Δελαγραμμάτικας κάλεσε τους Αξ/κούς σε συγκέντρωση σε κάποιο σπιτάκι των Μπαουσιών και τους ανακοίνωσε τον Αντικειμενικό Σκοπό. Στη συγκέντρωση ήταν:
Ο Αντ/ρχης Μαλάμος, οι Ταγματάρχες Διαλιέτης, Ζέρβας, Μιχόπουλος, Μανουσάκης, οι Λοχαγοί Δουμπιώτης, Κουβέλης, Μαυρομιχάλης, Δέγλερης, Αποστόλου, Μπουκουβάλας, Σαγιάς, Ρόκας, Μπούτρος, Παπακυριαζής, Καλλιδόπουλος, Μπραντούνας, Κοτσουνάκος, Ν. Πετμεζάς, οι Υπολ/γοί Φαληρεύς, Στυλιανόπουλος, Τσεκούρας, Μαρούλης, Κόης, Ντέκας, Παναγιωτόπουλος, οι ανθ/γοί Λέκας, Παπαγιάννης, Ψάρας, Καρκανζός και οι Εφ. Ανθ/γοί Χρυσάφης και Γρανίτσας.
Ανάμεσα στ' άλλα ο φαλαγγάρχης είπε: «.Αναχωρούντες εντεύθεν πρέπει να έχωμεν προαποφασισμένον ότι δεν θα επιστρέψωμεν οπίσω, είναι ζήτημα τιμής». Όταν σε λίγο οι αξιωματικοί ανακοίνωσαν τα σχέδια στους στρατιώτες, αυτοί ξέσπασαν σε ουρανομήκεις και παρατεταμένες ζητωκραυγές. Το 1ο Σύντ. Πεζικού με Διοικητή τον Ταγματάρχη Διαλέτη και το Τάγμα του Λοχαγού Κουβέλη, ανέλαβαν να επιτεθούν κατά της Τσούκας. Ο Αντισυν/ρχης Μαλάμος που βρίσκονταν με τους δικούς του απ' τις 7 Ιανουαρίου στην Πλέσια (Αγία Αναστασία) μαζί με τον Ταγματάρχη Μανουσάκη, ανέλαβαν να επιτεθούν κατά του υψώματος Αϊ - Βλάση Μοσπίνας (Λύγγου). Το Τάγμα του Λοχαγού Δέγλερη μαζί με μια άλλη Διλοχία ανέλαβαν να επιτεθούν κατά του υψώματος Αγίου Νικολάου Δωδώνης. Στην Πλέσια κάλεσαν σε συγκέντρωση τους άνδρες μέσα στην παλιά εκκλησιά της Αγίας Αναστασίας και καθ' υπόδειξη του Φώτη Κατσάνου έστησαν τρία κανόνια στη θέση «Τσουμπάρι».
Στην επιχείρηση πήραν μέρος και άλλα αντάρτικα σώματα που βρίσκονταν από καιρό στην Πλέσια. Ανάμεσα στους αντάρτες αυτούς ήταν και ο Μίχο - Ζαγόρος (Μαντζιούρης), γιος του Μήτρου Μαντζιούρη απ' την Κωστάνιανη και ο Χρήστος Μάντζιος απ' τη Λύγγο, αδελφός της γιαγιάς του γράφοντος.
Ο Αντ/ρχης Μαλάμος ειδοποίησε τους κατοίκους της Κωστάνιανης να δέσουν τα σκυλιά μέσα στα κατώγια για να μην αλυχτίσουν και προδώσουν το πέρασμα του στρατού, στα τούρκικα φυλάκια της Τσούκας. Στις 6.30 απογευματινή της 19ης Φεβρουαρίου ξεκίνησαν όλοι απ' τους Μπαουσιούς. Με απόλυτη μυστικότητα το Σύνταγμα του Διαλέτη και το Τάγμα του Κουβέλη έφθασαν στην Κωστάνιανη και συγκεντρώθηκαν στη θέση Παλιάμπελο. Τοποθέτησαν δύο κανόνια στα σπίτια των Μητροθανασαίων, ένα χειρουργείο στο σπίτι του Πέτρο - Νικόλα (Τάτση) και αφού χωρίστηκαν σε μικρά τμήματα ξεκίνησαν τη χαραυγή για την Τσούκα. Στην επιχείρηση πήραν μέρος όλοι οι άνδρες της Κωστάνιανης σαν οδηγοί και σύνδεσμοι των τμημάτων. Μερικοί απ' αυτούς ήταν οι:
Θεοχάρης Αθανασίου, Ιωάννης Πέτσιος, Γεώργιος Κολιοπάντος, Ευάγγελος Χαραλαμπόπουλος, Γεώργιος Χαραλαμπόπουλος, Παύλος Σ. Γκαλντέμης, Κοσμάς Κοσμάς.
Γράφει σχετικά ο Σ. Κωνσταντινίδης που έζησε τα γεγονότα: «Το επιτεθέν κατά της Τσούκας Σύνταγμα με τον στωικό διοικητή του και το Τάγμα του Κουβέλη επικεφαλής, κατατετμημένο εις πολλάς μικράς φάλαγγας, αίτινες οδηγούντο υπό των ανδρείων χωρικών της Κωστάνιανης κατόρθωσε να φθάσει πλευρικώς και κατά μέτωπον με την λόγχην εφ' όπλου, εις απόστασιν 150 μέτρων. Εις τινα μάλιστα σημεία διέλαθε την προσοχήν του εχθρού μέχρις εξήκοντα βημάτων και τότε ώρμησε προς έφοδον κατά των χαρακωμάτων. Οι σκοποί του εχθρού ανηρπάγησαν χωρίς να εύρουν τον καιρόν να πυροβολήσωσιν».
Οι Τούρκοι πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο. Όταν άρχισαν να βάζουν τα 4 πυροβόλα της Μεγάλης Τσούκας ήταν πλέον αργά. Δεν πρόλαβαν να εκσφενδονίσουν την 5η βολή και τμήματα του 9ου Λόχου υπό τον Ανθ/γό Λ. Τζαβέλα, όρμησαν και τα κατέλαβαν με τη λόγχη. «Οι γενναίοι μας στρατιώται ευρίσκοντο ήδη ιππαστί επί των εχθρικών πυροβόλων ζητωκραυγάζοντες» (Σ. Θ. Κωνσταντινίδη, Η άλωσις του Μπιζανίου (Αθήνα), σελ. 11).
Σκοτώθηκαν αρκετοί Τούρκοι, πιάστηκαν 50 αιχμάλωτοι και πολλά λάφυρα. Απ' τους δικούς μας σκοτώθηκαν ελάχιστοι. Μεταξύ αυτών ήταν και κάποιος Φώτης Μελισσόβας που θάφτηκε επί τόπου. Ήταν η 7η πρωινή της 20ης Φεβρουαρίου 1913. Η μέρα ήταν παγερή και ασυννέφιαστη. Μεγάλες φωτιές, όπως είχε συμφωνηθεί, απ' το ύψωμα 1173 ανήγγειλαν στις άλλες φάλαγγες την κατάληψη της Τσούκας. Λίγο αργότερα κατηλήφθηκε ο Άγιος Βλάσιος Μοσπίνας και στις 10 το πρωί ύστερα από επίθεση και κανονιοβολισμό απ' τα πυροβόλα της Πλέσιας, καταλήφθηκαν και τα υψώματα του Αγίου Νικολάου με λάφυρα τα 12 πυροβόλα του εχθρού.
Στις 5 το απόγευμα της 20ης Φεβρουαρίου η 3η φάλαγγα βρισκόταν στην Κοσμηρά και ο φαλαγγάρχης Δελαγραμμάτικας είπε στους άνδρες του: «Αναπαυθείτε ήσυχα. Απόψε ο Εσσάτ παραδίνεται».
Έτσι άνοιξε ο δρόμος για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Την άλλη μέρα, 21 Φεβρουαρίου 1913, τα Γιάννενα και μαζί μ' αυτά τα πολύπαθα χωριά μας ήταν, ύστερα από 483 χρόνια σκλαβιάς, και πάλι Ελληνικά.

Χριστόδουλος  Γκαλτέμης 
Ο Χριστόδουλος Γκαλτέμης γεννήθηκε το 1953 στην Κωστάνιανη Ιωαννίνων.
Από τα γυμνασιακά του χρόνια πήρε και τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, αρχικά με δάσκαλο τον Νίκο Νικολάου και αργότερα στο εργαστήρι χαρακτικής του Κωνσταντίνου Γραμματόπουλου.
Σπούδασε με υποτροφία του Ιδρύματος Γιάννη Κεφαλληνού και του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών. Παρακολούθησε επίσης το φροντιστήριο «Καλλιτεχνική Τυπογραφία -Τέχνη του βιβλίου» με δάσκαλο τον Γιάννη Παπαδάκη και θεωρητικά κοντά, κυρίως, στον Παντελή Πρεβελάκη και τη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Αποφοίτησε με το «Βραβείο Φιλοτεχνηθέντων Έργων».
Αμέσως με το τέλος των σπουδών του τού δίνεται η ευκαιρία να εμβαθύνει πρακτικά στην τέχνη της λιθογραφίας, σε γνωστά αθηναϊκά λιθογραφεία και να γνωρίσει δασκάλους του είδους, αποκομίζοντας από την εμπειρία τους. Το 1988 πήρε τριετή υποτροφία από το ΙΚΥ για μεταπτυχιακές σπουδές στη χαρακτική. Είναι ταυτόχρονα ζωγράφος και χαράκτης.
Δίδαξε χαρακτική και ελεύθερο σχέδιο στο νεοσύστατο Τμήμα Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, την περίοδο 2000 - 2003.
Έργα του βρίσκονται στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας στην Τράπεζα Εργασίας, στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, στο Μουσείο Βορρέ, στην Πινακοθήκη Ευάγγελου Αβέρωφ στο Μέτσοβο, στο Δημαρχείο Ιωαννίνων, στην Πινακοθήκη Χαρακτικής που ίδρυσε ο Κώστας Μαλάμος στη Ζίτσα Ιωαννίνων. Επίσης στο Υπουργείο Εξωτερικών, στα ξενοδοχεία Hyatt Regency Θεσσαλονίκης και King George Αθηνών. Ακόμη σε τράπεζες, δημόσιους οργανισμούς και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, Κύπρο, Η.Π.Α., Καναδά, Αγγλία, Βέλγιο Γαλλία, Γερμανία.

Γράφει ο Παύλος Γκαλντέμης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου