Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Μπεστιά Λάκκας Σουλίου







Δείτε τα video



























Μπεστιά Λάκκας Σουλίου

Η Μπεστιά (Τοπική Κοινότητα Μπεστιάς - Δημοτική Ενότητα ΛΑΚΚΑΣ ΣΟΥΛΙΟΥ), ανήκει στον δήμο ΔΩΔΩΝΗΣ της Περιφερειακής Ενότητας ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα "Καλλικράτης".

Η επίσημη ονομασία είναι "η Μπεστιά". Έδρα του δήμου είναι η Αγία Κυριακή και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου.

Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο "Καποδίστριας", μέχρι το 2010, η Μπεστιά ανήκε στο Τοπικό Διαμέρισμα Μπεστιάς, του πρώην Δήμου ΛΑΚΚΑΣ ΣΟΥΛΙΟΥ του Νομού ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ.
Η Μπεστιά έχει υψόμετρο 449 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 39,4331692077 και γεωγραφικό μήκος 20,6888932643. Οδηγίες για το πώς θα φτάσετε στη Μπεστιά θα βρείτε εδώ.


Ταγματάρχης Δημήτριος Κωστάκης από Μπεστιά Λάκκας Σουλίου : Ο θρυλικός κανονιέρης του '40

Για μια ακόμη χρονιά και πάλι φέτος, το Έθνος μας, θυμάται τη μεγάλη του στιγμή της νεώτερης ιστορίας του, την 28η Οκτωβρίου 1940. Ό,τι χαρακτηρίζει τη μοναδική και ανεπανάληπτη αυτή ελληνική σελίδα, είναι πως πέρασε αμέσως, ενώ ακόμη γραφόταν στο Καλπάκι και την Πίνδο, στην περιοχή όπου το γεγονός γίνεται πνεύμα και μύθος και όπου ο πόνος και το πνεύμα εξαγιάζονται μέσα στην αίσθηση της ευθύνης και του χρέους.
Θεωρεί κανείς ότι το έπος αυτό, που πραγματοποίησαν οι δικοί μας πατεράδες και παππούδες, έγινε για να ερμηνεύει ολόκληρη την περιπετειώδη και θαυμαστή εθνική μας ζωή, να τη ζωντανέψει στις μέρες μας και να την καταστήσει αλάνθαστο κριτήριό της. Παρουσιάζεται σαν συμπύκνωση μιας τρισχιλιόχρονης γόνιμης ιστορίας, αλλά με πλάτος μεγαλύτερο, με έκταση δυσανάλογη και με ένταση ισχυρή.
Ένας από εκείνους που μεγαλούργησαν στον ανυπέρβλητο εκείνο αγώνα του 1940 και πρόταξαν τα στήθη τους για την Ελλάδα, ήταν και ο θρυλικός ταγματάρχης του πυροβολικού Δημήτριος Κωστάκης. Μαζί με τον Διοικητή της VIIIΜεραρχίας, Υποστράτηγο Χαρ. Κατσιμήτρο και τον Συνταγματάρχη Παναγ. Μαυρογιάννη αποτελούσαν το Επιτελείο της Μεραρχίας που έπαιρνε τις οριστικές αποφάσεις για τον αγώνα και τις υλοποιούσε με άφθαστο ηρωισμό και πείσμα ο ελληνικός στρατός.
Ο Δημήτριος Κωστάκης γεννήθηκε στα Μπεστιά-Λάκκας Σουλίου Ιωαννίνων. Φοίτησε στο Σχολαρχείο Άνω Πεδινών-Ζαγορίου και υπηρέτησε ως δάσκαλος σε χωριά του Νομού Ιωαννίνων. Στη συνέχεια νεαρός ακόμη, πήγε για αναζήτηση καλύτερης τύχης στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ανθούσε και δραστηριοποιούνταν με πολυάριθμη ελληνική παροικία. Έρχεται στην Ελλάδα και τον Ιανουάριο του 1913 κατατάσσεται εθελοντής του Ελληνικού στρατού στην Πρέβεζα και μαζί με άλλους αγωνίζεται για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Πολέμησε το 1914-16 στη Βόρειο Ήπειρο και πήρε μέρος σε πολλές μάχες, δείχνοντας πνεύμα ηρωισμού και τόλμης. Γι' αυτό μάλιστα του απονεμήθηκαν και πολλά παράσημα ανδρείας και προήχθη στο βαθμό του Επιλοχία.
Ο Δημήτριος Κωστάκης πήρε μέρος στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας και το 1923 ονομάζεται ανθυπολοχαγός. Ο πόλεμος του '40 τον βρίσκει απόστρατο ταγματάρχη και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ανακαλείται στις τάξεις του στρατού ως έφεδρος εκ μονίμων.
















Στο σημείο αυτό ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή.
Στη μεθόριο με την Αλβανία είχαν συγκεντρωθεί Ιταλικές μεραρχίες, θωρακισμένα και βαρύ πυροβολικό. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού είχε τις παραμεθόριες δυνάμεις της Ηπείρου. Οι Ιταλοί άρχιζαν τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου, στις 5.30 την επίθεσή τους σε όλο το πλάτος του αλβανικού μετώπου. Άρχιζε ο μεγάλος αγώνας. «Δύναται να είπει κανείς χωρίς δισταγμό, ότι ίσως εκεί επάνω, εις τα βουνά της Ηπείρου, κρίνεται η τύχη ολοκλήρου του πολέμου», έγραφε η Αμερικανική Εφημερίδα, Κρίστιαν Σάιεν Μόνιτορ.
Τα Ελληνικά τμήματα προκαλύψεως υποχωρούν στη βασική γραμμή άμυνας όπου βρίσκεται η VIIIΜεραρχία στα υψώματα Γκραμπάλα - Ασόνισσα - Βελλά - Άγιος Αθανάσιος Βροντισμένης - Σιάτση - Μονή Σωσίνου Παρακαλάμου. Οι Ιταλικές δυνάμεις προωθούνται σε θέσεις μάχης στα Δολιανά και τον Παρακάλαμο. Το ελληνικό πυροβολικό, με τα παρατηρητήριά του σε θέσεις πλεονεκτικές, βάλλει συνέχεια κατεπάνω τους.
Εδώ τα ηρωικά κατορθώματα του θρυλικού και σεμνού ταγματάρχη Δημητρίου Κωστάκη, του φοβερού πολέμαρχου, που δεν άφησε να πάει χαμένη καμιά κανονιά, είναι ανυπέρβλητα. Ο Δημήτριος Κωστάκης με όλες του τις δυνάμεις, εμψυχώνοντας τους στρατιώτες και ο ίδιος στην πρώτη γραμμή, έγινε σύμβολο κάθε απλού αγωνιζόμενου Έλληνα, φίλος, αδελφός και πατέρας κάθε στρατιώτη, που πολεμούσε με ενθουσιασμό και απαράμιλλο ηρωισμό.
Γι' αυτό και ύστερα από τον πόλεμο του '40 κάθε μαχητής με περηφάνια και χαρά στην ερώτηση: Πού πολέμησες εσύ; απαντούσε: -Ήμουν με τον Κωστάκη! Είδα τον Κωστάκη!
Είναι αμέτρητα τα περιστατικά και τα επεισόδια της πολεμικής δράσης του Κωστάκη, που έλαβαν χώρα στα βουνά και τα λαγκάδια της Ηπειρωτικής γης.
Το κύριο βάρος της επίθεσης στο Καλπάκι ανέλαβε η Μεραρχία Κενταύρων με τη βοήθεια της Μεραρχίας Φερράρα. Τη νύχτα της 4 προς 5 Νοεμβρίου τα ελληνικά τμήματα βόρεια του Καλαμά, συμπτύσσονται για να αποφύγουν τα εχθρικά άρματα. Την άλλη μέρα 80 Ιταλικά άρματα της Μεραρχίας Κενταύρων επιτίθενται στα υψώματα Καλπακίου. Τα άρματα αυτά βάλλονται από το Ελληνικό πυροβολικό με επικεφαλής τον Δημήτριο Κωστάκη, κάτω από τις ιαχές των φαντάρων μας.
Δόστου Κωστάκη! Δόστου Κωστάκη!
Μερικά άρματα του εχθρού καταστρέφονται και τα υπόλοιπα οπισθοχωρούν σε αταξία. Απόπειρα διάβασης του Καλαμά, κοντά στον Παρακάλαμο από 60 εχθρικά άρματα αποτυγχάνει, ενώ 15 άρματα βούλιαξαν στους βάλτους του Καλαμά. Η συντριβή των αρμάτων μάχης των Ιταλών είναι έργο του Κωστάκη και του Ελληνικού πυροβολικού και ο ίδιος αποθεώνεται.
Στα Δολιανά, δίπλα στο άγαλμα του Γεωργίου Γενναδίου, ένας Ιταλός υποστράτηγος και δύο συνταγματάρχες παρατηρούν με κυάλια το Καλπάκι, όπου οι Έλληνες αμύνονται. Ένα βλήμα του Κωστάκη τους θέρισε, χωρίς το άγαλμα του Γεννάδιου να πάθει μεγάλες ζημιές. Οι τρεις Ιταλοί αξιωματικοί ενταφιάστηκαν στο νεκροταφείο Δολιανών.
Είναι γεγονός ότι ο Κωστάκης δεν χρησιμοποιούσε ποτέ όργανα μέτρησης του πυροβόλου. Για όργανα μέτρησης χρησιμοποιούσε τις δύο γροθιές του και έδειχνε στους πυροβολητές: τόσες μοίρες δεξιά, τόσες αριστερά. Και αυτοί έριχναν τα βλήματα με απόλυτη ακρίβεια, όπως την είχε προσδιορίσει ο Κωστάκης. Μια μέρα οι Ιταλοί έπαιρναν συσσίτιο στα νερά της Σιταριάς. Μια ομοβροντία που σημάδεψε τα πυροβόλα του Κωστάκη και το καζάνι των Ιταλών, όπου έβραζε το φαγητό, τινάχτηκε στον αέρα! Ο ταγματάρχης Κωστάκης πέταξε το δίκωχο στον αέρα και έβγαλε κραυγή ενθουσιασμού.
Χαρακτηριστικό είναι και το ακόλουθο επεισόδιο. Στις 30 Οκτωβρίου στο χωριό Κουκλιοί, ένα ολόκληρο Σύνταγμα με 1.200 αιχμαλώτους Ιταλούς έπεσε στα χέρια του Κωστάκη. Ο Ιταλός Συνταγματάρχης είπε:
- Ήθελα να δω τον περιβόητο Ταγματάρχη Κωστάκη, και ο Κωστάκης του είπε:
- Εγώ είμαι. Ο Ιταλός πήδηξε από το άλογο και γονάτισε μπροστά του. Ο Κωστάκης τον σήκωσε και κουβέντιαζε για ώρα μαζί του, φιλικά.
Όταν ο Ελληνικός στρατός μπήκε στην Αλβανία, με τη μεγάλη αντεπίθεση, ο Κωστάκης έδειξε το μεγάλο του ανθρωπισμό. Μια μέρα έδωσε φαγητό σ' ένα πεινασμένο Αλβανό, αν και γνώριζε ότι τα δύο του παιδιά υπηρετούσαν στον Ιταλικό στρατό και συμβούλεψε τους στρατιώτες του. «Όταν παίρνετε κάτι απ' τους φτωχούς Αλβανούς, να το πληρώνετε. Ή σε χρήμα ή σε είδος. Και αν κάποιος πεινάει, δώστε του να φάει. Δεν φταίνε σε τίποτε οι φτωχοί άνθρωποι, που δεν θέλανε τον πόλεμο».
Να πώς περιγράφει τον Κωστάκη ο Άγγελος Τερζάκης:
«Θεός εφέσιος στεκότανε για μας, εκεί στην Αλβανία, ο Κωστάκης. Τον ακούγαμε, μα δεν τον είχαμε ιδεί. Τον καιρό που βρισκόμουνα στο στρατηγείο, ο Κωστάκης πολεμούσε αδιάκοπα με τις πυροβολαρχίες του στη Χειμάρα και σ' άλλες περιοχές της Βορείου Ηπείρου. Ξάφνου ο Αρχηγός Πυροβολικού, που ήταν συντοπίτης και φίλος, αποφάσισε να τον ξεκουράσει. Τον μετακάλεσε στο στρατηγείο για ένα διάστημα.
Η είδηση κυκλοφόρησε αστραπιαία: Έρχεται ο Κωστάκης!
Περιέργεια ανυπόμονη, συγκίνηση γέμισε όλους εμάς, που τον καρτερούσαμε να φτάσει. Κια μια μέρα, το βήμα του βαρύ, βροντερό, αντρίκιο, ακούστηκε ν' ανεβαίνει τη σκάλα της Διοίκησης Πυροβολικού.
Ήταν ένας μάλλον ψηλός στ' ανάστημα γέροντας, πρόσωπο χαρακωμένο από τα χρόνια και τις κακουχίες. Βροντούσε περπατώντας με την αχώριστη μαγκούρα του με νταϊλίκι πεισματερό.
- Γεια σας παιδιά!
Σταθήκαμε προσοχή να περάσει. Όμως στα χείλη μας σχεδιάστηκε κιόλας ένα χαμόγελο φιλικό. Ο γέροντας αυτός με την κολοκοτρωνέικη μορφή, την κόψη του οπλαρχηγού, ήταν ανώτερός μας, όμως όχι και διαφορετικός. Ο ταγματάρχης Κωστάκης ερχόταν ολόισια από τα σπλάχνα του λαού».
Με αυτούς τους επώνυμους αλλά και όλους τους ανώνυμους ήρωες στρατιώτες γράφτηκε στην Πίνδο και τα Βορειοηπειρωτικά βουνά το μεγάλο εκείνο έπος του '40, που άφησε εμβρόντητο όλο τον πολιτισμένο κόσμο.
Γι' αυτό και πρώτα απ' όλα η 28η Οκτωβρίου ήταν πρόσκληση για θυσία, που όλος ο λαός διετράνωνε από την πρώτη στιγμή και διακήρυξε την απόφασή του να διαφυλάξει την ελευθερία και την ακεραιότητα του τόπου.
Αυτό το μήνυμα και αυτό το χρέος, ιδιαίτερα σήμερα, οφείλουμε να το μεταλαμπαδεύσουμε στους νέους μας, ενθυμούμενοι μνήμες και κατορθώματα από τον τιτάνειο εκείνο αγώνα. Μνήμες που δεν πρέπει να χαθούνε, αλλά να βιώνονται καθημερινά.
Χωρίς τέτοια βιώματα, το 1940 μένει μακρυά μας, απόκοσμο και αναξιοποίητο και γίνεται ευκαιρία μόνο για πανηγυρισμούς και ομιλίες.
Γι' αυτό και είναι ανάγκη να είναι διαρκής παρουσία. 


Το στρατιωτικό ημερολόγιο του Ταγματάρχη πυροβολικού Δημήτρη Κωστάκη                                                                                                    

«28η Οκτωβρίου 1940.

Έδρα της Μοίρας εις Αγίαν Μαρίνα Ρεπετίστης. Η Μοίρα έχει υπό την Δ/νσιν της 1ης Πυρ/χιας,VIII Συν/τος Πυροβολικού Ιωαννίνων υπό υπ/γον Φωτίου διαμετρήματος 7,5 Σκόντα και την 5η Πυρ/χιαν των 10,5 Σνάιδερ.21η Αθηνών υπό λοχαγόν Δημόπουλο Παναγιώτην. Επίσης δύο ουλαμούς συνοδείας των 6,5 του 40ου και 42ου Συν/τος Πεζικού. 
Περί ώραν 4.30 πρωινήν ειδοποιήθη ο Ταγ/χης κ. Κωστάκης Δ. ότι εκυρήχθη ο πόλεμος στη χώρα να καταληφθώσι υπό των Πυρ/χιων αι πολεμικαί των θέσεις. Ο λοχαγός Δημόπουλος έταξε την Πυρ/χιαν του εις Αγίαν Μαρίναν, οι παρατηρηταί ανθ/γος Ευρυσθένης Τζιάλλας επί υψώματος Μονής Σωσίνου. Ο Ταγματάρχης ανεχώρησε αμέσως με ανθ/γον Παπαιωάννου Αλ. και ιατρόν Μπέσαν Ιωάννη ακολουθούμενοι υπό των λοχιών(συνδέσμου και παρατηρητού) διάθεσιν 1ης Πυρ/χίας εχόμενης κατ' ουλαμούς του μεν πρώτου εις θέσιν αριστεράν υψώματος Χάνι Δελβινακίου υπό ανθυπασπιστή Παπαχρήστο, του δε δευτέρου ουλαμού η θέσις παρά την διακλάδωσιν Δελβινακίου Πωγωνιανής.». 
Ο «κανονιέρης του '40», αφανής ήρωας του ελληνοαλβανικού μετώπου, ο έφεδρος εκ μονίμων, ταγματάρχης ορεινού πυροβολικού, Δημήτριος Κωστάκης, στο προσωπικό του στρατιωτικό ημερολόγιο, αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, αποτυπώνει με λεπτομέρεια μια από τις γραμμές της αμυντικής διάταξης του ελληνικού στρατού στο Καλπάκι το 1940. 
Ο ταγματάρχης Κωστάκης, μαζί με τον υποστράτηγο Κατσιμήτρο και τον Συνταγματάρχη Μαυρογιάννη, ήταν η ψυχή του Έπους του 1940, καθώς έπαιρναν τις επιτελικές αποφάσεις για την 8η Μεραρχία στο μέτωπο του ελληνοϊταλικού πολέμου. Μάλιστα, αντιλαμβανόμενοι έγκαιρα τις προθέσεις των Ιταλών, είχαν καταγράψει τα πιθανά περάσματα της ελληνοαλβανικής μεθορίου και γνώριζαν που θα αντιπαραταχθούν οι ελληνικές δυνάμεις. 
«2 Νοεμβρίου 1940.
Ζωηρή κίνησις εχθρών εις Παρακάλαμον. Αυτοκίνητα. Πεζικό, τανκς, μοτοσικλέτες. Εγένοντο βολές επιτυχώς Φωτίου-Δημόπουλου. Αναχαίτησις οχημάτων. Εβλήθησαν ποδηλατισταί οίτινες διελύθησαν με απώλειες πολλών νεκρών και τραυματιών. 'Αλλη φάλαγγα κατερχόμενη δεξιά εβλήθη επιτυχώς και διέκοψε προέλαση προς οδόν Γορίτσας. Διεσκορπίσθησαν εντός δάσους προς Ζαραβίναν. Βλήματα Δημοπούλου 2.237 καθ όλην την ημέρα.». 
Το ημερολόγιο του θρυλικού ταγματάρχη, καθώς και τα προσωπικά του αντικείμενα, φυλάσσονται με σεβασμό και υπερηφάνεια από την οικογένεια του. Ο γιος του Ελευθέριος Κωστάκης και η κόρη του Ασπασία Κωστάκη-Γκόρου, μίλησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τον σεμνό άνθρωπο, τον πατέρα, τον πατριώτη, τον πολεμιστή. «Ο πατέρας, μάς έδωσε ηθικές αρχές και αξίες. Ήταν άνθρωπος μετρημένος στη ζωή του. Ήταν γενναίος πολεμιστής. Ποτέ δεν υπερέβαλε για τις επιτυχίες του στα πεδία των μαχών. Αγαπούσε την πατρίδα του» λέει με συγκίνηση η 83χρονη κόρη του Ασπασία. 
«Γνώρισα τον πατέρα μου όταν ήμουν 5 ετών. Αυτό γιατί μετά την συνθηκολόγηση συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Ιταλία και από εκεί στην Γερμανία και τα σύνορα με την Πολωνία ως όμηρος» αναφέρει ο 73χρονος Λευτέρης Κωστάκης και συνεχίζει: « Από το πεδίο της μάχης έφυγε μόνο λίγες ώρες, για να έρθει στο σπίτι μας, την ημέρα που γεννήθηκα. Ήταν Μάρτιος του 1941. Από τότε και εκείνος δεν με είχε ξαναδεί». Ο Λευτέρης Κωστάκης, περιγράφει τον ταγματάρχη, ως άνθρωπο σεμνό και αυστηρό μαζί. 
«Ήταν λιγομίλητος χωρίς έπαρση» λέει ο γιος του. Θυμάται πως, όταν δεχόταν συγχαρητήρια για τη δράση του, «χαμογελούσε χωρίς να το δείχνει. Αγαπούσε τους φαντάρους σαν δικά του παιδιά», ενώ, όπως αναφέρει, «άσπρισαν τα μαλλιά του μέσα σε μία νύχτα γιατί ξεψύχησε στα χέρια του ένας λοχαγός, αγαπημένος του φίλος, από βολή ιταλικού πολυβόλου». Ο λογοτέχνης 'Αγγελος Τερζάκης, που βρέθηκε στο μέτωπο σμιλεύει στο βιβλίο του «Απρίλης 1946», στο κεφάλαιο «Νεροποντή», την προσωπικότητα του «γεροταγματάρχη»: 
«.Από καιρό, προτού ακόμη μπούμε στα Αλβανικά χώματα, μας ακολουθούσε η φήμη ενός γεροταγματάρχη του πυροβολικού, εφέδρου εκ μονίμων. Είχε τη διοίκηση μιας μοίρας ορειβατικού. Σκαρφάλωνε στ΄ αρβανίτικα βουνά έστηνε τις πυροβολαρχίες του μονονυχτίς, στις πιο απίθανες κορφές που μονάχα ο ήλιος βλέπει. Και χαράματα την άλλη μέρα, ράντιζε τον σαστισμένο εχθρό με φωτιά και με σίδερο, του βούλωνε τα κανόνια. Ο τρόπος που ήξερε να χειρίζεται το πυροβολικό του χωρίς να χάνει ούτε βολή ,η λεβέντικη παλληκαριά του η δυσανάλογη με τα χρόνια που τον βάραιναν, άλλες ακόμη πολεμικές αρετές συνδυασμένες με βαθιά συναδελφικότητα για τον φαντάρο τον έφεραν στην ολόπρωτη γραμμή των αρχηγών του αγώνα.. Ήταν εγγύηση η συνεργασία του ταγματάρχη Κωστάκη , σε μίαν οποιαδήποτε επιχείρηση....














..Έφευγε χαράματα και γύριζε αργά το βράδυ αλλαγμένος, φρέσκος χαρούμενος με το ρόδισμα της γλυκιάς αμαρτίας στο γεροντικό μάγουλο του... Θεός Εφέσιος στεκόταν και για μας εκεί στην Αλβανία, ο Κωστάκης!.... 
...Μια τέτοια μέρα περνώντας με το αυτοκίνητο την κοιλάδα του Δρίνου παίρνει το μάτι του, κάπου σε χωράφι έναν ξύλινο σταυρό. Πρόσταξε να σταματήσουν. Κατέβηκε. Ήταν ο πρόχειρος τάφος κάποιου ανώνυμου πυροβολητή. Στάθηκε σκεφτικός ο Κωστάκης μπροστά στον τάφο. Στο σκαμμένο μάγουλο του κυλήσανε δύο χοντροί κόμποι δάκρυα. Την άλλη μέρα ξαναμπαίνει στο αυτοκίνητο μαζί με τον παπά του στρατηγείου. Τραβάει τον ίδιο δρόμο και φτάνοντας στον ξύλινο σταυρό σταματάει πάλι. Κατεβαίνει και βάζει τον παπά να ψάλει τρισάγιο 
Θα πίστευε ίσως πως εκπληρώνει έτσι ένα θρησκευτικό του χρέος. Όμως για σένα που τον ήξερες, η πράξη του αυτή είχε άλλο νόημα. Ήτανε το μνημόσυνο ενός πατέρα στον τάφο του παιδιού του.». 
Ο ταγματάρχης Κωστάκης, όπως αποκαλύπτουν τα παιδιά του, είχε πάντα μαζί του την Αγία Γραφή, καθώς και μία εικόνα της Αγίας Βαρβάρας, την οποία είχε βρει το 1923, κατά την οπισθοχώρηση στα περίχωρα του Ουσάκ σε κάποια μισοκαμένη εκκλησία. 
Ο θρυλικός ταγματάρχης γεννήθηκε το 1891 στο χωριό Μπετσιά Σουλίου. Αποφοίτησε από το Σχολαρχείο 'Ανω Πεδινών και υπηρέτησε ως δάσκαλος σε χωριά της Λάκκας Σουλίου, τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Ήπειρο και στην συνέχεια μετανάστευσε στην Αίγυπτο. Όταν ξεκίνησε απελευθερωτικός αγώνας εναντίον των Τούρκων, επιστρέφει στην πατρίδα, για να καταταγεί ως εθελοντής τον Ιανουάριο του 1913 στην Πρέβεζα. Παίρνει μέρος σε όλες τις μάχες και λαμβάνει το πρώτο παράσημο ανδρείας. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία της πατρίδας και γίνεται μόνιμος υπαξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Το 1919 μετέχει με το ελληνικό εκστρατευτικό Σώμα στην καταστολή της Οκτωβριανής Επανάστασης και προάγεται σε ανθυπασπιστή επ' ανδραγαθία. Στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας πολέμησε στο Εσκί-Σεχίρ και στο Αφιόν-Καραχισάρ. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα παντρεύτηκε στα Ιωάννινα και απέκτησε 4 κόρες και ένα γιό. Ως ανθυπολοχαγός, ανέλαβε διοικητής πυροβολαρχίας και όταν το 1937 πήρε τον βαθμό του Ταγματάρχη υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες πυροβολικού. Ο Δημήτρης Κωστάκης αποστρατεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1940,όμως λόγω των σοβαρών εξελίξεων εκείνης της εποχής, με αίτησή του, τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς επιστρέφει στο στράτευμα ως έφεδρος εκ μονίμων. Μετά τη συνθηκολόγηση, συνελήφθη και επί 3,5 χρόνια έζησε σε κατάσταση ομηρίας σε στρατόπεδα της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Πολωνίας, μέχρι τον Αύγουστο του 1945, οπότε και απελευθερώνεται από τα ρωσικά στρατεύματα. 
Μετά τον πόλεμο ασχολήθηκε με κοινωνικό έργο, ενώ ήταν και επίτροπος στην εκκλησία της γειτονιάς του στα Ιωάννινα στην Αγία Μαρίνα. Πέθανε 3 Νοεμβρίου το 1961. Στην κηδεία τον τίμησαν όλοι οι συναγωνιστές του, οι φαντάροι που επέζησαν και συμπολίτες του. «Δεν υπήρχε εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης. Ούτε ένα στεφάνι. Ούτε ένας τιμητικός πυροβολισμός πάνω από τον τάφο του, ούτε κιλλίβαντας, γιατί ήταν δημοκράτης» αναφέρει η κόρη του. 
Η ελληνική πολιτεία, 53 χρόνια μετά τον θάνατο του, θα τιμήσει τον θρυλικό ταγματάρχη, στις 4 Δεκεμβρίου με τα αποκαλυπτήρια της προτομής του, στο Μεγάλο Πεύκο. Ωστόσο, τον Νοέμβριο του 2000, οι συντοπίτες του από τα χωριά της Λάκκας Σουλίου, έστησαν προτομή του ήρωα κανονιέρη, στην γενέτειρα του τη Μπεστιά, ενώ στο προάστιο Ελεούσα και τη συνοικία της πόλης των Ιωαννίνων Καλούτσανη, δύο δρόμοι έχουν την ονομασία «Ταγματάρχη Κωστάκη» με απόφαση των τοπικών αρχών, παλαιότερα. 

Ο πρώην Δήμος Λάκκας Σουλίου



































































Ο  πρώην Δήμος Λάκκας Σουλίου, συστάθηκε με το Νόμο 2539/04-12-97 (ΦΕΚ Α' 244/04-12-97), «Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης» με το όνομα Δήμος Δερβιζιάνων και μετονομάσθει σε «Δήμος Λάκκας Σουλίου» με το υπ' αριθμ. Π.Δ. 4/14-01-2003 (ΦΕΚ Α' 4/14-01-2003). Ο Δήμος απαρτίζεται από 14 πρώην Κοινότητες: Αλεποχώρι Μπότσαρη, Άρδοση, Αχλαδέα, Βαργιάδες, Γεωργάνοι, Δερβίζιανα, Έλαφος, Μπεστιά, Παλαιοχώρι Μπότσαρη, Πεντόλακκος, Ρωμανός, Σεριζιανά, Σιστρούνι και Σμυρτιά. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ο πληθυσμός του Δήμου ανέρχεται στους 3.552 κατοίκους. 
Έδρα του Δήμου ήταν το Τοπικό Διαμέρισμα Δερβιζιάνων όπου απέχει από την πόλη των Ιωαννίνων 46 χιλ. Ολόκληρη η περιοχή του δήμου είναι κατάφυτη από κουμαριές, πουρνάρια, φελίκη, ερείκη, μυρτιές και πολλά άλλα διάφορα δέντρα. Το έδαφος είναι κατά το πλείστον φλύσχη, αργυλώδεις και προσχοσυγενές στις μικρές κοιλάδες και ασβεστολιθικό στα βουνά τόσο των Σουλιώτικων όσο και της Ολύτσικας, όπου υπάρχει μικρόν οροπέδιο. Στο εσωτερικό του δήμου και σε πολλούς λόφους υπάρχουν και σχιστολιθικά πετρώματα (μαυρόπλακα) που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα αποκλειστικά για τις στέγες των σπιτιών.
Υπάρχουν αρκετές πηγές νερού που τροφοδοτούν τον Αχέροντα και τους παραποταμούς του. Αυτές είναι στη Μπεστιά , το Σιστρούνι, τη Σμυρτιά, τους Γεωργάνους και τα Δερβίζιανα. Δεν υλοποιούνται δε και πολλές βρύσες, που εξυπηρετούν τις ανάγκες για ύδρευση των διαμερισμάτων του πρώην Δήμου.
Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωκτηνοτροφία. Καλλιεργούν καλαμπόκια, τρυφίλια ολίγα σιτηρά και όσπρια καθώς και κηπευτικά. Ιδιαιτέρως ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Κοπάδια αιγοπροβάτων και βοειδών εκτρέφονται τόσο σε ελεύθερη βοσκή όσο και σταυλισμένα
Στο πρώην Δήμο λειτουργεί Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών, κλιμάκιο της μη κερδοσκοπικής Επιχείρησης «ΜΕΡΙΜΝΑ» με το πρόγραμμα ¨Βοήθεια στο σπίτι¨, καθώς και Πνευματικό Κέντρο. Το τμήμα της Λάκκας Σουλίου που καταλαμβάνει ο δήμος μας και είναι το κεντρικότερο και το μεγαλύτερο έχει κατοικηθεί από της εποχής της εμφανίσεως του ζωικού και ανθρώπινου γένους στη γη. Τούτο το μαρτυρούν τα απολιθώματα που βρέθηκαν και αξιολογήθηκαν από αρμόδιους. Από τη νεολιθικής εποχής και μετά υπάρχουν δείγματα που επιβεβαιώνουν την κατοίκηση της περιοχής, όπως γρατινένοι και πυρολιθικοί πέλεκεις χάλκινα και σίδερα όπλα καθώς και πολλά πύλινα σκεύη, ομοιώματα και νομίσματα των ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ που κοσμούν το αρχαιολογικό μουσείο των Ιωαννίνων.




Καθροπολιτείες και ακροπόλεις συναντά ο επισκέπτης σε πολλά διαμερίσματα του πρώην  Δήμου μας ενώ άλλα είναι σε επισκέψημη κατάσταση και άλλα δυστυχώς όχι.Ερείπια πελασγικών τειχών μπορεί κανείς να δει στην Αχλαδέα ,στη Μπεστιά ,το Σιστρούνι , το Αλεποχώρι και Παλαιοχώρι Μπότσαρη όπως επίσης αρχαίους κιβωτιόσχημους τάφους στην Αχλαδέα , στη Μπεστιά και το Σιστρούνι.Επίσης νεοκλασικά σχολεία στην Αχλαδέα όπου και το κτιριακό συγκρότημα , το μόνο από τα είκοσι που έχτισε ο Αλή Πασάς για την πολιορκία του Σουλίου και που διασώζεται μέχρι σήμερα (κασλάς Αλή Πασά) , πέτρινα γεφύρια στο Σιστρούνι , νερόμυλοι στην Αχλαδέα , το Σιστρούνι και το Αλεποχώρι.

Μετά την καταστροφή του ρωμαίου Αιμήλιου Παύλου το 167 π.χ. των πόλεων αυτών της περιοχής του δήμου μας και τη συμπλήρωσή της από την άγνοια των κατοίκων , ανέλαβε η αρμόδια εφορία αρχαιοτήτων την ανάδειξη και την προστασία αυτων.Δυστυχώς όμως το μόνο που μέχρι σήμερα έχει καταφέρει , εκτός ελαχίστων περιπτώσεων , είναι να συμβάλει με την αμέλειά της στην ολοκληρωτική καταστροφή αυτών. Ο δήμος μας κάνει προσπάθεια για τη σήμανση και όσο είναι εφικτό στην ανάδειξη αυτών.

Ιστορικά στοιχεία.
Από τα ελάχιστα αρχαιολογικά ευρήματα (απολιθωμένα ψάρια και οστρακοειδή) φαίνεται ότι προ 500 εκατομμυρίων ετών, η πεδινή τουλάχιστον περιοχή ήταν θάλασσα.
Ο γρανιτένιος πέλεκης του Ζωτικού, της Ελάφου και των Κοντάτων καθώς και τα χάλκινα όπλα και εργαλεία που βρέθηκαν στην Καταμάχη και στα Πλατάνια (Τσερίτσανα), μαρτυρούν ότι η ευρύτερη περιοχή κατοικούνταν από την εποχή του Λίθου και του Χαλκού. Από τον Όμηρο αναφέρεται ότι οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ήταν οι Πελασγοί στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. Μια χιλιετία αργότερα, περίπου στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., διάφορες φυλές, ανάμεσα τους Σελλοί, Χάονες, Θεσπρωτοί και Μολοσσοί, πιστεύεται ότι ήρθαν να εγκατασταθούν από τη Θεσσαλία. Οι Θεσπρωτοί κυριαρχούν και επεκτείνονται ανατολικά από την περιοχή όπου είχαν πρωτοεγκατασταθεί (δυτικά παράλια της Ηπείρου) και συμπεριλαμβάνουν στις κτήσεις τους και τη σημερινή περιοχή του Δήμου. 
Πολύ αργότερα, τον 5o αιώνα π.Χ. οι Μολοσσοί αρχίζουν και ισχυροποιούνται και επί βασιλείας Θαρύπα (το 429 π.Χ. περίπου) επικρατούν και απομακρύνουν οριστικά τους Θεσπρωτούς από την περιοχή. Κατά τη βασιλεία του Θαρύπα και του διαδόχου του Αλκέτα (390-370 π.Χ.) ιδρύεται και η συμμαχία των Ηπειρωτών (Απειρωτάν) στην οποία προσχώρησαν οι Χάονες και οι Θεσπρωτοί. Αναπόσπαστο τμήμα της συμμαχίας αποτελεί και η περιοχή του Δήμου. 
Η συμμαχία των Ηπειρωτών και η ελευθερία τους κράτησε έως την εποχή που ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππο Β' παντρεύτηκε την Ολυμπιάδα, θυγατέρα του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Ο Φίλιππος Β', ο γιος του Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του, κατέστησαν υποτελή στη Μακεδονία όλη την Ήπειρο. Ανεξάρτητη γίνεται πάλι η περιοχή όταν ανέρχεται στο θρόνο της Ηπείρου ο Πύρρος, ο οποίος έφτασε τα δυτικά όρια του κράτους μέχρι την Ιταλία και τη Καρχηδόνα. Η αλήθεια των παραπάνω βασίζεται και στο γεγονός ότι στη Μπεστιά βρέθηκαν νομίσματα με την επιγραφή Απειρωτάν αλλά και νομίσματα του Πύρρου. 
Μετέπειτα στους αγώνες της Ρώμης εναντίον της Μακεδονίας, οι Ηπειρώτες βοήθησαν τους Μακεδόνες. Στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. οι Ρωμαίοι νικούν τους Μακεδόνες και τους συμμάχους τους. Το ίδιο έτος, ο Αιμίλιος Παύλος, έπειτα από απόφαση της Συγκλήτου, καταλαμβάνει την Ήπειρο και προβαίνει σε ολοκληρωτική καταστροφή της: 70 πόλεις καίγονται και 150.000 Ηπειρώτες θανατώνονται. Από τη λαίλαπα των Ρωμαίων δε γλίτωσε ούτε η περιοχή του Δήμου. Ήταν η εκδίκηση της Ρώμης για την "Πύρρειο νίκη" στην Ιταλία. Από τότε η Ήπειρος δε μπόρεσε να συνέλθει από τη φοβερή αυτή καταστροφή. 
Στα βυζαντινά χρόνια η περιοχή αποτελεί τμήμα της αυτοκρατορίας και αρκετά συχνά δέχεται τις επιδρομές ξένων λαών. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 μ.Χ., αποτέλεσε περιοχή της ανεξάρτητης Διοικητικής ενότητας με το όνομα Δεσποτάτο της Ηπείρου. 
Το 1449 μ.Χ. η περιοχή όπως και όλη η Ήπειρος, περιέχεται οριστικά στους Τούρκους. Τα όρη του Σουλίου αρχίζουν να γεμίζουν από κλέφτες και αμαρτωλούς, από ανθρώπους που είχαν άσβεστη μέσα τους τη φλόγα για ελευθερία, και προοδευτικά δημιουργείται η περίφημη Σουλιώτικη Συμπολιτεία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στην πρώτη μεγάλη προσπάθεια για ελευθερία, που εκδηλώθηκε από τον αποκαλούμενο "Σκυλόσοφο" Δεσπότη Διονύσιο το 1611 και παραλίγο να ελευθερωθούν τα Ιωάννινα, συμμετείχαν και Λακκιώτες. 
Η περιοχή στη διάρκεια των αγώνων των Τούρκων εναντίον του Σουλίου από το 1732-1778 και από το 1792-1803 αποτέλεσε τη σκοπιά, το φυλάκιο που παρακολουθούσε κάθε κίνηση του εχθρού και ειδοποιούσε έγκαιρα τους Σουλιώτες. Οι τούρκοι και ιδιαίτερα ο Αλή Πασάς, είχαν αναγνωρίσει τη στρατηγική σημασία της περιοχής και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τη θέσουν υπό τον έλεγχό τους. Ύστερα από την πτώση του Σουλίου, ο Αλή Πασάς παραχωρεί ή πωλεί ορισμένες περιοχές σε τσιφλικάδες. Τα χωριά Γεωργάνοι και Δερβίζιανα τα διατηρεί στην επικράτεια και αμέσως μετά το θάνατό του περιέχονται στο Σουλτάνο και ακολούθως στο τουρκικό δημόσιο. Τα χωριά Αλεποχώρι Μπότσαρη, Παλαιοχώρι Μπότσαρη και Ρωμανό γίνονται τσιφλίκια του Τζαμαλή αγά ενώ η Αχλαδέα τσιφλίκι του Π. Σακελλαρίου. Το 1919 απαλλοτριώνονται με απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας. 
Η περιοχή ελευθερώνεται από τον τουρκικό ζυγό το 1913. Οι κάτοικοι που ποτέ δε λύγισαν, βοήθησαν αποφασιστικά στον αγώνα για ελευθερία. Από τη δυτική πλευρά του Τόμαρου, οι γυναίκες των Τσεριτσάνων (Πλατανιών) ανέβασαν το ορειβατικό κανόνι του ελληνικού στρατού σε υψόμετρο 1.700 μ. με δύο μέτρα χιόνι. Η ενέργεια αυτή αποτέλεσε το "κλειδί" για την κατάληψη των Ιωαννίνων καθώς με το κανόνι αυτό άνοιξε ο δρόμος μεταξύ Μανωλιάσσας και Μελιγγών και κατέστη δυνατή η περικύκλωση των Τούρκων στα οχυρά του Μπιζανίου. Οι παλαιότεροι διηγούνται πολλές συγκινητικές ιστορίες που προκαλούν το θαυμασμό. 
Στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας έδωσαν το παρόν και το αίμα τους αρκετοί Λακκιώτες, αρκετοί από τους οποίους διακρίθηκαν για το θάρρος και την ανδραγανθεία τους. 
Στο έπος του 1940, οι Λακκιώτες πρώτοι τρέξανε στο Καλπάκι για να αναχαιτίσουν το στρατό του Μουσουλίνι. Από τη Μπεστιά είναι ο αξιωματικός του πυροβολικού Κωστάκης, η ικανότητα του οποίου καθήλωσε τα τανκς του εχθρού στο Καλπάκι και σήμανε την αρχή της αντίστροφης μέτρησης για τους Ιταλούς εισβολείς. Όταν αργότερα ο στρατός μας συγκέντρωσε τα όπλα στη Δωδώνη για να τα παραδώσει στους Ιταλούς, οι Λακκιώτες όχι μόνο δεν τα παρέδωσαν αλλά πήραν πολλά από αυτά και τα έκρυψαν. 
Στο πρώτο σάλπισμα για αντίσταση οι Λακκιώτες πήραν τα όπλα και βρέθηκαν στο πλευρό του συμπατριώτη τους Ναπολέοντα Ζέρβα που έστησε το στρατηγείο του πρώτα στο Πλατάνια (Τσερίτσανα), το μετέφερε στη Λίππα και τελικά στα Δερβίζιανα. Τη δεκαετία 1940-1950, ιταλογερμανική κατοχή και εμφύλιος, η περιοχή πλήρωσε με βαρύ φόρο αίματος και τεράστιες υλικές ζημίες τον αγώνα για την ελευθερία. 
Με το νόμο 2539/97, ΦΕΚ 244/4-12-1997 Τεύχος Α, γνωστό και ως σχέδιο "Ιωάννης Καποδίστριας", συνενώθηκαν δεκατέσσερις κοινότητες που αποτελούσαν μια ενιαία γεωγραφική ενότητα, με σκοπό τη δημιουργία του Δήμου Δερβιζιάνων
Ιστορικές μάχες
Μάχη Τόσκεσι
«Οι Τσάμιδες κλείσθηκαν σε τέσσερα σπίτια και στην εκκλησία με την ελπίδα ότι θάφθανε βοήθεια από τον Χουσρίτ. Οι Σουλιώτες τουε είπαν ότι θα σταματούσαν την επίθεση υπό τον όρο ότι θα έφευγαν από το χωριό μέχρι τα μεσάνυχτα. Οι Τσάμιδες δέχθηκαν τον όρο και έφευγαν προς την Παραμυθιά. Άφησαν μέσα στο χωριό εξήντα τέσσερις νεκρούς και όλα τα πολεμοφόδια και τις αποσκευές τους. Από τους Σουλιώτες σκοτώθηκαν μόνο επτά και δώδεκα τραυματίες μεταφέρθηκαν στο Σούλι προς νοσηλεία. Μετά από τις δύο νίκες, στα Πέντε Πηγάδια και Τόσκεσι, οι Σουλιώτες απεφάσισαν να καταλάβουν τα Δερβίζιανα και να διώξουν από εκεί τους Τούρκους...» 
ΧΡ. ΠΕΡΑΙΒΟΣ (Απομνημονεύοντα Πολεμικά) ΑΘΗΝΑ 1836 ο.π. σελ. 311 - 312 
Μάχη Βαργιάδων
14 Ιουλίου 1821 
«... Ο Μάρκος Μπότσαρης με τμήμα Σουλιωτών εκινήθη έπειτα κατά των Βααργιάδων, οχυρά τοποθεσία στην οποία ο Χουρσίτ είχε εγκαταστήσει δύο χιλιάδες Τούρκους με Ανατολίτη αρχηγό. Η άμυνα των Τούρκων στους Βαργιάδες κράτησε αρκετές μέρες, έγιναν φονικές μάχες με πολλές απώλειες και για τα δύο μέρη. Οι Τούρκοι είχαν εκατόν επτά νεκρούς και διακόσιους τραυματίες και οι Σουλιώτες είχαν σάραντα δύο νεκρούς και εξήντα πέντε τραυματίες. Οι Σουλιώτες κατέλαβαν τους Βαργιάδες και κατέστρεψαν από θεμέλια τα οχυρώματα που είχαν φτιάξει οι Τούρκοι...» 
ΧΡ. ΠΕΡΑΙΒΟΣ (Ιστορία Σουλίου και Πάργας) ΑΘΗΝΑ 1857 ο.π. σελ. 302 
Μάχη Δερβιζιάνων
«... Οι Σουλιώτες με αρχηγούς τους Μπότσαρη και Ζάρμπα όταν έφθασαν έξω από το φρούριο των Δερβιζιάνων έδωσαν το σύνθημα (σπαθί). «Σπαθί» εφώναξαν οι αμέσως όλοι οι Σουλιώτες και πριν προλάβουν οι Τουρκομακεδόνες να καταλάβουν τι εσήμαινε η κραυγή «σπαθί», οι Σουλιώτες με τα πιστόλια και με τα μαχαίρια χτυπούσαν τους Τούρκομακεδόνες και τους συντρόφους τους μέχρι την ώρα εκείνη. Σε λίγα λεπτά της ώρας είχε γίνει μακελλειό. Εκατόν εβδομήντα μόνο, κι αυτοί πληγωμένοι, κατώρθωσαν να σωθούν φεύγοντας προς το γειτονικό δάσος με κραυγές (Μπαμπές, μπαμπές), δηλαδή (άπιστοι, άπιστοι)» 
Κων/νου Γ. Πανταζή «ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΟΥΛΙΟΥ» 1978 ο.π. σελ 266 
Ο αιφνιδιασμός της Βυρτζάχας
12 Ιουνίου 1800 
«... Οι προπορευομένοι Σουλιώτες του Φώτη Τζαβέλλα έφθασαν πολύ κοντά στο στρατόπεδο της Βυρτζάχας, ανεβαίνοντας προς το ύψωμα, διέκριναν τον Αρβανίτη σκοπό να προβάλει στον ορίζοντα. Ακροποδιτί ορμούν επάνω του, και πριν προλάβει να πυροβολήσει και να δώσει το σύνθημα του συναγερμού στο στρατόπεδο, τον αποκεφαλίζουν. Αμέσως, όλοι μαζί, ορμούν μέσα στο στρατόπεδο, ο ένας δίπλα από τον άλλο ώστε να μη αλληλοκτυπηθούν, πέφτουν με τα χατζάρια επάνω στους Αρβανίτες τους οποίους σφάζοντας τρομοκρατούν. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι οι Αρβανίτες βάζουν φωνές: (Σουλιώτες, Σουλιώτες ω βελέζερ), που σημαίνει Σουλιώτες, Σουλιώτες, ω αδελφοί» 
ΧΡ. ΠΕΡΑΙΒΟΣ (Ιστορία Σουλίου και Πάργας) ΑΘΗΝΑ 1857 ο.π. σελ. 129 
Η μάχη της Μπορόρτσας
18 Απριλίου 1821 
«Η μάχη της Μπογόρτσας διήρκησε 2 ½ ώρες. Εφονεύθησαν 11 Σουλιώτες και επληγώθησαν 27. Οι Τούρκοι διαλύθηκαν ολοσχερώς. Οι Γκέγκηδες έφυγαν χωρίς επιστροφή. Οι Σουλιώτες παρακολουθούσαν τυχόν ανασύνταξη των τουρκικών στρατευμάτων στο ερειπωμένο οχυρό. Τούτο δεν έγινε, βρήκαν 32 νεκρούς οθωμανούς και δύο βαρειά τραυματίες, οπλισμό, πολεμοφόδια, ρουχισμό. Τα περάσματα, οι κορυφογραμμές του βουνού της Μπογόρτσας ήταν στον έλεγχο των Σουλιωτών πλέον. Έπαινος εδόθη στον αρχηγό των Σουλιωτών Γεώργιο Δράκο!» 
ΧΡ. ΠΕΡΑΙΒΟΣ (πολεμικά απομνημονεύοντα) 1836 τ.Α'. ο.π. σελ. 292 
Μάχη Σιστρουνίου
9 Ιουνίου 1800 
«οι Σουλιώται τον σκοπόν του Πασά απεφάσισαν να τον ματαιώσουν, ει δυνατόν, με διακοσίων συμπολιτών δύναμιν, της οποίας αρχηγοί υπήρχον οι : Φώτος Τζαβέλλας, Γκόγκας Δαγκλής, Σκούμπος Δράκος, Κολιοδημήτρης, Κίτσος Πανομάρας, Πάσχος Λάλας και Τζάλας', ούτοι πάντες ενεδρεύσαντες τη ιδία νυκτί επί το οχυρότερον πλησίον του χωρίου μέρος, ο δε αρχηγός αυτών Τουρκαλβανός (Μουσταφά Ζηγούρης) έχων χιλίους τριακόσιους εκλεκτούς στρατιώτας υπό την οδηγίαν του, αφελκούσας το ξίφος εφορμά ανυπερθέτως κατά των δύο, τον ακολουθεί συγχρόνως και όλον το σώμα δια των συνήθων αλαλαγμών, απροσδοκήτως όμως εμπίπτει εις την ενέδραν των Σουλιωτών , όπου κατά πρώτον πυροβολισμόν φονεύονται εξ αυτών υπέρ τους τριάκοντα εκτός των τραυματιών. Το σταρτήγημα και η συμβάσα φθορά πιθανόν να μη εξήρκουν δια την ασφάλειαν της νίκης, εάν ο Αρχηγός Τζαβέλλας δεν επρολάμβανε να φονεύση τον στρατηγόν Ζηγούρην προπορευόμενον των στρατιωτών...»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου