Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Πετσάλη Ιωαννίνων






Δείτε τα video































Πετσάλη
Η Πετσάλη (Τοπική Κοινότητα Κουρέντων - Δημοτική Ενότητα ΜΟΛΟΣΣΩΝ), ανήκει στον δήμο ΖΙΤΣΑΣ της Περιφερειακής Ενότητας ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα “Καλλικράτης”.

Η επίσημη ονομασία είναι “η Πετσάλη”. Έδρα του δήμου είναι η Ελεούσα και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου.
Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο “Καποδίστριας”, μέχρι το 2010, η Πετσάλη ανήκε στο Τοπικό Διαμέρισμα Κουρέντων, του πρώην Δήμου ΜΟΛΟΣΣΩΝ του Νομού ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ.
Η Πετσάλη έχει υψόμετρο 291 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 39,64638834 και γεωγραφικό μήκος 20,5905190603. Οδηγίες για το πώς θα φτάσετε στην Πετσάλη θα βρείτε εδώ.

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση το χωριό αρχικά βρισκόταν βορειότερα και περιμετρικά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Από εκεί μετακινήθηκαν οι κάτοικοι στη σημερινή θέση του χωριού λόγω λοιμώξεων.

Χαρακτηριστικό κτίσμα την περίοδο της τουρκοκρατίας ,σύμφωνα με απόψεις ιστορικών, ήταν ένας τετράγωνος πύργος με δύο πατώματα που αποτέλεσε κρύπτη των «αληπασαλήδων» τον Δεκέμβρη του 1820.Μετά την επανάσταση οι χωρικοί τον διέλυσαν.
Όπως και τα περισσότερα χωριά έτσι και το Πετσάλι ανήκε στα τσιφλίκια του Αλή Πασά. Απαλλοτριώθηκε από τους ιδιοκτήτες του το 1923.

Οι λίμνες των Ιωαννίνων και της Λαψίστας.


«Χίλια καντάρια ζάχαρη να ρίξουμε στη λίμνη
για να γλυκάνει το νερό να πιει η κυρά Φροσύνη»
λέει ένα παλιό γιαννιώτικο στιχοπλάκι, που αναφέρεται στον πνιγμό της κυρά Φροσύνης από τον Αλή-πασά στα νερά της λίμνης των Ιωαννίνων.
Η δημιουργία αρχικά του Κάστρου και η ανάπτυξη στη συνέχεια της πόλης των Ιωαννίνων είναι συνυφασμένη με τη λίμνη των Ιωαννίνων και το ευρύτερο οικοσύστημα του λεκανοπεδίου γενικότερα. Πράγματι δεν είναι μόνον η απομόνωση και το απροσπέλαστο ενός οικισμού στην ενδοχώρα, μακριά από τη θάλασσα του Ιονίου πελάγους και τις πεδινές εκτάσεις με το ήπιο κλίμα, ώστε να τον καθιστούν αδιάφορο και απρόσφορο σε εχθρικές επεμβάσεις.
Ούτε και η ύπαρξη ενός κάστρου ως φυσικού οχυρού μέσα σε ένα λεκανοπέδιο περικυκλωμένο από κακοτράχαλες βουνοσειρές, που προσφέρει την ασφάλεια και τη σιγουριά στους πρώτους οικιστές του.
Είναι οπωσδήποτε και ο πλούτος του υγρού στοιχείου, που αφθονούσε στην περιοχή, ο οποίος συνετέλεσε στην απόφαση της δημιουργίας ενός αρχικού οικισμού.
Σε κάποια περίοδο γεωλογικών ανακατατάξεων τέσσερις βράχοι αποκόπηκαν από τους παρακείμενους ορεινούς όγκους και «φυτεύτηκαν» στην τότε υπάρχουσα ανοιχτή λεκάνη. Ένας της Καστρίτσας, ένας του κάστρου των Γιαννίνων, ένας του νησιού της λίμνης και εκείνος του Περάματος.
Ο ιστοριοδίφης Δ. Σαλαμάγκας παρατηρεί: «…Οι κορυφές λοιπόν των χαμηλών βουνών που εξέχουν σήμερα από τα νερά της Λίμνης-Βράχος, Νησί, Καστρίτσα, Πέραμα-είναι-για να μεταχειρισθούμε μια μεγαλόπρεπη παραβολή-οι πεπτωκότες άγγελοι της οροσειράς της Πίνδου, αδέρφια των ψηλών και υπερήφανων κορυφογραμμών που καταβαραθρώθηκαν κάποτε στα Τάρταρα και τώρα, δεμένοι εκεί κι ασάλευτοι, μένουν να κοιτάζουν, χαμηλοί και ταπεινοί τα κορυφαία αδέλφια τους».
Εκείνος της Καστρίτσας είχε ήδη κατοικηθεί στους αρχαίους χρόνους, όπως προκύπτει από τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών.
Ο βράχος της σημερινής καστροπολιτείας, ο οποίος περιβαλλόταν από τη λίμνη και την τεχνητή τάφρο, που επικοινωνούσε με τη λίμνη, ήταν ένα φυσικό απόρθητο φρούριο για τα δεδομένα εκείνης της εποχής.
«…Κοιτίδα του γιαννιώτικου κάστρου είναι η οχυρότατη εκείνη πόλη που, κατά τα γραπτά του βυζαντινού συγγραφέα Προκοπίου, έκτισε ο Ιουστινιανός κατά την τρίτη δεκαετηρίδα του 6ου μ.Χ αιώνα, στην περιοχή ακριβώς-σε τμήμα της μόνο, πιθανότατα-που καταλαμβάνει, το και σήμερα με τείχη περικλεισμένο μέρος της πόλης και ειδικότερα στο βραχώδη λόφο, που υψώνεται κοφτός στα νερά της λίμνης και που απάνω του, στέκουν ακόμα τα δυο παραλίμνια τζαμιά της πόλης» γράφει ο Δ. Σαλαμάγκας για το Κάστρο.
Και φυσικά το νερό, ως απαραίτητο και βασικό στοιχείο για τη διαβίωση και την πολιτιστική ανάπτυξη του ανθρώπου είναι σημαντικός παράγοντας για τη δημιουργία ενός οικισμού. Έτσι εδώ, στην περιοχή του κάστρου, συνέχεια έρεαν άφθονα και καθαρά νερά κατ’ ευθείαν από τις υπόγειες και τις επιφανειακές πηγές του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων, ώστε η αρχική ονομασία του πρώτου οικισμού να φέρει το όνομα ΕΥΡΟΙΑ, δηλαδή καλή και αδιάκοπη ροή πηγαίων υδάτων (ευ+ροή). Σύμφωνα πάλι με τον Προκόπιο (Περί κτισμάτων, Ιουστινιανού Δ, 1) ο Ιουστινιανός εξανάγκασε τους κατοίκους της θεσπρωτικής πόλης Εύροιας να μετοικήσουν και να εγκατασταθούν στη θέση, την οποία οι περισσότεροι ερευνητές δέχονται ότι είναι τα Γιάννινα. Εκεί έκτισε τη Νέα Εύροια. Στο μέρος που την έκτισε, υπήρχε και μία αρχαία πόλη, η οποία ήταν γεμάτη από άφθονα νερά και ονομαζόταν Εύροια εξ αιτίας των πολλών νερών της.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’50 στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων παρέμενε αναλλοίωτο επί αιώνες ένα οργανωμένο οικοσύστημα-υγροβιότοπος, όπως η ίδια η φύση απλόχερα και με σοφία είχε δημιουργήσει και μας το είχε παραδώσει, το οποίο αποτελούσαν:
  1. η λίμνη των Ιωαννίνων, η οποία εφάπτεται στη βορειοανατολική της πλευρά με τα ριζά του Μιτσικελιού από το άκρο του χωριού Λογγάδες (η παλιά Αρδομίστα) μέχρι το άκρο του χωριού Αμφιθέα (παλιά ονομασία Στρούνι).
  2. η λίμνη-υγροβιότοπος της Λαψίστας, η στάθμη της οποίας ήταν χαμηλότερη από τη λίμνη των Ιωαννίνων.
Το Μιτσικέλι είναι ένα βουνό από ασβεστολιθικά καρστικά πετρώματα (όπου δηλαδή η διαβρωτική ενέργεια του νερού έχει σχηματίσει στο εσωτερικό του αρκετά κοιλώματα ή επιμήκεις αύλακες), με συνέπεια να υπάρχει άμεση επικοινωνία της λίμνης των Ιωαννίνων με τον υδροφόρο ορίζοντα του Μιτσικελιού. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ανάλογα με τη στάθμη της λίμνης των Ιωαννίνων έχουμε διοχέτευση νερών προς τον υδροφόρο ορίζοντα του Μιτσικελιού ή και αντίστροφα. Δηλαδή οι φυσικού υδάτινοι πόροι του Μιτσικελιού λειτουργούν πότε σαν καταβόθρες και πότε σαν πηγές, οι οποίες καλούνται ΕΣΤΕΒΕΛΕΣ (φαινόμενα του ΕΣΤΕΒΕΛΙΣΜΟΥ).
Οι παλιότεροι αναφέρουν ότι τον χειμώνα, που ανέβαινε η στάθμη της λίμνης, το νερό έμπαινε-διείσδυε στο Μιτσικέλι, φιλτράρονταν και έβγαινε καθαρό την άνοιξη και το καλοκαίρι, που υποχωρούσε η στάθμη της (προηγούμενη αναφορά στα καρστικά πετρώματα). Έτσι τα ριζά του Μιτσικελιού τροφοδοτούσαν σε συνεχή βάση τη λίμνη των Ιωαννίνων με καθαρό νερό.
























Από τη θέση-παλιά πηγή Μπλιτς στην Αμφιθέα (εκεί όπου πάνω από το ασφαλτικό οδόστρωμα υπάρχει και σήμερα ένα μικρό καλοχτισμένο πέτρινο κτίσμα-αντλιοστάσιο, που τροφοδοτούσε παλιότερα με νερό το χωριό Αμφιθέα=Στρούνι) και πιο πέρα στην πηγή-εστεβέλα της Ντραμπάτοβας και μέχρι την πηγή Μπουρνό πριν από τη μονή Ντουραχάνης υπήρχαν ένα σωρό μικρότερες και μεγαλύτερες πηγές, οι οποίες ανανέωναν τα νερά της λίμνης. Πριν από τη μονή Ντουραχάνης βρίσκεται η πηγή Μπουρνό, η οποία έχει μπαζωθεί (βουλώσει) από το υπόστρωμα του παραλίμνιου δρόμου που κατασκευάστηκε∙ γι’ αυτό και υποχωρεί (καθιζάνει) σε μόνιμη βάση ο ασφαλτοτάπητας από τα πηγαία νερά που βγαίνουν. Η λιμνούλα που σχηματίζεται δίπλα στον δρόμο στην περιοχή Ντουραχάνης παλιά είχε ανοικτή πρόσβαση με την υπόγεια λεκάνη του Μιτσικελιού και οι ψαράδες πήγαιναν και έριχναν τα δίχτυα τους, για να πιάσουν ψάρια-μαρίτσια, που έβγαιναν από το Μιτσικέλι. Η πηγή της Ντραμπάτοβας, που μέχρι πρόσφατα είχε σταματήσει να λειτουργεί, επικοινωνούσε μέσω Μιτσικελιού με την πηγή Μπουρνό. Έτσι και από τις δύο πλευρές-και από Ντραμπάτοβα και από Μπουρνό-έβγαιναν ψάρια-μαρίτσια, τα οποία θέλουν τρεχούμενο και όχι στάσιμο νερό, για να επιβιώσουν.
Συγκεκριμένα ο Δ. Σαλαμάγκας για την υπόγεια λεκάνη του Μιτσικελιού αναφέρει (Σπηλαιολογικά Σύμμεικτα Α-τόμος 2):
Η Δραμπάτοβα, γράφει ο Ν. Τσιγαράς, είναι μία «των μεγίστων» από τις 160 πηγές που γεμίζουν την Λίμνη των Γιαννίνων. Βγαίνει από το βάθος βράχου, που σχηματίζει θολωτό σπήλαιο, από μια οπή που έχει σχήμα φούρνου. Το σπήλαιο και τα κρύσταλλα νερά του, ίσαμε τα χρόνια του Φάλαρι Αλή, σκεπαζόταν από υψίκορμες οξιές και πυκνά πουρνάρια, που ανάμεσά τους είχε αυτός ανεγείρει ωραίο περίπτερο-(Κιόσκι το τοπωνυμικό, σώζεται ακόμα, για μια παράπλευρη, αποξηραμένη τώρα, πηγή)-στο οποίο πήγαιναν ο Αλής για διασκέδαση, παίρνοντας μαζί του πάντοτε κι έναν Αράπη, που ήταν άριστος κολυμβητής. Μια χρονιά είδε τα νερά της Ντραμπάτοβας πολύ ελαττωμένα, σχεδόν λειψά, και το στόμιό της ανοιχτό, σαν στόμα Άδη. Πλησίασε για να κοιτάξει, μα δε μπόρεσε να διακρίνει τίποτα στο βαθύτατο εκείνο σκότος. Διατάζει τότε να ανάψουν ένα λύχνο, και ταυτόχρονα τον Αράπη του να γυμνωθεί και να μπει να ερευνήσει το εσωτερικό της σπηλιάς. Ο δυστυχής Αράπης γδύθηκε, όμως φοβόταν να μπει στο σκοτεινό εκείνο άντρο και τρέμοντας αρνιόταν. Ο Αλής θύμωσε και τραβάει το σπαθί να τον κόψει. Ο Αράπης, τότε, βλέποντας τον άμεσο κίνδυνο ρίχτηκε στα παγωμένα νερά. Μόλις όμως μπήκε και βγαίνει αμέσως, τρέμοντας και πνευστιώντας:
-Πασιά μου, φώναζε, κόψε με καλλίτερα, παρά να μπω σ’ αυτή την κόλαση.
-Και τι είδες εκεί μέσα, που σε τρόμαξε τόσο πολύ; ρώτησε ο Αλής.
-Άδη και Κόλαση και θάλασσα μαύρη, Πασιά μου, αποκρίθηκε ριγώντας ο Αράπης.  
 Και συνεχίζει παρακάτω ο Δ. Σαλαμάγκας: …όλο αυτό το βουνό, τους πληροφόρησαν οι νησιώτες είναι κούφιο κι  έχει μέσα άλλη λίμνη, το ίδιο σαν και τούτη μεγάλη.
-Και πώς το ξέρετε εσείς αυτό; ρώτησαν οι σπηλαιοερευνητές.
-Από τους παλιούς αποκρίθηκαν εκείνοι κι από τον Αράπη του Αλή κι από τα ψάρια, που όταν ο χειμώνας είναι βαρύς, μπαίνουν μέσα όλα, και ξεχειμωνιάζουν και μόλις γλυκάνει ο καιρός αρχίζουν και ξαναβγαίνουν όμως και πολλά που χάνονται εκεί μέσα γιατί δεν ξαναβγαίνουν τόσα πολλά, όσα μπήκαν
Πηγές είχε και το νησάκι της λίμνης. Στην περιοχή Σεράι (στον δρόμο προς Παναγία Ελεούσα), καθώς και στο εκκλησάκι του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (μετά το μουσείο Αλή-πασά) υπήρχαν πηγές, οι οποίες έκλεισαν (μπαζώθηκαν) με την κατασκευή του περιφερειακού δρόμου του νησιού στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Η λύση για την ανανέωση των νερών της λίμνης (πηγαίων νερών) είναι να κατασκευαστούν τεχνικά (κιβωτοειδή και όχι σωληνωτά) στις θέσεις των πηγών, για να μπορούν να βγαίνουν ελεύθερα τα νερά προς τη λίμνη.
Η λίμνη έχει και υπόγειες πηγές (όχι καταβόθρες), γιατί ποτέ οι ψαράδες δεν έχασαν τα δίχτυα τους (δεν τους τα ρούφηξαν οι καταβόθρες). Άπλωναν τα δίχτυα τους για να πιάσουν ψάρια και πάντοτε τα μάζευαν.
Όταν στη διάρκεια της κατοχής ήρθαν οι γερμανοί στα Γιάννινα, εγκαταστάθηκαν κάποιοι από αυτούς στο σπίτι του Λάπα στο νησί. Έκαναν μετρήσεις στη λίμνη και βρήκαν ότι έχει 165 υπόγειες πηγές. Και είπαν χαρακτηριστικά ότι «αν ήξεραν οι γιαννιώτες το υπόγειο σπήλαιο που υπάρχει σε βάθος, θα έφευγαν αυθημερόν από τα Γιάννινα».
Από αυτά προκύπτει ότι είναι πηγαίο το νερό της λίμνης και την εμπλουτίζει από διάφορα σημεία υπέργεια ή υπόγεια, από τα οποία και οδηγείται κατ’ ευθείαν σε αυτήν. Μέχρι την περίοδο του μεσοπολέμου (ειδικότερα μέχρι το ’37-’38) από το μεσόλιμνο (δηλαδή από το μέσο της λίμνης και στη γιαννιώτικη διάλεκτο μ’σόλιμνο) έβγαζαν πηγαίο και καθαρό νερό οι νερουλάδες και το πουλούσαν στα γιαννιώτικα σπίτια. Ακόμη όσοι γιαννιώτες είχαν την οικονομική δυνατότητα να συντηρούν δική τους βάρκα, έφταναν οι ίδιοι στο μ’σόλιμνο κι έπαιρναν νερό για τα σπίτια τους.
Υπόγεια διασχίζει τη λίμνη πηγαίος ποταμός (ο Τρούχωνας ποταμός) με κατεύθυνση από νησάκι προς Πέραμα-Λαψίστα-Καλαμά εκβάλλοντας στη θάλασσα. Την πορεία του Τρούχωνα ποταμού ακολουθούσαν τα χέλια, που έφταναν στο Γιβραλτάρ και γύριζαν οι απόγονοί τους κάνοντας ενστικτωδώς την αντίστροφη διαδρομή. Το βαθύτερο σημείο της λίμνης είναι στην περιοχή Ντραμπάτοβας, από όπου περνάνε υπόγεια τα νερά του Τρούχωνα ποταμού που αναφέραμε και όχι η περιοχή της κυρά-Φροσύνης.
Όλη η χαμηλή περιοχή από την αρχή της διακλάδωσης της εθνικής οδού Ιωαννίνων-Μετσόβου-Θεσσαλονίκης προς Αμφιθέα και μέχρι τη θέση-πηγή Μπλιτς, από το κατασκευασθέν τη δεκαετία ’70 ανάχωμα και προς τα πάνω είχε πηγαία και καθαρά νερά με διάφανο βυθό που γυάλιζε από τις ανταύγειες του ήλιου, γι’ αυτό και ονομαζόταν ΓΥΑΛΑ.
Μια καταβόθρα (βαθιά σχισματιά-χωνεύτρα που ρουφούσε τα νερά) υπήρχε στην περιοχή της Καστρίτσας, η χωνεύτρα της Μπινίκοβας όπως ονομαζόταν, όπου λειτουργούσε μύλος. Από τα Σπηλαιολογικά Σύμμεικτα Α του Δ. Σαλαμάγκα διαβάζουμε:
«…Κι όλα αυτά σου θυμίζουν κι άλλα ακόμα κι ανεξερεύνητα πράγματα. Τον Τρεχωτό ή Ποταμό όπως ονομάζουν οι Νησιώτες το στενό και βαθύτατο (περισσότερο από 13 οργυές) υδάτινο στενό που παρεμβάλλεται μεταξύ Νησιού και Ντραμπάτοβας. Τη μεγάλη καταβόθρα που εξυπηρετεί με το ορμητικό κατηφορικό της ρεύμα το Μύλο του Βεήπ, κοντά στη Γαστρίτσα, που βγάζει-λένε-τα νερά της κοντά στις πηγές του Λούρου, είκοσι περίπου χιλιόμετρα μακριά από τα Γιάννινα. Άλλες επίσης υπόγειες καταβόθρες, που τροφοδοτούν τους μύλους της Βελτσίστας (δηλαδή της Κληματιάς). Όλα αυτά μας θυμίζουν κι άλλες, περίεργες διαπιστώσεις που έχουν κάνει στις περιοχές του Μιτσικελιού και της κοιλάδας του Ζαγοριού, αλλά κι αλλού ακόμα, τόσο ο γνωστός μας Ν. Τσιγαράς, όσο κι ο ακαταπόνητος ερευνητής και ιστοριοδίφης Ν. Λαμπρίδης.
…μια οπή-γνωστή πολύ και σε πολλούς Γιαννιώτες, ιδιαίτερα κυνηγούς-που είναι κοντά στο χωριό Λιγγιάδες, που μέσα της διαιτώνται χιλιάδες αγριοπερίστερα…ο δούπος που ακούει κι η θερμότητα που αισθάνεται κανένας μεταξύ Λιγγιάδες και Ντουραχάνης…
…Παρόμοιο μικρό «καιάδα» θυμάμαι κι ο ίδιος κοντά στον περίβολο του Μοναστηριού των Άγιων Ανάργυρων στο Στρούνι (απέναντι από το Νησί), δεξιά από τον ανηφορικό δρομάκο που οδηγεί προς το Ναό. Μικρά παιδάκια, ρίχναμε, θυμάμαι, λιθάρια από μια μικρή τρύπα κι ακούγαμε την κάπως παρατεινομένη αντήχησή τους».
Δύο ιστορίες που άκουσα από παλιούς κατοίκους στο χωριό Δροσοχώρι, τις οποίες και παραθέτω αυτούσιες, μας δίνουν την ανεπιβεβαίωτη μέχρι σήμερα από επιστημονικές έρευνες πληροφορία ότι τα νερά της καταβόθρας Μπινίκοβας κατέληγαν στα Τρίκαλα, στον Πηνειό ποταμό. Η πρώτη αναφέρεται σε μια γυναίκα, που κοπάνιζε τα ρούχα της στην άκρη του μύλου της Καστρίτσας και κάποια στιγμή της έφυγε ο κόπανος και τον βρήκε ο άντρας της, που ήταν τσοπάνος στα Τρίκαλα. Όταν γύρισε στο χωριό του (ή στην Καστρίτσα ή στην Κατσικά), έφερε στη γυναίκα του και τον κόπανο, που της είχε φύγει πάνω στο κοπάνισμα στην καταβόθρα της Μπινίκοβας. Η άλλη μιλάει για έναν τρικαλινό τσοπάνο, που δούλευε σε τσέλιγκα της Κατσικάς. Του έπεσε η ξύλινη φλογέρα στην καταβόθρα της Μπινίκοβας και την βρήκε η γυναίκα του, εκεί που κοπάνιζε τα ρούχα της στο ποτάμι, στη Θεσσαλία. Όταν ο τσοπάνος πήγε στο χωριό του-που το επισκέπτονταν κάθε δεκαπέντε με είκοσι μέρες-του έδωσε η γυναίκα του τη φλογέρα και του εξήγησε πώς τη βρήκε. Κατά την επιστροφή του στο χωριό Κατσικά δοκίμασε ο τσοπάνος κι έσφαξε ένα αρνί και τόστειλε πεσκέσι στη γυναίκα του. Αυτό το έκανε αρκετές φορές, μέχρι που ο κατσικιώτης τσέλιγκας ψυλλιάστηκε ότι λιγόστευαν τα πρόβατά του και παραφύλαξε να δει τι γίνεται. Έπιασε τον τσοπάνο και έτσι μαθεύτηκε η ιστορία του υπόγειου δίαυλου από την καταβόθρα της Μπινίκοβας μέχρι τα Τρίκαλα.
Η λίμνη των Γιαννίνων κάθε χρόνο πρασίνιζε γύρω στα τέλη Μαΐου και οι νησιώτες έλεγαν ότι «η λίμνη έχει θέρμη». Θέρμη ήταν η πρασινίλα (το πλαγκτόν) που έβγαζε η λίμνη με τη ζέστη από τον πυθμένα της και η οποία υποχωρούσε με τους αέρηδες και έφευγε οριστικά τον χειμώνα (Νοέμβριο-Δεκέμβριο) με τους βοριάδες. Η θέρμη της λίμνης θεωρούνταν υγεία, γιατί ανανεωνόταν τα νερά του πυθμένα. Ήταν μια κατάσταση απαραίτητη και φυσιολογική στον βιολογικό κύκλο ανανέωσης της λίμνης. Οι νησιώτισσες είχαν την έγνοια να προλάβουν να πλύνουν τα ρούχα τους στη λίμνη μέχρι τον Μάιο μήνα-πριν από το Πάσχα-προτού κάνει την εμφάνισή της η πρασινίλα του πλαγκτόν, γι’ αυτό και συμβούλευαν τις νέες νοικοκυρές: «Πλύντε τα ρούχα σας στη λίμνη μέχρι τον Μάιο. Προτού πιάσει θέρμη τη λίμνη».
Ο Μάτσικας ήταν ακρωτήρι της λίμνης. Το ίδιο και η θέση όπου βρίσκεται ο άγιος Νικόλαος Κοπάνων. Σε αυτές τις θέσεις Μάτσικα και αγίου Νικολάου Κοπάνων (περιοχή Λιμνοπούλας) καθώς και στον Λασπότοπο χτυπούσαν τα κύματα της λίμνης και γινόταν ο καθαρισμός των νερών (φιλτράρισμα). Γι’ αυτό από παλιά οι γυναίκες πήγαιναν να πλύνουν τα ρούχα τους και τα κοπάνιζαν για να γίνουν πιο καθαρά, στα βράχια στο Μάτσικα και στον άγιο Νικόλαο Κοπάνων (εξ ου και το όνομά του). Γλιστρούσαν οι πλακαριές εκεί πέρα. Ήταν κατάλληλη η τοποθεσία και για να τα απλώσουν. Όταν μπαζώθηκε πριν από το τέλος του 19ου αιώνα η περιμετρική τάφρος του κάστρου και σταμάτησαν κατ’ ανάγκη οι κάτοικοι της περιοχής Λειβαδιώτη (σημερινή Λεωφόρος Καραμανλή) να αδειάζουν σ’ αυτή τα υγρά λύματα των σπιτιών τους, τότε καθάρισαν και τα νερά στην περιοχή της κυρά-Φροσύνης. Τότε άρχισαν οι γυναίκες να πλένουν τα μάλλινα ρούχα των σπιτιών τους και στην περιοχή κοντά στη Σκάλα.
Στα ρηχά νερά ανάμεσα στα χαμηλά υδρόβια φυτά στην περιοχή από άγιο Νικόλαο Κοπάνων-Μάτσικα-Λασπότοπο (νότια-νοτιοδυτική πλευρά της λίμνης) πήγαιναν πιο παλιά τον Μάιο μήνα τα ψάρια (όπως οι κυπρίνοι) και χτυπιότανε στο νερό, για να βγάλουν και να εναποθέσουν τα αυγά τους. Σε αυτή την περιοχή ήταν η θερμοκρασία κατάλληλη, για να επωαστούν τα αυγά σε αντίθεση με την περιοχή προς Μιτσικέλι (βορειοανατολική πλευρά), όπου τα νερά ήταν κρύα. Σήμερα και με την αλλαγή του κλίματος που έχει συντελεστεί, τα ψάρια τινάζονται για να αφήσουν τα αυγά τους στην περιοχή Ντουραχάνης, στα ριζά δηλαδή του Μιτσικελιού.
Τον χειμώνα που ήταν κρύα τα νερά της λίμνης, τα ψάρια ακολουθούσαν τους υπόγειους διαύλους και πήγαιναν στις σπηλιές του Μιτσικελιού να ξεχειμωνιάσουν, γιατί υπήρχε αυτή η επικοινωνία μέσω των πηγών. Και οι ψαράδες, όταν ψάρευαν τον χειμώνα, έριχναν τα δίχτυα τους με κατεύθυνση το Μιτσικέλι, για να πιάσουν ψάρια.
Όταν η λίμνη ήταν καθαρή, είχε βατράχια και καραβίδες. Τα κοάσματα των βατράχων ακουγόταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και τα παιδιά έπιαναν καραβίδες και νερόφιδα στην τότε αμμουδιά της πλατείας Μαβίλη, στην κυρά-Φροσύνη και στον Λασπότοπο.
Επίσης ήταν άγνωστη η λέξη ευτροφισμός της λίμνης, που χρησιμοποιείται στις μέρες μας για να δηλώσει τον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό των καλαμιών με την ταυτόχρονη κατάληψη του υδάτινου χώρου της. Ας σημειωθεί ότι τα καλάμια δεν αναπτύσσονται στο νησί από την πλευρά της Ντραμπάτοβας, επειδή εκεί έχει μεγάλο βάθος η λίμνη. Αντίθετα από την πλευρά της Παναγίας Ελεούσας (με θέα το Κάστρο και τα Γιάννινα) το βάθος της λίμνης είναι μικρότερο και οι καλαμιώνες αναπτύσσονται περισσότερο. Παλιά οι νησιώτες και αρκετοί γιαννιώτες χρησιμοποιούσαν τα καλάμια και τα άλλα υδρόβια φυτά, για να φτιάξουν ένα σωρό χρήσιμα πράγματα. Από πράσινο φύλλο ρεζίνας ή από καφεκίτρινο φύλλο ρογκόζιου και με παραγεμισμένο το εσωτερικό τους από πλατσπάθι έφτιαχναν ψαθωτές καρέκλες. Από ρεζίνα κατασκεύαζαν ειδικό χορτόσχοινο, που το χρησιμοποιούσαν σαν στημόνι στον αργαλειό, για να υφάνουν τις ψάθες. Από παπύρι κατασκεύαζαν ψάθες και τσοπανοκαλύβες. Επειδή το παπύρι δεν σαπίζει, οι νησιώτες το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν σημαδούρες (τους χιλιμπούκους), όπου έδεναν τα δίχτυα. Με ρογκόζιο έφτιαχναν καλλίτερης ποιότητας ψάθες και ψαθιά. Για κανίστρες και καλάθια οι νησιώτες χρησιμοποιούσαν χοντρόφυλλο ρογκόζιο ή καλάμι. Τα καλάμια τα χρησιμοποιούσαν οι αγρότες για αντιστηρίγματα των φυτών στους κήπους και στα χωράφια, καθώς και για το φράξιμο των χωραφιών. Με χορτόσχοινα από άλλα φυτά της λίμνης πλέκονταν τα καλάμια και φτιάχνονταν οι καλαμωτές. Από καλάμι γίνονταν και τα ψάθινα καπέλα.
Οι αγελάδες από το Πέραμα έτρωγαν το καλοκαίρι τις ρίζες των καλαμιών και λιάνιζαν στην κυριολεξία το πράσινο φύλλωμά τους. Ένας ολόκληρος κόσμος ζούσε από τη λίμνη και τα προϊόντα της. Ειδικότερα οι νησιώτες σαν βαρκάρηδες με τα καΐκια και τις βενζίνες τους και σαν ψαράδες που έπιαναν τα λιμνίσια ψάρια και τάιζαν γενιές γιαννιωτών. Τα δε δύσκολα χρόνια της κατοχής τα παραλίμνια μποστάνια της πόλης, καθώς και τα γλίνια και τα κυπρίνια της λίμνης-που θείο χέρι φρόντισε να υπάρχουν σε αφθονία-έσωσαν στην κυριολεξία από την πείνα τους γιαννιώτες.
Ίσως και το όνομα Παμβώτις, που αποδίδεται στη λίμνη των Ιωαννίνων από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης τον 12ο μ.Χ αιώνα να αιτιολογείται από τη δυνατότητα των ευλογημένων νερών του λεκανοπεδίου να διατρέφουν τους πάντες. Πράγματι η λέξη Παμβώτις προέρχεται ετυμολογικά από το παν+βώτωρ ή βούτης, όπου βώτωρ σημαίνει βοσκός και βούτης ο γελαδάρης, ο βουκόλος (από το βους). Παμβώτωρ είναι ο συντηρών, ο διατρέφων τους πάντες, οπότε Παμβώτις είναι αυτή που συντηρεί και διατρέφει τους πάντες. Ο Στέφανος Κωλέττας στο βιβλίο του «Οι λίμνες Ιωαννίνων και Λαψίστας» αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ως θηλυκού γένους η Παμβώτις (παν+βώτις) έχει περιεκτική σημασία και υποδηλώνει την τρέφουσα τα πάντα, από πλευράς κτηνών (αγελάδων, προβάτων, χοίρων κλπ.) και κατ’ επέκταση και τους ανθρώπους. Και αυτή η απόδοση της σημασίας προσιδιάζει καλλίτερα στην περιοχή αυτή, διότι λόγω των πολλών λειμώνων και χωραφιών δίπλα και πέριξ της λίμνης, έτρεφε παλιότερα όλα τα κτηνοτροφικά ζώα, μεγάλα και μικρά. Πρόβατα στους γύρω λόφους από τις παραλίμνιες εκτάσεις, βόδια μέσα στους πλούσιους λειμώνες, αλλά και στους χώρους μέσα στα έλη και στα τέλματα. Ως κατεξοχήν Παμβώτις θα πρέπει να θεωρηθεί όλη η άλλοτε κατακλυζόμενη περιοχή της λεκάνης Λαψίστας, η οποία, λόγω της υποχώρησης των νερών κατά τη θερινή περίοδο, προσφερόταν ιδιαιτέρως για τέτοιες δραστηριότητες, καθώς και η περιοχή Περάματος-Στρουνίου, όπου μέχρι σήμερα τρέφονται αγελάδες. Έτσι η ονομασία Παμβώτις δεν αποκλείεται να προσδιόριζε την αφθονία ολόκληρου του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων, περιλαμβανομένων και των δύο λιμνών και όχι αποκλειστικά τη λίμνη των Ιωαννίνων, οπότε στην περίπτωση του Ευσταθίου θα πρέπει να θεωρηθεί σαν επιθετικός και όχι σαν ονοματικός της Λίμνης προσδιορισμός».
Η λίμνη της Λαψίστας κάλυπτε τη λεκάνη, όπου δεσπόζει το χωριό Λαψίστα, στο οποίο οφείλει και το όνομά της. Η στάθμη της ήταν σε χαμηλότερο υψόμετρο από τη στάθμη της λίμνης των Ιωαννίνων. Η επιφάνειά της αυξομειώνονταν με την εναλλαγή των εποχών. Κατά την περίοδο του χειμώνα με τις έντονες βροχοπτώσεις ανέβαινε η στάθμη της λίμνης των Ιωαννίνων (οι παλιότεροι έλεγαν ότι «φούσκωνε η λίμνη» ή ότι «είχε φουσκονεριά») και τα νερά της ξεχείλιζαν από την πλευρά του Περάματος, όπου είναι και το χαμηλότερο σημείο της. Εκεί υπήρχαν εννέα περάσματα-νερομάνες από το κτήμα Τζουριάδη (στον άγιο Νικόλαο Κοπάνων) μέχρι την πηγή Σεντενίκο (κοντά στη διακλάδωση της εθνικής οδού Ιωαννίνων-Θεσσαλονίκης με στρατόπεδο Περάματος και Αμφιθέα), από όπου τα νερά της λίμνης των Ιωαννίνων περνούσαν-οδηγούνταν μέσω Περάματος στη λίμνη της Λαψίστας. Με τις παρατεινόμενες βροχοπτώσεις η μόνιμη υπερχείλιση της λίμνης των Ιωαννίνων τον χειμώνα είχε σαν αποτέλεσμα να πλημμυρίζει όλος ο κάμπος του περάσματος προς τη Λαψίστα-το οποίο πέρασμα πήρε με την πάροδο του χρόνου το όνομα ΠΕΡΑΜΑ-μέχρι το πέρασμα του Λυκοστόμου με την ομώνυμη γέφυρα, όπου ήταν η απαρχή των ορίων της λίμνης Λαψίστας. Στη θέση Λυκόστομο ήταν το μικρότερο άνοιγμα-δίοδος της περιοχής Λαψίστας από ξηρά σε ξηρά, με συνέπεια να είναι το μοναδικό πέρασμα των λύκων από το Μιτσικέλι (που σημαίνει Αρκουδοβούνι) στην απέναντι πλευρά του λεκανοπεδίου∙ γι’ αυτό και πήρε το όνομα Λυκόστομο (το πέρασμα ήταν στο στόμα του λύκου). Οι συνεχείς ποσότητες νερού που δεχόταν τον χειμώνα η λεκάνη της Λαψίστας είχαν ως συνέπεια την άνοδο της στάθμης της λίμνης της σε υψηλότερες περιοχές προς Νεοχώρι-Ασφάκα-Πετσάλι. Κατά την έκφραση των παλαιότερων «τον χειμώνα πνιγόταν στα νερά όλη η περιοχή γύρω από τη Λαψίστα».
Η λίμνη της Λαψίστας ήταν μικρότερη σε έκταση και είχε μικρότερο βάθος από τη λίμνη των Ιωαννίνων.



























Η ίδια η φύση είχε στο πέρασμα των αιώνων με σοφία δημιουργήσει στο ευρύτερο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων ένα σπάνιο οικοσύστημα από δύο λίμνες: τη Μεγάλη λίμνη των Ιωαννίνων και τη Μικρή αδελφή της, εκείνη της Λαψίστας, οι οποίες αποτελούσαν ένα δίδυμο σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων, όπου η ύπαρξη της μιας συνδεόταν άμεσα από την καλή λειτουργία και ύπαρξη της άλλης. Οι σύγχρονοι ερευνητές συμφωνούν ότι οι λίμνες Ιωαννίνων και Λαψίστας σχηματίστηκαν πριν από κάποια εκατομμύρια χρόνια και ότι δεν είχαν τη σημερινή έκταση και βάθος, αλλά πολύ μεγαλύτερα.
Η λίμνη της Λαψίστας είχε βασική κύρια υπόγεια πηγή της εκείνη της Τούμπας, από την οποία υδρεύονται σήμερα με πόσιμο νερό οι δήμοι και κοινότητες του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων μέσω του ΣΥΔΚΛΙ (Σύνδεσμος Υδρεύσεως Δήμων και Κοινοτήτων Λεκανοπεδίου Ιωαννίνων). Επίσης την πηγή του Κρυονερίου σε απόσταση 500 μέτρων περίπου από την Κάτω Λαψίστα, καθώς και από τις ανάβρες-τις θέσεις εκείνες όπου ανάβρυζε το νερό, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη πηγή.
Όταν τον χειμώνα η χωρητικότητα της λεκάνης της λίμνης  Λαψίστας έφτανε σε οριακό σημείο, τα πλεονάζοντα νερά της έβρισκαν διέξοδο στις χωνεύτρες των Μύλων Μπριάτουκας και στις ψηλότερες χωνεύτρες του Ραϊδιού. Από εκεί οδηγούνταν υπόγεια στους μύλους της Βελτσίστας (δηλαδή της Κληματιάς) και στη συνέχεια στον ποταμό Καλαμά.
Την άνοιξη και μέχρι το καλοκαίρι υποχωρούσε διαδοχικά η στάθμη των νερών της λίμνης Λαψίστας και περιορίζονταν η επιφάνειά της. «Ξεπλένονταν η περιοχή» κατά τα λεγόμενα των κατοίκων της. Έτσι τα χωράφια στην περιοχή Νεοχωρίου-που είχαν μεγαλύτερο υψόμετρο και καλύπτονταν από λίγο νερό-«ξαστέρωναν πιο γρήγορα» και σπέρνονταν με καλαμπόκι και ρύζι. Η λάσπη αυτών των εκτάσεων είχε υποστεί φυσική λίπανση και δημιουργούσε εύφορο έδαφος κατάλληλο για αποδοτικές μονοκαλλιέργειες, όπως συνέβαινε με τις πλημμύρες των παρακείμενων εκτάσεων στο Νείλο ποταμό.
Η στάθμη της λίμνης στην περιοχή της κοινότητας Λαψίστας είχε μέτριο βάθος. Το καλοκαίρι που έπεφτε η στάθμη της έμεναν εκεί βούρκος και παπύρια. Τον χειμώνα η στάθμη της λίμνης άγγιζε τη θέση, όπου σήμερα βρίσκεται το φυτώριο της Λαψίστας. Η περιοχή ΠΝΙΜΕΝΗ (ο λόφος όπου σήμερα είναι εγκατεστημένα τα πτηνοσφαγεία ΠΙΝΔΟΣ) τον χειμώνα περιβαλλόταν από νερά. Για τον έλεγχο της στάθμης των νερών και την καλλίτερη κατανομή τους την περίοδο άνοιξης-καλοκαιριού στις αποκαλυπτόμενες εκτάσεις της Λαψίστας είχε δημιουργηθεί ένα σύστημα λειτουργίας ιδιοκτησίας Ντούμα-Αθανασιάδη. Τα νερά από τις πηγές Τούμπας διέσχιζαν μέσω ενός αυλακιού, που αποκαλείται «παλιαύλακο», την κτηματική περιοχή της Λαψίστας (σε απόσταση περίπου 100 μέτρων από τη Λαψίστα) μέχρι να καταλήξουν στα χωνέματα των Μύλων Ροδοτοπίου-Λαψίστας. Ο εν λόγω παλιαύλακας διατηρείται μέχρι σήμερα στο μεγαλύτερο μέρος του και λειτουργεί σαν αποστραγγιστικός, όταν η περιοχή πλημμυρίζει με νερά οδηγώντας τα στα χωνέματα.
Την περίοδο του καλοκαιριού όλα τα ψάρια μαζευόταν στην περιοχή Τούμπας, όπου τα νερά ήταν κρύα. Απομακρύνονταν τον Μάιο μήνα και γεννούσαν στα ρηχά, για να γυρίσουν αμέσως μετά στην Τούμπα.
Το φθινόπωρο μόλις άρχιζαν τα πρώτα μπουμπουνητά και έπεφταν οι πρώτες βροχές, τα χέλια (είχαν πια μεγαλώσει) έφευγαν για τη θάλασσα από τις χωνεύτρες γύρω στον Οκτώβριο με Νοέμβριο μήνα. Τότε ήταν η στιγμή που περίμεναν οι ντόπιοι για να φτιάσουν ιβάρια με ξύλα στις χωνεύτρες και μάζευαν κάθε πρωί οκάδες τα χέλια.
Την άνοιξη τα χέλια (νεογέννητα μικρά) από το Γιβραλτάρ ακολουθούσαν από ένστικτο την ίδια μεγάλη διαδρομή και επέστρεφαν μέσα από τις χωνεύτρες στη λίμνη της Λαψίστας.
Τον χειμώνα που κατακλύζονταν από νερά η περιοχή του Περάματος και οι δύο λίμνες γινόταν ένας υδάτινος όγκος μαρίτσια-καραβίδες-χέλια-βατράχια από τη λίμνη της Λαψίστας (που έχει χαμηλότερη στάθμη σε σχέση με τη λίμνη των Ιωαννίνων) έφθαναν και πλημμύριζαν στην κυριολεξία τη λίμνη των Ιωαννίνων και χόρταιναν τους γιαννιώτες με φρέσκο, εκλεκτό και νόστιμο ψάρι.
Το όνομα της λίμνης Λαψίστας οφείλεται στο ομώνυμο χωριό Λαψίστα, το οποίο κατείχε κεντρική θέση στη νοτιοανατολική ακτή της, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η λίμνη προϋπήρχε αυτού. O Pouqeville θεωρεί το όνομα ελληνικής προέλευσης και το ετυμολογεί από τη λέξη Λάσπη, στην οποία προστέθηκε η σλαβικής προέλευσης κατάληξη –ιστα και η αρχική ονομασία ήταν Λασπίστα και με αντιμετάθεση του-σπ σε –πς έγινε Λαψίστα. Ο Στέφανος Μπέτης θεωρεί το όνομα σλαβικό κι αυτό αποτελείται από τη ρίζα λαψ, που σημαίνει καλάμι και την παραγωγική κατάληξη –ιστα, που σημαίνει τον τόπο, όπου βρίσκεται το πράγμα που αναφέρεται στο θέμα και συγκεκριμένα εδώ το καλάμι ή τα καλάμια. Πράγματι το χωριό είχε πλήθος τέτοιων φυτών σε αυτοφυή κατάσταση. Λαψίστα λοιπόν θα τη μεταφράζαμε ακριβώς Καλαμοχώρι ή Καλαμιώνας. Αλλού όμως γράφει ότι το Laps (σλαβικό) σημαίνει έλος και με την τοπωνυμική κατάληξη –ιστα σημαίνει εγκατάσταση ή συνοικισμό παραλίμνιο ή παράβαλτο.
Παλιά η περιοχή των πηγών της Τούμπας ήταν μόνιμος βούρκος. Λασπώνει ακόμα και σήμερα, μετά την αποξήρανση που έχει συντελεστεί στη λίμνη της Λαψίστας. Η Τούμπα είναι υπόγειο πηγαίο νερό. Στην περιοχή υπάρχει υπόγεια λεκάνη, η οποία επικοινωνεί άμεσα με την παρακείμενη υπόγεια λεκάνη-σπήλαιο του Μιτσικελιού. Όμως τα πετρώματα του σημερινού πλέον κάμπου της Λαψίστας είναι αδιαπέραστα σε βάθος (έχουν δηλαδή μεγάλο βαθμό συμπύκνωσης). Σε ορισμένα μάλιστα σημεία-όπως στην περιοχή του Λυκοστόμου-το υπέδαφος έχει και κάρβουνο. Αυτό γίνεται φανερό, επειδή λόγω της συμπύκνωσης δεν απορροφάται σε βάθος επιφανειακό νερό μολυσμένο από τα χημικά λιπάσματα, που χρησιμοποιούνται για το πότισμα των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Αν συνέβαινε τα μολυσμένα επιφανειακά νερά να απορροφούνται και να οδηγούνται στην υπάρχουσα υπόγεια λεκάνη της Λαψίστας, τότε θα είχε μολυνθεί τόσο ο υδροφόρος ορίζοντας των πηγών Τούμπας, όσο και το γειτνιάζον νερό των σπηλαιώσεων του Μιτσικελιού.
Στις αποξηραμένες πια εκτάσεις του σημερινού κάμπου της Λαψίστας γίνονται σήμερα γεωτρήσεις για την ανεύρεση νερού. Έτσι στα ριζά του κάμπου (στις άκρες του) βρίσκεται νερό σε βάθος 15 με 17 μέτρα. Μπορεί ανάλογα με τη σύσταση του πετρώματος να χτυπήσεις νερό και στα 5 μέτρα. Στο εσωτερικό του κάμπου της Λαψίστας (βαθιά, εκεί όπου η στάθμη του εδάφους είναι χαμηλή) γίνονται γεωτρήσεις σε βάθος μέχρι 80 μέτρα, προκειμένου να βρεθεί νερό της υπάρχουσας υπόγειας λεκάνης και όχι επιφανειακό.
Ένας απέραντος υγροβιότοπος ήταν το σύστημα των δύο λιμνών του ευρύτερου λεκανοπεδίου Ιωαννίνων. Εδώ μεγάλωναν και πολλαπλασιαζόταν ψάρια μικρά και μεγάλα σε άφθονες ποσότητες∙ από τσίμες, δρομίτσες, γλίνια, κυπρίνια και μαρίτσια, μέχρι καραβίδες, χέλια και βατράχια. Εδώ εύρισκαν τον φυσικό τους χώρο τα υδρόβια πουλιά, για να ζήσουν και να πολλαπλασιαστούν. Εδώ ήταν τα απέραντα χλοερά λιβάδια, για να βοσκήσουν χωρίς πρόβλημα οι αγελάδες. Εδώ μπορούσαν με το άφθονο νερό να καλλιεργήσουν τα παρακείμενα χωράφια τους οι κάτοικοι του λεκανοπεδίου. Από εδώ μπορούσαν οι άνθρωποί του να πιούνε άφοβα πηγαίο και καθαρό νερό, φιλτραρισμένο από τα καρστικά πετρώματα του Μιτσικελιού. Εδώ στις δύο λίμνες του-τη μεγάλη και τη μικρή-γινόταν τα οργανωμένα κυνήγια με τα γνωστά «κλείσματα»-δηλαδή τα κλεισίματα των περασμάτων των πουλιών από τους γιαννιώτες-που τόσο παραστατικά περιγράφει ο Δ. Σαλαμάγκας. Εδώ μέσα-στις δύο λίμνες, στο νησί και περιμετρικά τους γίνονταν οι οργανωμένες βαρκάδες, τα παραλίμνια πανηγύρια των μοναστηριών και των εξωκλησιών, καθώς και τα υπέροχα γλέντια από μερακλήδες γιαννιώτες, που έχουν αφήσει εποχή.
Λόγω της λίμνης των Ιωαννίνων υπήρχε και το υδάτινο πέρασμα από τον Πόρο-κοντά στους Λογγάδες-προς τη Σκάλα, δίπλα στη συνοικία της Σιαράβας για την επικοινωνία και το εμπόριο των χωριών πίσω από το Μιτσικέλι με την πόλη των Γιαννίνων.
Χαρακτηριστικό της στενής σχέσης, που είχαν οι παλιοί γιαννιώτες με τη λίμνη τους, είναι και το παρακάτω στιχοπλάκι που αναφέρεται σ’ αυτήν:
Σιμπιτόλιας και Μακρής
κίνησαν για το νησί.
Μόλις έφτασαν στο Μάτσικα
γύρ’σι το καΐκι ανάσκελα.
Ακούει φωνές ο Νταλαγιάνν’ς
και κοσεύει για να τους βγάλ’.
Παίρν’ και βοηθό τον Μούκα
πούξιρι κι αυτός αποκούπ’μα.
Δίνουν παίρνουν ένα κουπί
κι έφτασαν για μια στιγμή
βλέπουν τον Μακρυκεφάλα
πούχι το καΐκ’ καβάλα.
Τς’ παίρνουν, τς’ βάζουν στο καΐκ’
κι έτρεμαν σαν το ποντίκ’.
Κι όταν τς’ έβγαλαν στο Μάτσ’κα
έτρεμαν σαν καρακάξα.
Εδώ πρέπει να ευχαριστήσω τον καλουτσανιώτη γείτονά μου και παλιό γιαννιώτη Κωνσταντίνο Τσινάβο, συνταξιούχο ξυλέμπορα, ο οποίος το άκουσε το 1945 από τον θείο του, το συγκράτησε ίσαμε σήμερα στη μνήμη του και μου το εμπιστεύτηκε. Πολύ πιθανόν κάποια από τα ονόματα να είναι πραγματικά και κάποια άλλα να είναι παρωνύμια. Το βέβαιο είναι ότι αναφέρεται σε σκηνές κεφιού και ζάλης μιας παρέας, η οποία σώζεται από βέβαιο πνιγμό μετά από την γενναία παρέμβαση κάποιων άλλων συνετών φίλων τους.
Σκηνές άπειρης φυσικής ομορφιάς-που οι νεότεροι δεν πρόκειται πλέον να απολαύσουμε-διαδραματίζονταν στο ζωικό βασίλειο του λεκανοπεδίου. Πρόβατα να βόσκουν αμέριμνα στα βοϊδολίβαδα με το ψηλό και πλούσιο χόρτο, ενώ οι πελαργοί να ανακατεύονται ανάμεσά τους για να σκοτώσουν φίδια και σαύρες, προκειμένου να εξασφαλίσουν την τροφή τους. Κατά αραιά διαστήματα να ξεπροβάλλουν πηγάδια με υπόγειο φυσικό και καθαρό νερό, για να σβήσουν τη δίψα των τσοπάνων. Πάπιες, χήνες και φαλαρίδες να ξεμυτίζουν μέσα από τις καλαμιές και να διασχίζουν με χάρη τα νερά των λιμνών και των ελών. Κορμοράνοι, ερωδιοί και μπεκατσίνια να αφήνουν τα κλαδιά των παραλίμνιων δέντρων και των συστάδων και να πετούν σε σμήνη στον αέρα στολίζοντας και τονίζοντας το φυσικό τοπίο. Την απογευματινή ανοιξιάτικη νωθρότητα και ησυχία να σταματούν οι κροταλισμοί από τα ράμφη των πελαργών και τα επίμονα κοάσματα των βατράχων.
Ευλογημένος τόπος μα την αλήθεια! Γι’ αυτό και οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής των Ιωαννίνων ήταν τόσο δεμένοι με το υγρό στοιχείο και με τις δύο λίμνες τους. Από αυτές ζούσαν και μαζί τους απολάμβαναν τα αγαθά και την ομορφιά της ζωής. Γιατί εδώ-στο ολόγυρα κλειστό λεκανοπέδιο-το αποκομμένο με την οροσειρά της Πίνδου από την υπόλοιπη Ελλάδα-με τη συνεχή υγρασία και τις πολλές ομίχλες υπήρχε πάντοτε ζωή∙ και αυτό οφείλεται στην ύπαρξη άφθονου και καθαρού νερού, υπόγειου και επιφανειακού.
Με τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 απελευθερώθηκαν από τους Τούρκους Ήπειρος-Μακεδονία και Θράκη και προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ξεριζώθηκαν βίαια ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι από τις μικρασιατικές εστίες τους, για να διασπαρούν σαν πρόσφυγες το 1922-1924 σε όλη την ελληνική επικράτεια. Η ελληνική διοίκηση βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα λήψεως οριστικών αποφάσεων για την αποκατάσταση των γηγενών αγροτικών πληθυσμών, που ήταν στην πλειοψηφία τους δουλοπάροικοι-κολλήγοι στους τσιφλικάδες μπέηδες και αγάδες των πόλεων, καθώς και για την απρόσκοπτη ενσωμάτωση του δραστήριου και ανήσυχου προσφυγικού στοιχείου. Έτσι με τις διανομές του Υπουργείου Γεωργίας 1924, 1927, 1929 δόθηκε στρεμματικός κλήρος στα ενήλικα άτομα κάθε οικογένειας των ντόπιων καλλιεργητών του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων και στις περιοχές, όπου επί τουρκοκρατίας ήταν εγκατεστημένοι∙ για τον λόγο αυτό οι οικισμοί τους χαρακτηρίστηκαν ως προ του 1923 υφιστάμενοι. Ταυτόχρονα στις περισσευούμενες εκτάσεις των τσιφλικιών εγκαταστάθηκαν οι χαρακτηρισμένοι ως αγρότες μικρασιάτες πρόσφυγες και πήραν κλήρο στις νεοσυσταθείσες κοινότητες Ανατολής, Μπάφρας, Νεοκαισάρειας, καθώς επίσης και στον παραλίμνιο συνοικισμό Μάτσικα. Σε κάθε κοινότητα του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων λήφθηκε πρόνοια να υπάρχουν διαθέσιμες εκτάσεις για μελλοντικές διανομές σε νέους κληρούχους, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν άλλες συνεταιρικές ή βοϊδολίβαδα (εκτάσεις για βοσκή) και άλλες ως δασικές εκτάσεις.
Στις πέριξ των λιμνών Ιωαννίνων και Λαψίστας εκτάσεις υπήρχαν και ελώδεις εκτάσεις που τον χειμώνα πλημμύριζαν, το δε καλοκαίρι αποκαλυπτόταν η επιφάνειά τους και ήταν κατάλληλες για καλλιέργεια ή βοσκή. Πολλές ελώδεις εκτάσεις των νέων χωρών (δηλαδή Ηπείρου-Μακεδονίας-Θράκης) διανεμήθηκαν σε μικρασιάτες πρόσφυγες, ειδικότερα δε στη Μακεδονία. Στο νομό Πρέβεζας χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα προσφυγικά χωριά Νέας Κερασούντας και Νέας Σαμψούντας.
Το ελληνικό κράτος στα πλαίσια της καλλίτερης αξιοποίησής τους-σύμφωνα με τις κρατούσες αντιλήψεις εκείνης της εποχής-μελέτησε και άρχισε να εφαρμόζει βάσει προγράμματος τη συστηματική αποξήρανσή τους, για να εξασφαλιστούν καλλίτερες γεωργικές αποδόσεις, καθώς και για να εξαφανιστούν οι μόνιμες εστίες των κουνουπιών, που αναπτύσσονταν σε αρκετά έλη και προκαλούσαν ελονοσία (μαλάρια).Κατ’ αυτό τον τρόπο στο νομό Ιωαννίνων τη χρονική περίοδο 1949-50 αποξηράνθηκε το έλος Κουτσελιού, εκτάσεως 2.500 στρεμμάτων, με την κατασκευή μιας τάφρου 8χλμ. περίπου, που μαζεύει τα νερά της περιοχής και τα οδηγεί στη λίμνη των Ιωαννίνων, κοντά στην παλιά καταβόθρα της Μπινίκοβας (ή στον μύλο του Βέηπ). Αυτό το έλος σχηματιζόταν τον χειμώνα από τα νερά των βροχών στην περιοχή μεταξύ του χωριού Πλάτανος και της πίσω πλευράς του βράχου της Καστρίτσας και ονομαζόταν από τους ντόπιους ΛΙΜΝΟΠΟΥΛΑ.
Επί κυβερνήσεως Ιωάννου Μεταξά το 1938-39 μπήκε σε εφαρμογή από την αγγλική κατασκευάστρια εταιρεία ΜΠΟΥΤ η διάνοιξη της τεχνητής σήραγγας κοντά στις χωνεύτρες Ραϊδιού μεταξύ Ροδοτοπίου-Νεοχωρίου για την απομάκρυνση των νερών της Λαψίστας και τη διοχέτευσή τους στον ποταμό Καλαμά. Τα οριστικά σχέδια για την αποξήρανση της λίμνης Λαψίστας είχαν συνταχθεί το 1932 από τον M. Mac Donald και προβλέπονταν η έξοδος της σήραγγας στο χωριό Κληματιά. Μεσολάβησε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η σήραγγα έμεινε ημιτελής. Αρχές της δεκαετίας του ’50 επανήλθε στο προσκήνιο η υλοποίηση της αποστράγγισης της λίμνης Λαψίστας. Έτσι την περίοδο 1954-58 ολοκληρώνεται η διάνοιξη της αποστραγγιστικής σήραγγας, που είχε μείνει ημιτελής με την έναρξη του Β΄ μεγάλου πολέμου. Παράλληλα κατασκευάζεται η κεντρική συλλεκτήρια τάφρος της Λαψίστας (Κ.Σ.Τ.Λ.), μήκους 17χλμ., για την αποστράγγιση ολόκληρης της περιοχής και τη ρύθμιση των εκροών της λίμνης Παμβώτιδας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε επίσημα έγγραφα. Στη συνέχεια κατασκευάζονται τα δευτερεύοντα (παράπλευρα) αποστραγγιστικά αυλάκια. Η κεντρική συλλεκτήρια τάφρος Λαψίστας ξεκινάει από τη χαμηλότερη στάθμη της λίμνης των Ιωαννίνων-που είναι στο Πέραμα-και καταλήγει στο στόμιο της τεχνητής σήραγγας κοντά στις χωνεύτρες Ραϊδιού, αφού περάσει όλη την περιοχή του Περάματος και αφού μέσω Λυκοστόμου διασχίσει περίπου στο μέσον την περιοχή της λίμνης Λαψίστας.
Στις αρχές Μαρτίου 1958 και ενώ η στάθμη της λίμνης Λαψίστας βρίσκεται στο ψηλότερο όριό της από τις χειμερινές βροχοπτώσεις, εντελώς απροειδοποίητα ανοίγουν το στόμιο της τεχνητής σήραγγας στο Ροδοτόπι και όλος ο υδάτινος όγκος της σχηματίζει ορμητικό καταρράκτη στην έξοδό του προς Κληματιά, πλημμυρίζει όλη την περιοχή-μαζί και τους παρακείμενους μύλους της Βελτσίστας (όπως λεγόταν παλιά η Κληματιά)-και παρασύρει τα πάντα. Η καταστροφή του υδροβιότοπου στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων έχει ξεκινήσει. Όμως τότε κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί τις επιπτώσεις που θα είχε η εξαφάνιση της λίμνης Λαψίστας στην ποιότητα της ζωής των ανθρώπων των παραλίμνιων περιοχών.
Αμέσως μετά ξεκινούν οι εργασίες για την αποξήρανση της περιοχής Λαγκάτσας, όπου κατά την περίοδο του χειμώνα σχηματίζεται ένα τέλμα-λίμνη 3.500 στρεμμάτων. Περιοδικά από την άνοιξη και μέχρι το καλοκαίρι αποκαλυπτόταν το μεγαλύτερο μέρος της επιφανείας της και τότε τη διέσχιζε σε όλο το μήκος της μια τάφρος, η οποία έφερνε και το όνομά της. Η εν λόγω τάφρος διέσχιζε τα κάτω Μάρμαρα (όπου και η γέφυρα των Κάτω Μαρμάρων), συνέχιζε στην περιοχή Σταυρακίου (όπου και η γέφυρα Σταυρακίου), περνούσε από το κτήμα Γκανή (όπου το σημερινό συγκρότημα ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ) και έστριβε μέχρι να φτάσει έξω από τα όρια και στο ύψος του κτιριακού συγκροτήματος των ΤΕΙ, για να σταματήσει στην κτηματική περιοχή Ανατολής (μετά τη θέση όπου βρίσκεται το σημερινό ΠΑΝΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ). Στην περιοχή της Λαγκάτσας ήταν το βοϊδολίβαδο Σταυρακίου (όπου η σημερινή Λαχαναγορά και το γήπεδο Σταυρακίου), το βοϊδολίβαδο Νεοχωρόπουλου, καθώς και εκείνο της Ανατολής. Το 1958-59 κατασκευάστηκε τεχνητή σήραγγα, μήκους 1050 μέτρων, παραβολικής διατομής 3,90χ3,50μ. στον βράχο της Ανατολής, με συνέπεια να δοθεί διέξοδος στα λιμνάζοντα νερά της Λαγκάτσας προς τη λίμνη των Ιωαννίνων. Αμέσως μετά την αποξήρανση της περιοχής βελτιώθηκαν το 1960-61 οι μαιανδρισμοί και η διατομή της εν λόγω συλλεκτήριας τάφρου, για να είναι πιο ομαλή η ροή των  επιφανειακών νερών (νερά βροχών), που μέχρι σήμερα παραλαμβάνει και τα οδηγεί στη λίμνη. Την ίδια περίοδο και από την αντίθετη κατεύθυνση οδηγήθηκαν τα νερά του χειμάρρου Αμπελιάς-Πεδινής στην τάφρο της Λαγκάτσας και έτσι εξασφαλίστηκε η ομαλή απορροή τους στη λίμνη των Ιωαννίνων.
Τη δεκαετία του ’60 ξεκινούν και ολοκληρώνονται από την τεχνική εταιρεία ΕΔΟΚ-ΕΤΕΡ τα εγγειοβελτιωτικά έργα του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων, που αποσκοπούν στην άρδευση και συστηματική καλλιέργεια των εκτάσεων με άντληση νερού από τη λίμνη των Ιωαννίνων. Όλες οι μελέτες , βάσει των οποίων εκτελούνται τα έργα, αντιμετωπίζουν τη λίμνη σαν μια μεγάλη στέρνα-δεξαμενή αποθήκευσης νερού, που δέχεται αποκλειστικά και μόνο τα νερά των βροχοπτώσεων από τους χειμάρρους που καταλήγουν σ’ αυτήν. Ταυτόχρονα γίνεται διευθέτηση των χειμάρρων, ώστε εκτός από τα νερά των βροχών να συγκεντρώνουν και να μεταφέρουν τα νερά των χωραφιών, για να λειτουργούν και ως χείμαρροι και ως αποχετευτικοί-αποστραγγιστικοί τάφροι. Με αυτό τον τρόπο στη λίμνη των Ιωαννίνων εκβάλλουν οι χείμαρροι-τάφροι:
  1. Λαγκάτσας (από τη συνένωση εκείνου της Αμπελιάς με εκείνο των Μαρμάρων),
  2. Σερβιανών,
  3. Κουτσελιού,
  4. Δροσοχωρίου,
  5. Λογγάδων και
  6. Βασιλικής.
Αποστραγγίζονται οι ελώδεις εκτάσεις Ανατολής-Κατσικάς, που βρίσκονται στη νότια όχθη της λίμνης, 2.500 στρεμμάτων περίπου. Πριν από το 1969 ολοκληρώνονται τα αρδευτικά έργα της Α΄ Ζώνης του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων, όπως έχει χαρακτηριστεί η νότια-νοτιοανατολική πλευρά των εκτάσεων γύρω από τη γιαννιώτικη λίμνη (κτηματικές περιοχές Μπάφρας-Νεοκαισάρειας-Ανατολής-Κατσικάς-Λογγάδων-Βασιλικής-Καστρίτσας-Πλατανιάς).Στις εν λόγω εκτάσεις η άρδευση είναι επιφανειακή μέσω τεχνητών καναλιών. Τα αρδευτικά έργα της Β΄ Ζώνης του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων περιλαμβάνουν τη βόρεια-βορειοδυτική πλευρά των εκτάσεων στον χώρο, που καταλάμβανε ο υγροβιότοπος λίμνη της Λαψίστας. Εδώ λοιπόν στις κτηματικές περιοχές Ελεούσας-Κρύας-Λαψίστας-Ροδοτοπίου, όπου τα εδάφη είναι οργανικά και διαπερατά, η άρδευση γίνεται με καταιονισμό∙ στην κτηματική δε περιοχή Πετσάλης, όπου τα εδάφη είναι ανόργανα, η άρδευση είναι επιφανειακή και γίνεται μέσω τεχνητών καναλιών. Με τον αναδασμό που ακολουθεί, γίνεται η συστηματοποίηση και ο ορθογωνισμός των εκτάσεων, προκειμένου να δοθούν κατά το δυνατόν ενιαίοι κλήροι, ικανοί να διασφαλίσουν την αύξηση της γεωργικής παραγωγής και του εισοδήματος των δικαιούχων αγροτών. Κατασκευάζεται το περιβόητο «ανάχωμα»-χωματόδρομος στη βόρεια πλευρά της λίμνης, που αποκόπτει το έλος Περάματος-Στρουνίου, συνολικής εκτάσεως 1.000 στρεμμάτων, το οποίο οι ντόπιοι ονομάζουν ΓΥΑΛΑ. Ξεκινάει από το Πέραμα και καταλήγει στην έξοδο της Αμφιθέας (Στρούνι), με αποτέλεσμα να αποκλείει την άμεση επικοινωνία της γιαννιώτικης λίμνης με τις πηγές του σπηλαίου του Μιτσικελιού στη θέση Μπλιτς-Κιόσκι στην Αμφιθέα καθώς και από εκείνη του Σεντενίκου (στη διακλάδωση προς το στρατόπεδο Περάματος, όπου σήμερα λειτουργεί ιχθυοτροφείο). Και ο σκοπός κατασκευής του αναχώματος;
Να δαπανηθούν από την κατασκευάστρια εταιρεία των εγγειοβελτιωτικών έργων του λεκανοπεδίου τα χρήματα, που η ίδια εξασφάλισε με δάνειο από τη διεθνή Τράπεζα, για την κατασκευή των έργων συμπεριλαμβανομένης και της αποχέτευσης της πόλης των Ιωαννίνων, η οποία όμως είναι αδύνατον να εκτελεστεί για τεχνικούς λόγους. Το αποτέλεσμα όμως για τη λίμνη των Ιωαννίνων είναι:
  1. να περιοριστεί η επιφάνειά της,
  2. να μετατραπεί σε μια μεγάλη κλειστή λεκάνη-ομβροδεξαμενή, η οποία δέχεται μόνο τα νερά των βροχοπτώσεων και των χειμάρρων-τάφρων,
  3. να απομονωθεί από τον περιβάλλοντα φυσικό της χώρο και να αποκλειστεί η επικοινωνία της με την υπόγεια λεκάνη των φυσικών πηγών στα ριζά του Μιτσικελιού (Σεντενίκο-Κιόσκι-Μπλιτς-Ντραμπάτοβα και μέχρι το Μπουρνό στην περιοχή Ντουραχάνης.
Οι εν λόγω πηγές-εστεβέλες με την αμφίδρομη λειτουργία τους στις περιόδους ξηρασίας τροφοδοτούσαν, εμπλούτιζαν και ανανέωναν με φυσικό και καθαρό νερό τη λίμνη και εξασφάλιζαν την αδιάκοπη λειτουργία της  και την ύπαρξή της.
Όταν η κλειστή δεξαμενή-λίμνη των Ιωαννίνων ξεπερνάει με τις βροχοπτώσεις του χειμώνα το όριο υπερχείλισής της, τότε το νερό που περισσεύει οδηγείται από το θυρόφραγμα στο Πέραμα προς την κεντρική συλλεκτήρια τάφρο της Λαψίστας και μέσω αυτής κατευθείαν στον Καλαμά.
Και ενώ οι αγρότες προχωρούν στην καλλιέργεια των νέων εκτάσεων που τους έχουν δοθεί, τα χημικά λιπάσματα που χρησιμοποιούν (αζωτούχα, φωσφορούχα) καταλήγουν με την έκπλυσή τους μέσω των αποστραγγιστικών τάφρων στη λίμνη των Ιωαννίνων και στην Κ.Σ.Τ.Λ.
Επίσης με την υπέρμετρη συγκέντρωση πληθυσμού στην πόλη και στους οικισμούς γύρω από το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και λόγω της απουσίας αποχετευτικού δικτύου με σύστημα βιολογικού καθαρισμού των λυμάτων μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όλα τα απόβλητα κατέληγαν στη γιαννιώτικη λίμνη. Αυτά δε ήταν αστικά, βιομηχανικά, του Πανεπιστημίου και του νοσοκομείου της Δουρούτης. Ως συνέπεια είχαμε τη συγκέντρωση μεγάλων ποσοτήτων οργανικών ουσιών, καθώς και τη μικροβιακή ρύπανση της λίμνης, που οδήγησε στον ευτροφισμό της.
Η ίδια κατάσταση επικράτησε και κατά μήκος της κεντρικής συλλεκτήριας τάφρου Λαψίστας (Κ.Σ.Τ.Λ.), η οποία από κεντρικός αρδευτικός αύλακας για τις ανάγκες του βορειοδυτικού λεκανοπεδίου μετατράπηκε σε αποδέκτη βοθρολυμάτων και αποβλήτων από τις βιομηχανίες και βιοτεχνίες που λειτουργούν στην περιοχή∙ με συνέπεια την εξαφάνιση της καραβίδας, η οποία ζει και αναπτύσσεται μόνον σε καθαρά νερά.
Μετά από 35 χρόνια συνεχούς λειτουργίας το δίκτυο άρδευσης των καλλιεργούμενων εκτάσεων του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων θεωρείται σήμερα απαρχαιωμένο, ταλαιπωρημένο και παρουσιάζει σημαντικές απώλειες κατά τη μεταφορά του νερού. Θεωρείται εξ αντικειμένου ότι έχει κλείσει τον κύκλο της ζωής του. Οι σκέψεις και οι συζητήσεις που γίνονται για την αντικατάστασή του, ήδη θα πρέπει να υλοποιηθούν σύντομα από τους φορείς της πολιτείας με νέο σύστημα άρδευσης σύγχρονο και οικονομικό (άρδευση στάγδην και όχι με τεχνητές διώρυγες).

Ταυτόχρονα πρέπει να τεθεί ο προβληματισμός και να γίνει υπεύθυνη ενημέρωση για την επαναδημιουργία του υδροβιότοπου της Λαψίστας σε νέα μορφή και μικρότερη έκταση. Το παράδειγμα στην προκειμένη περίπτωση το έδωσαν στη Θεσσαλία, όπου μετά από απαίτησή τους ξαναγεννιέται η παλιά λίμνη της Κάρλας (ή Βοιβηΐς), που είχε αποστραγγιστεί το 1962, όπως η λίμνη της Λαψίστας. Ήδη με την επιμονή και το προσωπικό ενδιαφέρον του Νομάρχη Ιωαννίνων και Ηλεκτρολόγου Μηχανολόγου Αλέκου Καχριμάνη η λίμνη των Ιωαννίνων ξέφυγε από τον αργό θάνατο, στον οποίο είχε καταδικαστεί. Μένουν ακόμα πολλά να γίνουν. Έγινε όμως η αρχή.  Το Σεντενίκο, το Κιόσκι-Μπλιτς, η Ντραμπάτοβα, το Μπουρνό στα ριζά του Μιτσικελιού ξαναζωντάνεψαν με πηγαίο καθαρό νερό. Σειρά έχουν οι πηγές του νησιού, που παραμένουν αδρανοποιημένες. Τέλος θα ήταν χρήσιμη και μια γεωλογική έρευνα της υπόγειας λεκάνης του ευρύτερου λεκανοπεδίου, για να εξακριβωθεί η προέλευση των νερών όλων των πηγών∙ της Κρύας, της Ελεούσας (από αυτήν υδροδοτείται το δημοτικό διαμέρισμα Ελεούσας), του Αγίου Ιωάννου (πρώην Μπισδουνάκι), της Κρανούλας, του Κρυονερίου στη Λαψίστα (η οποία είχε στεγνώσει, αλλά τώρα ξαναβγάζει νερό). Γράφει ο Γιάννης Κ. Παπαϊωάννου, Πολιτικός Μηχανικός.


Ιερά Μονή Παλιουρής.
Στην Τοπική Κοινότητα Παλιουρής του Δήμου Ζίστας και προς τη βόρεια πλευρά του λόφου βρίσκεται  το μοναστήρι της Παλιουρής, αφιερωμένο στο Γενέσιο της Θεοτόκου.
 Τοποθεσία
Η Μονή βρίσκετε στο 30ο χλμ. της εθνικής οδού Ιωαννίνων - Ηγουμενίτσας. Η πρόσβαση στο μοναστήρι είναι εύκολη, αφού ο δρόμος που οδηγεί σε αυτό είναι ασφαλτοστρωμένος σε όλο το μήκος του (400 μ).





Γιορτή
Η μονή πανηγυρίζει στις 8 Σεπτεμβρίου ημέρα που τιμάται το Γενέσιον της Θεοτόκου.
Περιγραφή
Ο ναός του μοναστηριού είναι ρυθμού βασιλικής τρίκλιτης με προεξέχοντα -της στέγης- τρούλο. Η θολωτή στέγη του ναού αποτελείται από 12 ισομεγέθεις θόλους διαταγμένους σε τρεις παράλληλες σειρές, στηρίζονται σε δυο κιονοστοιχίες από τρεις η κάθε μία κίονες
Εσωτερικά  ο ναός κοσμείται με τοιχογραφίες του 1833, έργο των Ιωαννιτών ζωγράφων Θεοδοσίου και του γιού του Κωνσταντίνου. Η δυτική πλευρά του καθολικού δεν έχει τοιχογραφίες, διότι μετά την κατάρρευσή της (γύρω στο 1816) ανοικοδομήθηκε με αποτέλεσμα να περιοριστεί το μήκος της σε βάρος του νάρθηκα, ενώ η τοιχογραφία του Χριστού στη βόρεια πλευρά  είναι έργο του Ζωγράφου Διονυσίου Ζούκη από τους Καλαρρύτες. Στο ναό σώζονται εικόνες του 1678 (έργο του Εμμανουήλ Τζάνε) και του 18ου αι., καθώς επίσης και αντίγραφο χαλκογραφίας της Παναγίας της Κυπριακής Μονής Κύκκου.
Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο και περίτεχνο.





  Ιστορία 
Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε το 1373 από το Σέρβο ηγεμόνα των Ιωαννίνων Θωμά Πρελιούμποβιτς και επανιδρύθηκε το 1688-90 από τον Παπαναστάση Αλεξίου από τη Ζίτσα. Σύμφωνα με επιγραφή, το καθολικό καταστράφηκε από Αλβανούς το 1782, και ανοικοδομήθηκε το 1786 από τον προεστό Ζαγορίου Ιωαννούτσο Καραμεσίνη και τον Δημήτριο Αθανασίου.
Το 1796 το μοναστήρι πιθανόν ανακαινίσθηκε στη σημερινή του μορφή και μάλιστα με τη συνδρομή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων.
Το 1820 το μοναστήρι χάλασε (εξαιτίας των πολεμικών γεγονότων) και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς που διέμεναν ως τότε. Το 1825 το μοναστήρι ανασυστήθηκε με ειδικό διάταγμα από τον Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά, τον Κιουταχή, Διοικητή των Ιωαννίνων. Τέλος το 1907 άρχισαν οι πρώτες μυήσεις μελών της Ηπειρωτικής Εταιρείας (Κομιτάτου).





Περιουσία
Το μοναστήρι διέθετε μεγάλη περιουσία που προερχόταν τόσο από δωρεές και αγορές όσο και από χωράφια ποτιστικά και ξερικά καθώς και από αμπέλια, λειβάδια και ζώα μικρά και μεγάλα που κατείχε. Το μεγαλύτερο μέρος της κτηματικής περιουσίας της μονής απαλλοτριώθηκε το 1923 με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας.



Δήμος Ζίτσας
Δήμος Ζίτσας ονομάζεται ο δήμος της Περιφέρειας Ηπείρου που συστάθηκε το 2011 διά της συνένωσης των προϋπαρχόντων δήμων 
. Εκάλης, 
. Ευρυμενών, 
. Ζίτσας, 
. Μολοσσών και 
. Πασαρώνος, 
βάσει των διατάξεων του «Καλλικράτη». Απλώνεται στο μεσοδυτικό τμήμα του Νομού Ιωαννίνων, από τα όρια του πολεοδομικού συγκροτήματος των Ιωαννίνων μέχρι τα σύνορα με τη Θεσπρωτία. Αν και έλαβε την ονομασία του απ' τη Ζίτσα, έδρα του δήμου είναι η Ελεούσα, η οποία βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του και επίσης είναι η μοναδική κωμόπολή του. Όλοι οι υπόλοιποι οικισμοί είναι χωριά.



Διαίρεση
Ο Δήμος Ζίτσας διαιρείται σε 5 «δημοτικές ενότητες», οι οποίες αντιστοιχούν στους 5 καταργηθέντες δήμους. Κάθε δημοτική ενότητα διαιρείται σε «κοινότητες», οι οποίες αντιστοιχούν στα διαμερίσματα των καταργηθέντων δήμων.

Το μνημείο της Ηπειρώτισσας Αγρότισας, στο Καλοχώρι. 

Αρχαιολογικοί χώροι
Παλαιόκαστρο


Το Παλαιόκαστρο βρίσκεται δυτικά του Δεσποτικού σε απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων. Στο «Παλαιόκαστρο» του Δεσποτικού τοποθετεί ο μεγάλος ιστορικός Nikolas Hammond την πρώτη κοιτίδα των Μολοσσών-το αρχαίο Ίλιον. Ο Άγγλος Καθηγητής Πανεπιστημίου N. Hammond υποστηρίζει ότι τα υπάρχοντα τείχη στο Παλιόκαστρο δυτικά του χωριού, ανήκουν στην αρχαία πόλη Ίλιον που ίδρυσε ο γιος του Πρίαμου Έλενος σε ανάμνηση τη καμένης από τους Αχαιούς Τροίας. 
Ο ίδιος εντυπωσιάστηκε από την τοποθεσία του Παλαιόκαστρου, που είναι χτισμένο σε υψόμετρο 750 μ., γιατί από το σημείο αυτό μπορεί κάποιος να ελέγξει το πέρασμα από την κοιλάδα του Καλαμά προς την κοιλάδα του Δρίνου και δεσπόζει μιας θαυμάσιας θέας σχετικά με τις οχυρές τοποθεσίες των περιοχών του Τσαμαντά.
Ναός του Άρειου Διός













Ο αρχαίος ναός, που βρίσκεται στο Ροδοτόπι Ιωαννίνων, στους πρόποδες του λόφου Γαρδίκι, ταυτίζεται με το ναό του Άρειου Δία της αρχαίας Πασσαρώνας, πρωτεύουσας των Μολοσσών, η τειχισμένη ακρόπολη της οποίας σώζεται στην κορυφή του λόφου. 
Ο ναός οικοδομήθηκε γύρω στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Το 167 π.Χ. πυρπολήθηκε από τον Αιμίλιο Παύλο, τον κατακτητή της Μακεδονίας, αλλά επισκευάσθηκε και εξακολούθησε να λειτουργεί, όπως υποδεικνύουν λίθινα κιονόκρανα ρωμαϊκών χρόνων και ένας ρωμαϊκός ανδριάντας. 
Είναι άγνωστο πότε εγκαταλείφθηκε οριστικά, ωστόσο την εγκατάλειψή του αποδεικνύει η χρησιμοποίηση του χώρου για ταφές ήδη από την αρχαιότητα. Είναι πολύ πιθανό ότι ο ναός αυτός αποτελούσε το επίσημο ιερό των Μολοσσών, όπου λατρευόταν ο θεός του πολέμου, ο Άρειος Ζευς, κυρίαρχος θεός των Δωριέων κατοίκων της Ηπείρου. Την άποψη αυτή ενισχύουν η ανάθεση των ψηφισμάτων ξένων πόλεων στο χώρο του ιερού, καθώς και η τιμητική διάκριση ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα, που αφιέρωσε τον ανδριάντα του. 
Ο ναός ήταν ιωνικού ρυθμού, περίπτερος, με πρόναο και σηκό, και είχε διαστάσεις 19,30 x 11 μ. Από το μνημείο σώζεται μόνο η κρηπίδα και τμήμα της ευθυντηρίας, ενώ στον περιβάλλοντα χώρο βρέθηκαν διάσπαρτοι σπόνδυλοι των ιωνικών κιόνων. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα του μνημείου, το πτερό διέθετε 6 x 11 κίονες, ενώ η διαμόρφωση του προδόμου δείχνει ότι ο ναός πρέπει να ήταν πρόστυλος με τέσσερις κίονες. 
Αρχαία Πασσαρώνα























Στο λόφο «Καστρί» (υψ.761 μ.), στην περιοχή του χωριού Μεγάλο Γαρδίκι του Δήμου Ζίτσας, 10-11 χλμ. βόρεια-βορειοδυτικά της πόλης των Ιωαννίνων, σώζονται κατάλοιπα οχυρωμένης αρχαίας πόλης, ενώ στις παρυφές του λόφου, 2 χλμ. βόρεια της ακρόπολης, σώζονται λείψανα αρχαίου ναού. Στην περιοχή έχουν γίνει περιορισμένες συστηματικές ανασκαφές και επιφανειακές έρευνες από τον Δ. Ευαγγελίδη με συνεργάτη τον Σ. Δάκαρη υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. 
Μικρής έκτασης διερευνητική ανασκαφική έρευνα διενεργήθηκε επίσης από τη ΙΒ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηπείρου. 









Η θέση είναι φύσει και θέσει οχυρή με εξέχουσα στρατηγική σημασία καθώς δεσπόζει και ελέγχει το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, τη φυσική δίοδο προς την κοιλάδα του άνω ρου του Καλαμά αλλά και τα ορεινά περάσματα προς βορρά. Το ισχυρό τείχος ακολουθεί τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους και περιβάλλει την επίπεδη κορυφή του κωνικού λόφου (διαστ. 260Χ150 μ.). Έχει μήκος 800 μ., πλάτος που κυμαίνεται από 3.20 μ. στη νότια πλευρά έως 3.60 μ. στις υπόλοιπες και σώζεται καλύτερα στο ανατολικό και νότιο τμήμα του. 
Το νότιο, δυτικό και βόρειο σκέλος του τείχους σχηματίζουν μία καμπύλη (οφιοειδή στα βόρεια) γραμμή με ορθογώνιους πύργους και γωνιώδεις θλάσεις κατά διαστήματα, που διακόπτεται από δύο έως τέσσερα ανοίγματα-πυλίδες. Οι πύργοι έχουν πλάτος 6-7 μ., προέχουν κατά 4.20-6.00 μ. και φέρουν λαξευτή ταινία στις δύο ελεύθερες γωνίες. Το πιο βατό σημείο της θέσης, όπου καταλήγει ο τουρκικός δρόμος, είναι στη βόρεια πλευρά, όπου διακρίνονται μόνον ίχνη από το τείχος. Στη δυτική πλευρά διασώζονται δύο μικρές πυλίδες, η μία στη βορειοδυτική γωνία με πύργο στη μία της πλευρά, πλάτ. 1.60 μ., και μία νοτιότερα. 
Το ανατολικό σκέλος του τείχους, που σε ορισμένα τμήματα σώζεται σε ύψος έως 3 μ., είναι αρτιότερα οχυρωμένο με πυκνότερους πύργους και θλάσεις καθώς στο τμήμα αυτό το ύψωμα παρουσιάζει ηπιότερες κλίσεις. Συγχρόνως εδώ βρίσκεται η κύρια πύλη της ακρόπολης που προστατεύεται από έναν ισχυρό πύργο ενισχυμένο στο εσωτερικό με δύο ζεύγματα σε σχήμα σταυρού. Στην πλευρά του πύργου προς την είσοδο διατηρείται ένα μεγάλο ορθογώνιο άνοιγμα για την ασφάλιση της πύλης με τη βοήθεια δοκαριού. Λίγα μέτρα δυτικά της πύλης διασώζεται μία θλάση και ένας άλλος πύργος. Μία άλλη πιθανή πύλη υπήρχε στη νοτιοανατολική γωνία του περιβόλου. 
Στην οικοδόμηση του τείχους έχει χρησιμοποιηθεί κατά κύριο λόγο το πολυγωνικό σύστημα τοιχοδομίας με λίθους κατά κανόνα ανισόπλευρους τετράπλευρους, ενώ δεν λείπει και το ακανόνιστο ισοδομικό. Μερικές φορές στη βάση του τείχους είναι τοποθετημένοι ορθογώνιοι λίθοι σαν ορθοστάτες. Το εσωτερικό είναι γεμισμένο με απελέκητους μικρούς και μεγάλους λίθους και ενισχυμένο με εγκάρσια ζεύγματα κατά αποστάσεις 2.50-5.00 μ. Νεότερες επισκευές από ασβέστη δεν παρατηρούνται. 
Η χρήση δύο διαφορετικών συστημάτων τοιχοδομίας δεν πρέπει να οφείλεται σε διαφορετικές οικοδομικές φάσεις, αλλά στο διαθέσιμο υλικό και στη διάθεση για διακόσμηση κυρίως στην ανατολική, βατή πλευρά. Η ορατή πλευρά των λίθων παρουσιάζει το μόνιμο χαρακτηριστικό των τειχών της Ηπείρου, δηλ. κύρτωση, που αυξάνει βαθμιαία προς το κέντρο και προκαλεί εντύπωση ποικιλίας, ευρωστίας και αδρότητας.
Η μορφολογία του τείχους είναι κοινή στο συντηρητικό πολιτισμό της Ηπείρου και δεν επιτρέπει ασφαλή χρονολόγηση της ακρόπολης, χρονολόγηση η οποία μπορεί να καθορισθεί με άλλα κριτήρια. 
Στο εσωτερικό του τείχους διακρίνονται ίχνη αρχαιότερου οχυρωματικού περιβόλου ακρόπολης η οποία είχε εμβαδόν 36,5 στρέμματα. Έχουν διαπιστωθεί επίσης σποραδικά ίχνη αρχαίων κτηρίων και τέσσερις δεξαμενές για τη συγκέντρωση νερού απαραίτητου σε καιρό πολιορκίας. Από αυτές μία τετράγωνη δεξαμενή, αν και δείχνει πως κατασκευάστηκε από τους Τούρκους, έχει χαμηλότερα αρχαίους τοίχους, ίσως ρωμαϊκών χρόνων. Από τις δύο κυκλικές δεξαμενές μία είναι αμφιβόλου εποχής, ενώ η άλλη θεωρείται αρχαία λόγω της κατασκευής από λίθους μετρίου μεγέθους άλλοτε με ισοδομικό και άλλοτε με πολυγωνικό τρόπο χωρίς χρήση ασβέστου για συνδετική ύλη. Εξωτερικά, γύρω από το στόμιό της, διαγράφονται ίχνη τοίχων, που θα αποτελούσαν το προστομιαίο ή την περίφραξή της. Σε μία άλλη ακόμη δεξαμενή έχει διαπιστωθεί εσωτερικά παχύ επίχρισμα ασβεστοκονιάματος. 
Στο εσωτερικό του τείχους συναντώνται επίσης κτήρια και εκτεταμένες οχυρώσεις της περιόδου των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913), όταν κατασκευάστηκαν με σκυροκονίαμα ισχυρά οχυρωματικά έργα από το στρατηγό Von Golez και τον αρχηγό του οθωμανικού πυροβολικού Βεχήπ Βέη. Η θεμελίωση των πολυβολείων είχε διαταράξει τις αρχαίες επιχώσεις. 
Ωστόσο, κατά την ανασκαφική έρευνα της ΙΒ΄ Εφορείας Αρχαιοτήτων βρέθηκαν τμήματα οικιών που χρονολογούνται στους ελληνιστικούς χρόνους. Συγκεκριμένα, στο κέντρο περίπου της ακρόπολης αποκαλύφθηκε τμήμα ενός κτηρίου (κτήριο Α), μάλλον οικίας, που διατηρείται στο επίπεδο της θεμελίωσης από ακανόνιστες λιθοπλίνθους, με χρηστική κεραμική, νομίσματα και εργαλεία του 3ου έως α΄ μισό 2ου αι. π.Χ., καθώς και θραύσματα ενσφράγιστων κεράμων κορινθιακού και λακωνικού τύπου. Τα κινητά ευρήματα είναι ενδεικτικά για τη χρονολόγηση χρήσης και εγκατάλειψης του κτηρίου το οποίο φαίνεται ότι καταστράφηκε γύρω στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. 
Βρέθηκαν επίσης οι περιμετρικοί τοίχοι ενός ορθογώνιου κτηρίου (κτήριο Β ) (διαστ. 35 x 17 μ.) στο βορειοδυτικό τμήμα του οποίου εντοπίσθηκαν πέντε εσωτερικοί χώροι. Η τοιχοδομία του κτηρίου, που εδράζεται πάνω στο φυσικό βράχο, είναι κατασκευασμένη από ανισομεγέθεις λιθοπλίνθους. Το κτήριο έχει δύο οικοδομικές φάσεις, όπως υποδεικνύουν τα κινητά ευρήματα, μεταξύ των οποίων ενσφράγιστα θραύσματα κεράμων στέγης, νομίσματα και σιδερένια εργαλεία. Η α΄ οικοδομική φάση τοποθετείται στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. έως τον 1ο αι. μ.Χ., ενώ συναντώνται και ίχνη μεταγενέστερης χρήσης του χώρου (κιβωτιόσχημοι τάφοι μεσαιωνικών χρόνων με πέντε ταφές). Η περίμετρος του κτηρίου Β, τμήματα του οποίου ανασκάφηκαν, ορίζει ένα οικοδομικό τετράγωνο της αρχαίας ακρόπολης, στο οποίο περιλαμβάνονται μία ή δύο οικίες. 
Η καταστροφή του κτηρίου, όπως και όλης της ακρόπολης, συνδέεται με τη καταστροφή της Ηπείρου το 167 π.Χ. από τα ρωμαϊκά στρατεύματα τα οποία με απόφαση της ρωμαϊκής Συγκλήτου κατέστρεψαν 70 πόλεις, τις περισσότερες μολοσσικές, και οδήγησαν ως δούλους στην Ιταλία 150000 νέους και νέες για να κοσμήσουν το θρίαμβο του Αιμιλίου Παύλου (Στράβ. VII 7,3 [322], Πολύβ. 30, 15, Liv. XLV 34, Plin. NH IV 39). Στους χρόνους του Αυγούστου τοποθετείται η επαναχρησιμοποίηση του χώρου, πιθανόν ως έδρα τοπικού διοικητή. Οι μεσαιωνικές ταφές, που αποκαλύφθηκαν ανάμεσα στα αρχαία ερείπια και τα μεταγενέστερα επί τουρκοκρατίας οχυρωματικά έργα, είναι ενδεικτικές για τη διαχρονική εγκατάσταση στο χώρο και τη μεγάλη στρατηγική σημασία της θέσης.
Μονή Διχουνίου












Τέσσερα χιλιόμετρα μετά το Ραδοβίζι, στο δρόμο που οδηγεί προς το Σενίκο, βρίσκεται το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου Διχουνίου, σε υψόμετρο 550 μέτρα. Το μοναστήρι συνορεύει, σύμφωνα με ακριβή περιγραφή του ηγουμένου του Ιωσήφ, « ανατολικά με τόπον του χωρίου Τοσκεσάκη και Λάλεζας, από το βώρειον μέρος με τόπον του χωρίου Ραδοβήζντι, από δυτικά με τόπον των χωρίων ντοβλά και Βαρμπότα εις τον πάτον του ποταμιού από το εν μέρος είναι ο λάκκος του Κωστάκη ονομαζόμενος και από το άλλο κουτζποαίς και στην ράχη, και από μεσημβρίαν με τόπον των χωρίων Βερνίκου και στραγανέτζη». Στο σημείο, που είναι χτισμένο το μοναστήρι, σμίγουν δύο χούνες και απ' αυτές ονομάστηκε Διχούνη ή Ντιχούνι ή Ντουχάν και κατ' άλλη εκδοχή πήρε αυτό το όνομα από την τοποθεσία «Ντιχούνι», που στ' αρβανίτικα σημαίνει «δύο παλούκια» ή από δύο πύργους του, που είχε παλιά. 
Ο χρόνος της ίδρυσης του πρώτου μοναστηριού μας είναι άγνωστος, αλλά γνωρίζουμε ότι σε αυτό μόνασε ο επίσκοπος Τρίκκης Διονύσιος ο Φιλόσοφος και από εκεί ξεκίνησε την επανάσταση του 1611 η αποτυχία της οποίας οδήγησε στην καταστροφή του και την αρπαγή της περιουσίας και των κειμηλίων του, μεταξύ των οποίων ήταν και ένας επίχρυσος αργυρός σταυρός, που υπάρχει στο ναό της Επισκοπής Παραμυθιάς. 
Το παλιό μοναστήρι, πριν από την καταστροφή του είχε, σύμφωνα με τον Αραβαντινό, πλούσια μετόχια σε 25 χωριά, ενώ, αντίθετα, ο Φώτιος Οικονόμου αναφέρει, ότι είχε μόνο 12, το καθένα με την εκκλησία του, και ο Νίκος Ζιάγκος τ' ανεβάζει σε 18, μαζί με πλούσια κτήματα σε 15 χωριά της περιοχής. 
Μεταξύ των μετοχίων του αναφέρονται η Ζωοδόχος Πηγή Κερασόβου, ο Άγιος Νικόλαος Κάμενας, στα σύνορα μεταξύ Ραδοβιζίου και Λάλιζας, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, στα σύνορα Δοβλάς και Ραδοβιζίου, η Κοίμηση της Θεοτόκου Γρανίτσας, Αγγελομάχου Κουρέντων, Άγιος Δγμήτριος Μπουρελέσιας, Αγία Παρασκευή Βαλανιδιάς, Άγιος Ιωάννης (τώρα γενέθλια Θεοτόκου) Καταμάχης, Άγιος Νικόλαος Ζωτικού και μερικά άλλα, τα οποία εξαφάνισαν οι Τούρκοι, ύστερα από την κήρυξη της περιοχής Παραμυθιάς, ως επαναστατημένης, από το διοικητή των Ιωαννίνων Οσμάν Πασά.Πρωτοκτήτορες του μοναστηριού ήταν οι ιερομόναχοι Ζαχαρίας και Άνθιμος, οι οποίοι εικονίζονται στο δυτικό τοίχο του πρόναου (νότιο μέρος). Στην εικόνα του κυρίως κτήτορα Ζαχαρία, ο οποίος βαστάει στα χέρια του την εκκλησία, υπάρχει η επιγραφή «Ζαχαρίας ιερομόναχος και ηγούμενος του μοναστηριού και κτήτωρ της αγίας μονής ταύτης», ενώ σ' αυτή του Ανθίμου η παρακάτω: «Άνθιμος ιερομόναχος και ευημερεύοντος της αγίας μονής ταύτης». 
Ο ναός είναι βυζαντινού ρυθμού και έχει μάκρος 10 μέτρα και πλάτος 5,75 μέτρα. Το σημερινό μοναστήρι αποτελείται από το καθολικό, που είναι μονόκλιτη βασιλική με τρούλο, έχει μια μικρή πόρτα εισόδου στη δυτική του πλευρά και πάνω απ' αυτή, μέσα σε κόγχη, ζωγραφισμένο πεζό τον Άγιο Δημήτριο, ένα διώροφο κτίριο, που χρησίμευε για ηγουμενείο, ξενώνας και αποθήκη, ένα μικρότερο, ισόγειο, νεόκτιστο οίκημα κι ένα νεόκτιστο καμπαναριό. Στην αυλή του υπάρχει πηγή με άφθονο τρεχούμενο νερό κι ένα μικρό κοιμητήριο. 
Φυσικό Περιβάλλον των χωριών του Δήμου
Γεφύρι Βροσίνας

Θεογέφυρο

Μετά τη Ζίτσα, κοντά στο χωριό Λίθινο, ο Καλαμάς έκανε το θαύμα του. Σκάλισε με τα άγρια νερά του τον μεγάλο βράχο και παρουσίασε το παράξενο δημιούργημα «Το Θεογέφυρο» που επί αιώνες διευκόλυνε το πέρασμα του ποταμού μια και αυτός με τα πολλά νερά του δεν επέτρεπε αλλού τη διάβαση. 
Το γεφύρι αυτό, υπήρξε πηγή έμπνευσης για τη Χρυσάνθη Ζιτσαία που το 1956 έγραψε και δημοσίευσε «Το θρύλο του Θεογέφυρου». 

Ζαλογγογέφυρο

Πρόκειται για μονότοξο γεφύρι με άνοιγμα τόξου 11.30μ., ύψος 8μ. και πλάτος 2μ. 
Χτίστηκε το 1605 και γεφυρώνει το Ζαλογγίτικο ποταμό, που καταλήγει στον Καλαμά. 
Βρίσκεται Β. του Κάτω Ζαλόγγου, στο δρόμο από Ιωάννινα προς Παραμυθιά. 

Νερόμυλος Γερομήτσιανης


Στο Δεσποτικό μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο με νερά να αναβλύζουν από πολλές γωνιές, υπάρχει ο νερόμυλος- νεροτριβή της Γερομήτσιανης. Χτίστηκε στα τέλη περίπου του 18ου αιώνα για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες, όχι μόνο των χωριανών, αλλά και των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. 















Κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκόσμιου πόλεμου και μέχρι την δεκαετία του '50 και ΄60 σε εποχές δύσκολες, ολόκληρος ο κάμπος του Δεσποτικού καλλιεργούνταν με καλαμπόκι, σιτάρι, βρόμη, ρύζι κλπ. Μετά το μάζεμα της σοδιάς και το αλώνισμα, ακολουθούσε το άλεσμα των σιτηρών στο νερόμυλο. Παλιότερα, μέχρι το 1965 περίπου, σε απόσταση 200 μέτρων από τον τωρινό, υπήρχε και δεύτερος νερόμυλος και νεροτριβή με μαντάνια, ο οποίος πλέον σήμερα δε λειτουργεί. 
Σήμερα στο μύλο έρχονται από τα γύρω χωριά να αλέσουν σιτηρά και περισσότερο να πλύνουν τα στρωσίδια τους, συνδυάζοντάς το με ψήσιμο πέστροφας (δίπλα υπάρχει ιχθυοτροφείο) ή ό,τι άλλο θελήσει κανείς κάτω από το βαθύ ίσκιο που προσφέρουν τα πλατάνια. 
Ο νερόμυλος είναι διατηρητέο μνημείο από το 1985. 

Μουσεία.
Λαογραφικό Μουσείο Ροδοτοπίου 




Το λαογραφικό μουσείο Ροδοτοπίου λειτουργεί από τον Δεκέμβριο του 1994, του οποίου τα εκθέματα είναι αντικείμενα της καθημερινής ζωής παλαιότερων χρόνων, τα οποία είναι δωρεές κατοίκων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου