Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Νεοκαισάρεια Ιωαννίνων







Δείτε τα video


































Νεοκαισάρεια Ιωαννίνων
Η Νεοκαισάρεια είναι χωριό που βρίσκεται στο Νομό Ιωαννίνων. Βρίσκεται 10 χιλιόμετρα νότια της πόλης των Ιωαννίνων. Διοικητικά υπάγεται στο Δήμο Ιωαννιτών μετά την εφαρμογή του Προγράμματος Καλλικράτης, ενώ μέχρι το 2010 ανήκε στο Δήμο Ανατολής.
Ο οικισμός δημιουργήθηκε μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1924 από Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες που προέρχονταν από τα χωριά Ζίλε, Καρατζορέν, Χαστακόι και Αϊ Κωστέν της Καισάρειας της Καππαδοκίας. Προς ανάμνηση της παλίας πατρίδας τους ονόμασαν τον οικισμό Νεοκαισάρεια.
Ακολουθώντας την κεντρική οδική αρτηρία που συνδέει την πόλη των Ιωαννίνων με τα πεδινά χωριά του λεκανοπεδίου προς την Άρτα, φτάνουμε στη Νεοκαισάρεια. 
Χτισμένο στην πλαγιά ενός λόφου, το χωριό συνορεύει από τα βόρεια με τη Μπάφρα και από το νότο με το χωριό Μπιζάνι. Οι πεδινές κοινότητες του λεκανοπεδίου Πεδινή και Αμπελιά συνιστούν το βορειοδυτικό και δυτικό όριο του χωριού αντίστοιχα. 

Στο χωριό κατοικούν 911 άτομα σύμφωνα με την  απογραφή του 2011.
Είναι ένας νέος οικισμός με μοντέρνα δόμηση. Στο νοτιοδυτικό μέρος της κοινότητας έχουν εγκατασταθεί μετά τον εμφύλιο, μερικές οικογένειες Κραψιτών. Τα τελευταία χρόνια νέοι κάτοικοι που δεν είναι πρόσφυγες, αγόρασαν οικόπεδα και έκτισαν σύγχρονες κατοικίες.
Στην είσοδο του χωριού βρίσκεται το νέο κτίριο της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας και Αποκατάστασης Αναπήρων Παίδων ΕΛΕΠΑΠ.
Δεν έχει καμία σχέση με την Νεοκαισάρεια του Πόντου.
Οι κάτοικοι της Νεοκαισάρειας κατάγονται από τα χωριά Ζίλε, Καρατζορέν, Χαστακόι και Αϊ Κωστέν της Καισάρειας της Καππαδοκίας και ήταν τουρκόφωνοι χριστιανοί. Οι κάτοικοι του Ζίλε άρχισαν να φεύγουν από τις εστίες τους, το Μάρτιο του 1924. Πολλοί από αυτούς σκορπίστηκαν σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, μια ομάδα έφτασε στην Κέρκυρα όπου ενώθηκαν με άλλους πρόσφυγες από το Καρατζορέν και το Χασακόι και έμειναν μέχρι το 1925 στο νησί.
Στην Κέρκυρα οι περισσότεροι από αυτούς έμειναν σε στρατιωτικούς θαλάμους γύρω στους εννέα μήνες.
Στα μέσα περίπου της άνοιξης επιβιβάστηκαν σε πλοίο που τους έφερε στην Πρέβεζα και από εκεί  με αυτοκίνητα έφθασαν  κοντά στα Γιάννενα όπου τελικά επιλέχτηκε ως χώρος οριστικής διαμονής η τωρινή τοποθεσία που ήταν ανταλλάξιμη.
Στο τσιφλίκι όμως αυτό βοσκούσε τα πρόβατά του ο μεγαλοτσέλιγκας Μητροκώστας ο οποίος αντιδρούσε έντονα και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ματαιώσει την απαλλοτρίωση της περιοχής. Οι ενέργειες του βέβαια δεν τελεσφόρησαν μια και η επιτροπή των προσφύγων με επικεφαλής τον Ελευθέριο Χατζηπέτρου κατόρθωσε το 1929 να απαλλοτριωθεί η έκταση αυτή, οπότε έχουμε και την εγκατάσταση των προσφύγων Ταυτόχρονα αρχίζει και το χτίσιμο των προσφυγικών σπιτιών που κράτησε 3 χρόνια.
Οι πρόσφυγες έμειναν στα αντίσκηνα δύο περίπου χρόνια. Προσπαθώντας να επιβιώσουν εργάστηκαν ως γεωργοί και τσοπάνοι σε διπλανά χωριά ενώ οι συνθήκες ζωής στα αντίσκηνα ήταν αφόρητες. Μερικά πρόχειρα καταλύματα από ξύλα και κεραμίδια άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους δειλά δειλά ενώ μόλις το 1928 η Ε.Α.Π. κατασκεύασε το ρυμοτομικό σχέδιο του οικισμού και τελείωσε την ανοικοδόμηση το 1930. Ο οικισμός περιλάμβανε 22 οικοδομικά τετράγωνα και 84 οικόπεδα. Συνολικά κτίστηκαν 86 κατοικίες που η καθεμιά διέθετε 2 δωμάτια. Τα σπίτια ήταν σε ημιτελή κατάσταση ακόμα και μετά την εγκατάσταση των προσφύγων σ' αυτά. Βασικό υλικό των σπιτιών οι πλίνθοι, ενώ ο περιμετρικός τοίχος ήταν φτιαγμένος με πέτρα και ασβέστη. Αργότερα κατασκευάστηκαν βοηθητικοί χώροι, όπως αποθήκες και στάβλοι. Το υλικό κατασκευής αυτών το χώρων ήταν το καλάμι της σίκαλης.
Κάθε μέλος μιας προσφυγικής οικογένειας έλαβε 7,5 στρέμματα γης. Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις χωρίστηκαν σε 4 κατηγορίες. Εκτός από τα κομμάτια γης για την καλλιέργεια των δημητριακών, δόθηκε 1,5 στρεμ., σε κάθε οικογένεια για καλλιέργεια αμπελιών, ξερικά χωράφια για καπνό, βαλτότοποι για καλαμπόκι και κοπτολίβαδα για τριφύλλι. Έξω από τον οικισμό η κοινότητα διέθετε αλώνια. Οι κλήροι ήταν διασκορπισμένοι σε διάφορα σημεία. Χορηγήθηκαν επίσης ζώα και γεωργικά εργαλεία.























Μνήμες
"...Κι από κει ήρθαμαν... Μας φόρτωσαν από κει, απ' την Κέρκυρα, μας βγάλαν στην Πρέβεζα. Απ' την Πρέβεζα, με κάτι αυτοκίνητα σαράβαλα ήταν τότε, ήρθαμαν εδώ. Μας πέταξαν εδώ πέρα... Ετούτο το χωριό, όταν έρθαμαν αγκάθια... και τίποτας..."
(Λευτέρης Λαζάρου, Νεοκαισάρεια)
"Τραβήξαμε πολλά... Αμαρτία δηλαδή, νηστεία, φτώχεια, ώσπου να συνέρθουμε, ώσπου να δουλέψουμε, μέρα νύχτα δεν είχαμαν. Δεν ήξεραμαν τι θα πει νύχτα τι θα πει μέρα. Δουλεύαμαν! Πολύ δουλειά! Καπνά βάζαμαν είκοσι στρέμματα εμείς. Καλαμπόκι, βρίζα, σιτάρι, βρώμη πάντα... Όλα αυτά εμείς με τα χέρια μας... Τραβήξαμαν πάρα πολύ φτώχεια!!!" (Θεοφανία Προδρόμου).
Το 1932 το νέο χωριό που προέκυψε, αριθμούσε 76 προσφυγικές οικογένειες συνολικής δυναμικότητας 230 ψυχών.
Αρχικά ως σχολείο λειτούργησε ένα από τα σπίτια του οικισμού, μια διπλοκατοικία που στέγασε 135 μαθητές. Το κτίριο του σχολείου βρισκόταν στη μέση της πλατείας και διέθετε 4 δωμάτια. 2 δωμάτια χρησιμοποιούνταν ως αίθουσες διδασκαλίας, 1 ως κατάλυμα του δασκάλου και το άλλο λειτουργούσε ως εκκλησία. Το 1957 άρχισε να χτίζεται το δημοτικό σχολείο της κοινότητας και ολοκληρώθηκε το 1960.
Το χωριό διαθέτει δύο εκκλησίες: το παλιό Μοναστήρι των Ταξιαρχών και την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου.
Το Μοναστήρι των Ταξιαρχών υπήρξε η πρώτη εκκλησία, όπου κατέφυγαν οι πρόσφυγες τα πρώτα χρόνια της άφιξης τους. Το βρήκαν μισογκρεμισμένο, να σώζονται μόνο ο τρούλος και κάποιες αγιογραφίες. Η πρώτη γενιά των προσφύγων αναστήλωσε το παλιό μοναστήρι με προσωπική εργασία.
Ο Άγιος Βασίλειος, ταυτισμένος με την επαρχία Καισαρείας, έγινε το σημείο αναφοράς της θρησκευτικής συμπεριφοράς και της πολιτισμικής ταυτότητας των προσφύγων. Οι πρόσφυγες από το Ζίλε έφεραν μαζί τους τις εικόνες, την καμπάνα και τον επιτάφιο από την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου που υπήρχε στο Ζίλε. Όμως το φορτίο αυτό δεν έφτασε ποτέ σ' αυτό τον τόπο, έμεινε μέσα στο καράβι, στον Πειραιά. Ήταν κοινή πεποίθηση ότι η νέα εκκλησία έπρεπε να είναι αφιερωμένη στον Άγιο Βασίλειο, γιατί διατηρούσε τη μνήμη της παλιάς πατρίδας στο νέο τόπο.

Ραντεβού στη Νεοκαισάρεια των Ιωαννίνων, έναν οικισμό που ίδρυσαν πριν 90 χρόνια οι Μικρασιάτες πρόσφυγες και στον οποίο εξακολουθούν να ζούν οι απόγονοι τους δεύτερης και τρίτης γενιάς, έδωσαν το τριήμερο 23-24-25 Αυγούστου πάνω από 5 χιλιάδες Καππαδόκες από όλη την Ελλάδα, για το 16 Γαβούστημα (αντάμωμα).
Τους συμμετέχοντες στο 16ο Γαβούστημα καλωσόρισε ο ο υπεύθυνος του Μουσείου Προσφυγικού Ελληνισμού Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Νίγδελης, τονίζοντας ότι συνεχίζουμε τη παράδοση η οποία είναι η άγνωστη χώρα από την οποία καταγόμαστε, την οποία ως άγνωστη χώρα αγαπάμε και προσπαθούμε να την εξερευνήσουμε.

16gavoustima5
Στο μεγάλο αυτό αντάμωμα των Καππαδοκών που φέτος διοργάνωσε με επιτυχία  ο Μικρασιατικός Σύλλογος Νεοκαισάρειας και ξεκίνησε την Παρασκευή το βράδυ, συμμετείχαν χορευτικά τμήματα και αντιπροσωπείες από 40  Καππαδοκικούς Συλλόγους, δεκάδες εθελοντές νεαρής ηλικίας και χιλιάδες επισκέπτες που κατέκλεισαν τον όμορφα διαμορφωμένο χώρο.
Ερχόμαστε από έναν τόπο πολλών πολιτισμών και θρησκειών, έναν τόπο στεναγμών, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι προσφυγιάς, στο οποίο υπήρξαμε πολλές φορές ξένοι, σε ένα νέο τόπο όπου και πάλι οι άνθρωποι προσπαθούν να δώσουν πνοή και νόημα στη ζωή τους, τόνισε συγκινημένη στο χαιρετισμό της, η  πρόεδρος του Μικρασιατικού Συλλόγου Νεοκαισάρειας και ψυχή του φετινού Γαβουστήματος Αναστασία Παπάζογλου.
16 πετυχημένα χρόνια μιας εκδήλωσης που έχει καθιερωθεί πια ως θεσμός και μια από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες  εκδηλώσεις των απανταχού Καππαδοκών. Το Γαβούστημα οφείλει την  επιτυχία του σε δύο λόγους, τον εθελοντισμό και τη συνεργασία των Σωματείων, τόνισε ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Καππαδοκικών Σωματείων (ΠΕΚΣ) Θεοφάνης Ισαακίδης.

16gavoustima2
Ας θυμηθούν όλοι ότι εδώ έφτασαν οι Μικρασιάτες Καππαδόκες πεινασμένοι, ρακένδυτοι, ταλαιπωρημένοι κουβαλώντας τα ελάχιστα υπάρχοντα τους, μεταξύ των οποίων τα άγια εικονίσματα και τα ιερά σκέυη των εκκλησιών τους, πάντα με την σκέψη ότι έρχονται στην μητέρα Ελλάδα, περιμένοντας αγάπη και στοργή και αντι αυτών συνάντησαν κατατρεγμό, υβρη, περιφρόνηση και μια πρωτοφανή αντιπαλότητα, κι όμως τα κατάφεραν και πρόκοψαν, τόνισε με τη σειρά του ο Αντιπρόεδρος της ΟΠΣΕ και πρόεδρος των Σινασιτών Σπύρος Ισόπουλος.
Την κυβέρνηση εκπροσώπησε την πρώτη ημέρα  ο Καππαδόκης  Αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Μάξιμος Χαρακόπουλος και τη δεύτερη ημέρα ο επίσης Καππαδόκης  υφυπουργός Εργασίας Βασίλης Γκεγκέρογλου,  το παρόν έδωσε ο Δήμαρχος Ιωαννιτών και αυτοδιοικητικοί, ενώ καλεσμένοι ήταν και  Τούρκοι δήμαρχοι από την περιοχή της Καππαδοκίας.

http://mikrasiatis.gr/

Τα Χριστουγεννιάτικα έθιμα που έφεραν οι Καππαδόκες πρόσφυγες από την Καισαρεία, στην νέα τους πατρίδα την Νεοκαισάρεια.
Παλιές παραδόσεις και έθιμα που έρχονται από το βάθος του χρόνου, που μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά και έχουν ρίζες η επιρροές από την αρχαιότητα ,την θρησκεία και την ιστορική διαδρομή ενός τόπου μακρινού της Καισάρειας στην Καππαδοκία, έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες το 1924, στην νέα τους πατρίδα που την ονόμασαν Νεοκαισάρεια Ιωαννίνων.
Οι Καππαδόκες πρόσφυγες, είχαν μεγάλη πίστη, για αυτό πρώτο τους μέλημα ήταν να χτίσουν Ιερό Ναό αφιερωμένο «στον δικό τους 'Αγιο», τον Μέγα Βασίλειο, που είχε διατελέσει επίσκοπος Καισαρείας.
Στην πλατεία του χωριού από τότε μέχρι σήμερα τις Χριστουγεννιάτικες μέρες, οι βαθειά θρησκευόμενοι πρόσφυγες στήνουν δύο καλύβες. Η πρώτη είναι αφιερωμένη την γέννηση του θείου βρέφους, και η δεύτερη στον Μέγα Βασίλειο, τον άγιο της Πρωτοχρονιάς για να θυμίζει σε όλους, όπως η υπογραμμίζει η Πρόεδρος του Μικρασιατικού Συλλόγου Νεοκαισάρειας Ιωαννίνων πως, «έρχεται από την Καισαρεία ,όπως λένε τα κάλαντα μας , κρατάει πένα και χαρτί, βιβλία, είναι φιλάνθρωπος, φοράει μόνο το ράσο του, χωρίς να σέρνουν το έλκηθρο του τάρανδοι και ελάφια».


























Πιστή στην παράδοση, η κάθε οικογένεια στην Νεοκαισάρεια τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια τα έθιμα της πατρίδας. Γλυκά και φαγητά τις ημέρες των Χριστουγέννων έχουν τον δικό συμβολισμό.
«Χερσέ», το ευλογημένο από την Παναγιά φαγητό, όπως λένε οι πρόσφυγες. Την παραμονή των Χριστουγέννων, στο κάθε σπίτι η νοικοκυρά μαγειρεύει «χερσέ», σιτάρι μαζί με κοτόπουλο και πριν το σερβίρει στο τραπέζι για την οικογένεια, πηγαίνει πιάτα με το φαγητό στους γείτονες. Το σιτάρι και το κοτόπουλο αποτελούν τροφή για ζώα και ανθρώπους, γι' αυτό το φαγητό, συμβολίζει την επάρκεια των αγαθών στο κάθε σπίτι. Σύμφωνα με την παράδοση η Παναγία, βρήκε αυτή την τροφή κοντά στην φάτνη για να φάει, γι' αυτό είναι το ευλογημένο των Καππαδόκων φαγητό της προσφοράς και το μοιράζουν.
Το «κετέ» και το γλυκό «σινί», είναι τα εδέσματα των γιορτινών ημερών, που δεν λείπουν από κανένα σπίτι. Το «σινί», γίνεται με χειροποίητο φύλλο, καρύδια και καμένο αλεύρι. Το «κετέ», είναι τσουρέκι σε σχήμα σαλίγκαρου, ενώ το μυστικό του βρίσκεται βούτυρο με καμένο αλεύρι.
Από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, δεν λείπει η βασιλόπιττα ,καθώς η «ιστορία» της, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την μακρινή τους πατρίδα τη Καισαρεία. Σύμφωνα με την παράδοση τους, όταν επί Επισκόπου Βασιλείου ,οι χριστιανοί υπέστησαν μεγάλο διωγμό, προκειμένου να σώσουν την πόλη της, μάζεψαν τα χρυσαφικά τους για να τα προσφέρουν ως αντάλλαγμα, ώστε να σταματήσουν οι διωγμοί.
Όταν ο τύραννος ηγεμόνας και οι στρατιώτες του λεηλατούσαν την Καισαρεία, μια μεγάλη λάμψη στον ουρανό και ένα χρυσός καβαλάρης, που ήταν ο μάρτυρας άγιος Μερκούριος, τους αφάνισε και σταμάτησε η καταστροφή. Τα χρυσαφικά που είχαν συγκεντρωθεί έπρεπε να επιστραφούν στους χριστιανούς της πόλης. Ο Επίσκοπος Βασίλειος, επειδή ήταν πολύ δύσκολο να γίνει δίκαιη επιστροφή, πρότεινε οι γυναίκες να ζυμώσουν μικρές πίτες μέσα στις οποίες τοποθέτησε ένα χρυσαφικό και τις μοίρασε στους πιστούς. Ως εκ θαύματος ο καθένας βρήκε μέσα στην πίτα, ό,τι ήταν δικό του. Από τότε η βασιλόπιτα με το «φλουρί», συμβολίζει την χαρά, την δικαιοσύνη και την ηρεμία στο κάθε σπίτι.

www.romiazirou.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου