Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Ραβένια Δωδώνης Ιωαννίνων





Δείτε τα video



































Ραβένια  Κατσαουνοχωρίων Δωδώνης 
Τα Ραβένια είναι ορεινό χωριό του νομού Ιωαννίνων της Ηπείρου. Σήμερα ανήκει στο δήμο Δωδώνης. Βρίσκεται 26 χιλιόμετρα νότα των Ιωαννίνων και σε υψόμετρο 840 μέτρων. Υπάγεται σε σύμπλεγμα χωριών που λέγονται "Κατσαουνοχώρια".
Ιστορία.
Tο χωριό ιδρύθηκε πριν την βυζαντινή περίοδο. Ο οικισμός άλλαξε τοποθεσία δύο φορές. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο ο οικισμός μεταφέρθηκε από την περιοχή Λαγκάδα εκκλησιάς στην περιοχή Μπογδορά. Η μεταφορά σύμφωνα με την παράδοση έγινε λόγω γεωλογικών αλλαγών. Κάποιο ποτάμι που πήγαζε στην περιοχή στέρεψε και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να αναζητήσουν άλλη πηγή νερού. Κατά τις αρχές της περιόδου της Τουρκοκρατίας η θέση της Μπογδοράς εγκαταλείφθηκε και ο οικισμός μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση όπου προϋπήρχε το μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου κοντά σε πηγή νερού.
Το μοναστήρι αποτέλεσε θρησκευτικό πόλο έλξης για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της γύρω περιοχής από το δέκατο έβδομο αιώνα έως και τα τέλη του δέκατου ένατου.
Κατά τα μέσα του δέκατου έκτου αιώνα πολλοί άντρες είχαν μεταναστεύσει στην Μολδοβλαχία για οικονομικούς λόγους και είχαν αφήσει τις οικογένειες στα Ραβένια. Λόγω κάποιων προστριβών με τους Τουρκαλβανούς που λυμαίνονταν την περιοχή και κάποιου άγνωστου συμβάντος αναγκάστηκαν να επιστρέψουν, να πάρουν τις οικογένειες και να μεταναστεύσουν προς άγνωστη κατεύθυνση. Σύμφωνα με την παράδοση εβδομήντα "σέλες" έφυγαν.
Το πρώτο δημοτικό σχολείο χτίστηκε το 1901 με πρωτοβουλία του ντόπιου διανοούμενου Γεωργίου Γκαζιάνη ο οποίος είχε σπουδάσει στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Το σχολείο έγινε με δωρεές.
Κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο το χωριό κάηκε από τους Τούρκους. Οι κάτοικοι έφυγαν πρόσφυγες στη Φιλιππιάδα όπου υπήρχε οργανωμένη βοήθεια από φιλανθρωπικά ιδρύματα της τότε ελεύθερης Ελλάδας.
Ο Ελληνικός στρατός έδωσε αψιμαχίες στα γύρω υψώματα και πριν προχωρήσει για την τελική μάχη στο Μπιζάνι στρατοπέδευσε για σύντομο χρονικό διάστημα δίπλα από το χωριό.
Το 1943 το χωριό κάηκε από τους Ιταλούς και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς στό γειτονικό Ξεροβούνι και σε γειτονικά χωριά όπου υπήρχαν οικογενειακοί δεσμοί.
Μετά τον πόλεμο το σχολείο ξαναλειτούργησε έως το 1968 που έκλεισε. Μετά την πτώση της δικτατορίας το σχολείο επαναλειτούργησε έως το 1982 όπου και έκλεισε οριστικά. Ό,τι δεν κατάφεραν οι πόλεμοι, τα κατάφερε η αστυφιλία.
Το χωριό ηλεκτροδοτήθηκε το 1964 και υδροδοτήθηκε το 1967.
Τα Ραβένια σήμερα Οι πέντε οικογένειες που διαμένουν σήμερα στα Ραβένια ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Ο δρόμος είναι ασφαλτοστρωμένος. Πολλά παλιά σπίτια έχουν ανακαινισθεί ως θερινές κατοικίες. Άλλα αξιοθέατα εκτός από την εκκλησία, πρώην μοναστήρι, είναι ένας τεράστιος πλάτανος μέσα σε μια καταπράσινη κοιλάδα στη θέση "Βρύση".

Η Δημοτική Ενότητα Αγίου Δημητρίου σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2011 έχει μόνιμο πληθυσμό 4.566 κατοίκους και αποτελείται από τις εξής τοπικές κοινότητες:
  • Τοπική Κοινότητα Αβγού
  • Τοπική Κοινότητα Αγίας Τριάδος
  • Τοπική Κοινότητα Βαρλαάμ
  • Τοπική Κοινότητα Βουλιάστης
  • Τοπική Κοινότητα Επισκοπικού
  • Τοπική Κοινότητα Θεριακησίου
  • Τοπική Κοινότητα Κοπάνης
  • Τοπική Κοινότητα Κουκλεσίου
  • Τοπική Κοινότητα Κρυφοβού
  • Τοπική Κοινότητα Μελιάς
  • Τοπική Κοινότητα Μουσιωτίτσης
  • Τοπική Κοινότητα Μυροδάφνης
  • Τοπική Κοινότητα Πέρδικας
  • Τοπική Κοινότητα Πεστών
  • Τοπική Κοινότητα Ραβενίων
  • Τοπική Κοινότητα Σερβιανών
  • Τοπική Κοινότητα Τερόβου
  • Τοπική Κοινότητα Σκλίβανης
Πρόκειται για τον πρώην Δήμο Αγίου Δημητρίου ήταν δήμος του νομού Ιωαννίνων που συστάθηκε με το πρόγραμμα Καποδίστριας από τη συνένωση παλαιότερων κοινοτήτων της περιοχής, που αποτέλεσαν στη συνέχεια τα δημοτικά διαμερίσματα του δήμου. Λειτούργησε την περίοδο 1999 -2010 οπότε και καταργήθηκε με την εφαρμογή του προγράμματος Καλλικράτης και εντάχθηκε στον νέο δήμο Δωδώνης. Βρισκόταν στο Νότιο ανατολικό τμήμα του νομού. Καταλάμβανε έκταση 231.473 στρεμμάτων και είχε (πραγματικό) πληθυσμό 6.502 κατοίκους. Έδρα του ήταν η Αγία Κυριακή.

Άνω Λούρος και Δυτικό Ξεροβούνι
    Γεωγραφικά ορίζεται από τον Τόμαρο (1.974μ.) και τη Νότια προέκταση του στα Δυτικά και το Ξεροβούνι (1.607μ.) και τη Βόρεια προέκτασή του στα Ανατολικά.
    Η περιοχή παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της διόδου –του περάσματος- μια και από εκεί περνούσε και περνά ακόμα και σήμερα μια από τις λιγοστές αρτηρίες σύνδεσης του εσωτερικού της Ηπείρου με τα παράλια.
    Στενά περάσματα, κλειστές χαράδρες, διάσελα σε καίρια σημεία και σημαντικούς δρόμους διαμόρφωσαν τις λειτουργίες στο χώρο (χάνια για κατάλυση των ταξιδιωτών, οχυρωμένες θέσεις για έλεγχο, εμπόριο κλπ.) με βάση την ανάγκη διέλευσης των ανθρώπων από εκεί.
    Μικροί λόφοι χωρίζουν την περιοχή σε δύο εδαφολογικές λεκάνες: του Άνω Λούρου και του Δ. Ξεροβουνίου που περιλαμβάνουν τα χωριά Θεριακήσι, Κοπάνη, Βαργιάδες, Πεντόλακκος, Μελιά, Βουλιάστα, Μουσιωτίτσα, Κουκλέσι και Πέρδικα, Μυροδάφνη, Πεστά, Αγία Τριάδα, Σκλίβανη, Ραβένια, Τέροβο, Βαρλαάμ αντίστοιχα.
    Η περιοχή του Δ. Ξεροβουνίου προσφέρεται περισσότερο για κτηνοτροφία ενώ σε εκείνη του Άνω Λούρου εκτός από της μικρής κλίμακας γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ενασχόληση των κατοίκων – του νότιου τμήματος- με την εκμετάλλευση της δυναμικής του νερού με μια σειρά από μύλους, νεροτριβές, μαντάνια, κατά μήκος του Λούρου. Τα περισσότερα δυστυχώς έχουν καταστραφεί. Από την άλλη μεριά η πεστροφοκαλλιέργεια σήμερα αποτελεί μια από τις βασικές ασχολίες τους.
    Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο χορός του “Καγκελάρη” που σχετίζεται κυρίως με τον κύκλο των εθίμων του Πάσχα.




















Το επώνυμο Κατσαούνης και τα Κατσαουνοχώρια.

 1. Τι σημαίνει η λέξη Κατσαούνης. - Ο τρόπος δημιουργίας του επωνύμου

2. Οι Κατσαούνηδες ή Κατσαούνοι

3. Τα Κατσαουνοχώρια και τα Κατσανοχώρια του νομού Ιωαννίνων
4. Οι Κατσαούνηδες του Μύτικα και της Παναγούλας
5. Προσθήκη - Οι Κατσαούνοι και ο Μαρκος Μπότσαρης
Τι σημαίνει η λέξη Κατσαούνης. - Ο τρόπος δημιουργίας του επωνύμου
Το ζήτημα που θέλησα να διερευνήσω αφορούσε αφ' ενός την προέλευση του επώνυμου Κατσαούνης, αφ'ετέρου την προέλευση των Κατσαούνηδων του Μύτικα Αιτωλοακαρνανίας. 


Στην πρώτη μύτη δεξιά, είναι το χωριό Μύτικας. Απέναντί του είναι το νησί Κάλαμος. 
Αριστερά από το νησί Κάλαμος φαίνεται η νησίδα Καστός

(Μπορείτε να δείτε την εικόνα σε πλήρες μέγεθος)

Προϋπόθεση για τη διερεύνηση αυτή είναι η εξακρίβωση της έννοιας της λέξης Κατσαούνης ή Κατσαούνος.

Φαίνεται ότι οι λέξεις Κατσαούνοι και Κατσαούνηδες είναι ονομασία κάποιου φύλου όπως και οι ονομασίες Βλάχοι και Σαρακατσάνοι.

Το επώνυμο Κατσαούνης, κατά κανόνα όχι ανεξαίρετο, εδημιουργείτο ως εξής. Κάποιος Κατσαούνης ως προς το φύλο μετοικούσε σε μέρος που δεν ζούσαν άλλοι Κατσαούνηδες και εκεί αναγνωριζόταν και αναφερόταν ως "ο Κατσαούνης". ‘Ετσι με τον καιρό το Κατσαούνης γινόταν επώνυμο. Με τον τρόπο αυτό έχουν σχηματισθεί και επώνυμα όπως τα Ζακυνθηνός, Καλαματιανός, Ναυπλιώτης, Κεφαλλονίτης, Χιώτης, Μυτιληναίος, Αραβαντινός, Σαγκριώτης, Αρμένης, Σαρακατσάνος, Καραγκούνης και άλλα.
Θα πρέπει να θεωρηθεί ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το επώνυμο Κατσαούνης έχει δοθεί κατ' αυτόν τον τρόπο σε άτομα που ήταν κατά το φύλο Κατσαούνηδες και εξαιτίας αυτού. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που αυτό δεν συμβαίνει. Το επώνυμο Κατσαούνης μπορούσε να δοθεί σε κάποιον που εξ αιτίας χαρακτηριστικών της συμπεριφοράς του οι άλλοι τον αποκαλούσαν Κατσαούνη. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το επώνυμο Βλάχος για παράδειγμα, μάλιστα πολύ πιο συχνά.

Τώρα  οι Κατσαούνηδες και οι Παβέληδες του Μύτικα προέρχονται από την Παναγούλα (παλαιότερο όνομα Μερδενίκος), χωριό γειτονικό του Μύτικα. Από την Παναγούλα αρκετοί κάτοικοι μετοίκησαν μαζικά (λόγω κατολισθήσεων κατά το σεισμό του 1952), σε νέο χωριό (Ξηρά), και σε γειτονικά χωριά. Αρκετοί πήγαν και στον Μύτικα. Όμως μετοικήσεις από την Παναγούλα προς το Μύτικα και προς άλλα χωριά΄γίνονταν από πολύ παλαιότερα.



Σύμφωνα με το γενεαλογικό δένδρο, οι Κατσαούνηδες προέρχονται από Παβέλη που ζούσε στην Παναγούλα, είχε το παρατσούκλι Κατσαούνης και έκανε ο ίδιος και το επώνυμό του Κατσαούνης.  Έχω εδραιωμένη την πεποίθηση ότι οι σημερινοί Παβέληδες της Πρέβεζας, της Αιτωλοακαρνανίας και της Αθήνας κατάγονται όλοι από την Παναγούλα, σχεδόν άμεσα. Αν τώρα οι Παβέληδες δεν ήταν κατά το φύλο Κατσαούνηδες, τότε δεν υπάρχουν στοιχεία που θα επέτρεπαν να διερευνηθεί η καταγωγή και η προέλευση των Παβέληδων της Παναγούλας. Εγώ δεν μπορώ να σκεφθώ το πού θα μπορούσε να βασιστεί μια τέτοια διερέυνηση. Στοιχεία στο δήμο για την τόπο προέλευσης και το χρόνο έλευσης στην Παναγούλα των οικογενειών του χωριού δεν υπάρχουν και σχετική προφορική παράδοση επίσης δεν υπάρχει.

Αν όμως οι Παβέληδες ήταν κατά το φύλο Κατσαούνηδες τότε μια τέτoια διερεύνηση φαίνεται κατ’ αρχήν δυνατή. Στην περίπτωση αυτή η πληροφορία ότι ο πρώτος Κατσαούνης του Μύτικα είχε προηγουμένως το επώνυμο Παβέλης και το παρατσούκλι Κατσαούνης, μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη. Θα δούμε στη συνέχεια από πού μπορεί να κατάγονται οι Κατσαούνηδες-Παβέληδες του Μύτικα στην περίπτωση που ήταν και κατά το φύλο Κατσαούνηδες , που είναι και το πολύ πιο πιθανό. Αυτό όμως απαιτεί έναν ακριβέστερο προσδιορισμό του τι και ποιοι ήταν οι Κατσαούνηδες ή Κατσαούνοι και του πού και πώς ζούσαν.

Σημειώσεις
1. Το επώνυμο Παβέλης θα μπορούσε να προέρχεται από το όνομα Παύλος και να σημαίνει Παυλής δηλαδή ότι και τα επώνυμα Παύλου  και Παυλόπουλος. Να σημειωθεί ότι σε αρκετές σλαβικές γλώσσες ο Παύλος λέγεται Πάβελ (Pavel) και από το όνομα αυτό έχουν σχηματιστεί τα επώνυμα Pavel, Pavelic (Πάβελιτς) , Pavelis . Το Pavel ως επώνυμο είναι αρκετά πιο σπάνιο από τα άλλα δύο. 
Το επώνυμο Pavelic (Πάβελιτς) συναντάται κυρίως μεταξύ ατόμων σλαβικής καταγωγής. Στις ΗΠΑ με το επώνυμο  Pavelis έχουν καταγραφεί άνθρωποι γεννημένοι στην Κροατία στην Βοημία στις ΗΠΑ αλλά πιο πολλά  άτομα που είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα. Μεταξύ τους και άτομο που είχε καταγραφεί και ως Pavlis και ως Pavelis (ενημέρωση 25-09-2012).

Οι Κατσαούνηδες ή Κατσαούνοι
Ο Βλαχολόγος Γιώργος Έξαρχος με έχει πληροφορήσει ότι σήμερα (2009), κατσ(ι)αούν (ενικός αριθμός) / κατσ(ι)αούνjι (πληθυντικός αριθμός) ονομάζονται:
- Από τους αστούς Βλάχους κάποιων Μακεδονικών Βλαχοχωριών οι συντοπίτες τους και ομόγλωσσοι τους που ασκούν το ποιμενικό επάγγελμα (Χωριά Βλαχοκλεισούρα Καστοριάς, Μπλάτσι ή Βλάστη Κοζάνης, Νέβεσκα ή Νυμφαίο Φλώρινας).
- Από τους Βλάχους των Βλαχοχωριών του νομού Γρεβενών αλλά και κάποιων άλλων περιοχών, οι Αρμάνοι-Βλάχοι κτηνοτρόφοι που άφησαν τη Βλάχικη γλώσσα και έγιναν Γραικοί. (Χωριά Περιβόλι, Αβδέλα, Σμίξη, Σαμαρίνα του νομού Γρεβενών και γειτονικά).
- Από τους ίδιους, οι κτηνοτρόφοι που είχαν ή έχουν μικρά κοπάδια. Για όσους είχαν ή έχουν μεγάλα κοπάδια χρησιμοποιούν τη λέξη Κατσ(ι)αν (ενικός αριθμός) / Κατσ(ι)ανjι (πληθυντικός αριθμός).
Τα παραπάνω μπορεί να σημαίνουν ότι οι Κατσαούνοι είναι φύλο συγγενικό με τους Βλάχους1. Αυτή η υπόθεση ενισχύεται από το ό,τι ο Gustav Weigand αναφέρει ότι το 1890 είχε καταγράψει στην περιοχή του Σέσκλου (15 χιλιόμετρα δυτικά από το Βόλο) 40 οικογένειες Κατσαούνων Βλάχων Φαρσεριωτιών (από το Φάρσερι της Νότιας Αλβανίας) και από το ότι υπάρχει σήμερα στο νομό Μαγνησίας το επώνυμο Κατσαούνης. Πρόκειται όμως για μιαν αρκετά αμφίβολη υπόθεση και η περίπτωση εσφαλμένης αναφοράς του Weigand αναφέρεται και καθόλου δεν αποκλείεται. Οι κάτοικοι του Σέσκλου σήμερα ούτε αυτοαποκαλούνται ούτε αναφέρονται ως Κατσαούνηδες. Θεωρούνται και αυτοαποκαλούνται Αρβανιτόβλαχοι (Βλάχοι από τη Νότια Αλβανία).
Αυτό δεν αποκλείει εντελώς το να ήταν οι Κατσαούνοι εξελληνισμένοι προ μακρού Βλάχοι. Δεν υπάρχουν όμως στοιχεία που δημιουργούν σιγουριά για το βάσιμο μιας τέτοιας υπόθεσης. Και υπάρχουν άλλα στοιχεία που νομίζω, δείχνουν το αντίθετο. Αναφέρω ότι ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894) ήταν Βλάχος ο ίδιος από το βλαχοχώρι Συράκο του νομού Ιωαννίνων, και είχε γνωρίσει σε χωριά γειτονικά με το δικό του και Κατσαούνους  που ζούσαν σε δικά τους χωριά και είχε γνωρίσει και τον τρόπο ζωής τους. Όμως στο βιβλίο του "Οι Βλάχοι της Πίνδου" τους περιγράφει ως φύλο πολύ διαφορετικό και ξένο προς τους Βλάχους. Μάλιστα δεν επιμένει  καθόλου σε αυτό, αλλά από τον τρόπο περιγραφής του γίνεται φανερό ότι το θεωρεί αυτονόητο δεδομενο.  Το ίδιο συμβαίνει και με τους Ηπειρώτες ιστορικούς Αραβαντινό και Λαμπρίδη . Για όλους είναι αυτονόητο ότι άλλοι είναι οι Βλάχοι και άλλοι και ξένοι προς τους Βλάχους οι Κατσαούνοι. Θα προσθέσω εδώ ότι οι Κατσαούνηδες έχουν καταγραφεί πάντοτε ως ελληνόφωνοι ενώ οι Βλάχοι διατηρούσαν παράλληλα με τη χρήση της Ελληνικής και τη χρήση μιας μορφής της λατινογενούς βλάχικης γλώσσας και μεταξύ τους χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά αυτή τη γλώσσα ή ένα κράμα που βασιζόταν σ' αυτή τη γλώσσα και είχε μπολιαστεί με ελληνικές λέξεις. Και θα προσθέσω ακόμη ότι το Παβέλης δεν μοιάζει με βλάχικο επώνυμο και ότι δεν υπάρχουν μεταξύ των Κατσαούνηδων κάποια χαρακτηριστικά βλάχικα ονόματα.
Όπως και να έχει το θέμα, εμείς θα αναζητήσουμε περισσότερα στοιχεία για εκείνους τους Κατσαούνηδες (φύλο), από τους οποίους φαίνεται πιθανό να προέρχονται οι και κατά το επώνυμο Κατσαούνηδες του Ξηρομέρου της Αιτωλοακαρνανίας. Και αυτοί είναι οι Κατσαούνηδες των πάλαι ποτέ Κατσαουνοχωρίων του νομού Ιωαννίνων.
Σημειώσεις
2. Οι Βλάχοι εμφανίζονται από τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Αργότερα συμμάχησαν σε κάποια περίοδο με τους Βουλγαροσλάβους του Κρούμου και πολέμησαν τότε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. 
Οι Βλάχοι της Ελλάδας διακρίνονται κυρίως σε Αρμάνους (Ρωμαιόβλαχους) που μιλούν ή μιλούσαν βλάχικα και ελληνικά και σε Αρβανιτόβλαχους που είναι Βλάχοι των οποίων οι πρόγονοι είχαν ζήσει επί σειρές γενεών σε περιοχές με συμπαγή αλβανόφωνο πληθυσμό και μιλούν ή μιλούσαν βλάχικα, ελληνικά και αρβανίτικα. Αρβανιτόβλαχοι είχαν συνεργασθεί και με τον Αλή πασά.
Τα βλάχικα των εδώ Βλάχων και μοιάζουν πολύ αλλά και διαφέρουν από τα  ρουμανικά. Μια μεγάλη περιοχή της Ρουμανίας είναι γνωστή στην Ελλάδα ως Βλαχία, και μία άλλη ως Μολδοβλαχία.
Η βλάχικη γλώσσα ανήκει στις ρομανικές (λατινίζουσες) γλώσσες.  Μια μορφή βλάχικης γλώσσας είναι μία από τις τέσσερις επίσημες γλώσσες της Ελβετίας (ραιτορομανική). Το Google Ελβετία (Switzerland), διατίθεται στην αγγλική γλώσσα αλλά και στις γλώσσες που ομιλούνται στην Ελβετία, δηλαδή στα γερμανικά, στα γαλλικά, στα ιταλικά και σε βλάχικα (rumantsch). Επίσης αρκετοί αναφέρουν ότι οι λέξεις Ουαλός και Βαλόνος παραπέμπουν στη λέξη Βλάχος. 
Οι Βλάχοι σε κάθε χώρα, εφόσον δεν έχουν αφομοιωθεί, μιλούν τη βλάχικη γλώσσα και τη γλώσσα της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένοι ή μία γλώσσα κράμα των δύο γλωσσών. 
Οι Βλάχοι του Ελλαδικού χώρου ανέπτυξαν συν τω χρόνω ελληνική εθνική συνείδηση και πήραν ενεργό μέρος στην επανάσταση του 1821. Ως βλαχικής καταγωγής (από το Βελεστίνο της Θεσσαλίας), αναφέρεται ο Ρήγας Βελενστιλής ή Φεραίος. Βλάχοι ήταν επίσης ο Κωλέτης (Πρωθυπουργός από το Συράκο), οι ποιητές Ζαλοκώστας και Κρυστάλλης, ο Αβέρωφ, ο Στουρνάρης, ο Τοσίτσας, ο Σπύρος Λάμπρος και άλλοι. Και ο ποδοσφαιριστής Τραϊανός Δέλας, Βλάχος πρέπει να είναι. 
3. Οι Κατσαούνηδες του νομού Καστοριάς ζουν σε χωριά του δήμου Νεστορίου (Νέα Κοτύλη Κυψέλη Ζούζουλη και άλλα) και στην κοινότητα Αρένα αλλά ίσως δεν είναι καθαυτό Κατσαούνοι. Έχουν έθιμα που μοιάζουν με τα Ηπειρώτικα.























Τα Κατσαουνοχώρια και τα Κατσανοχώρια του νομού Ιωαννίνων
Ο Αραβαντινός αναφέρει στο βιβλίο του ‘’Χρονογραφία της Ηπείρου’’ (1854), ότι Κατσαούνοι ήταν «οι κάτοικοι 11 χωριών της Τσαρκοβίστας, πλησιόχωροι και παραπλήσιοι των Κατσάνων, αλλά χωρικότεροι αυτών». Τα χωριά τους ήταν δηλαδή κοντά στα Κατσανοχώρια και τα έθιμα τους, οι συνήθειες τους η γλώσσα τους και ως ένα βαθμό ο τρόπος ζωής ήταν παρόμοιος με των Κατσάνων. Οι Κατσάνοι όμως είχαν ακολουθήσει σε σημαντικό βαθμό το μεταπρατικό επιτήδευμα. Πολλοί Κατσάνοι δηλαδή είχαν γίνει έμποροι και γυρνούσαν από χωριό σε χωριό από περιοχή σε περιοχή και αγόραζαν και πουλούσαν διάφορα είδη. Έτσι, παρατηρεί ο Κρυστάλλης, πολλά άστεα έβλεπαν και πολλών λαών και ανθρώπων εγνώριζαν το νου και τον τρόπο ζωής. Αυτό όμως δεν συνέβαινε με τους Κατσαούνους, γεγονός που δημιουργούσε μια σημαντική διαφορά.
Ωστόσο ο Ιωάννης Λαμπρίδης ανέφερε το 1887 ότι "εκ πάντων των χωρίων της Τσαρκοβίστας, ευπορώτερα τα Κατσαουνοχώρια, διότι οι άνδρες εργατικώτεροι γενόμενοι και αγωγείς και μεταπράτται" και το 1885 ότι "οι Κατσαούνοι διαφέρουν των Κατσάνων κατά την δίαιταν, δια της αποδημίας εκπολιτισθέντων και ανετώτερον βιούντων, τείνουσι όμως και μοχθούσι προς μίμησιν αυτών".
Ο Αραβαντινός δεν αναφέρει ποια ήταν αυτά τα 11 χωριά των Κατσαούνων. Ούτε ο Κρυστάλλης (1868-1894) τα αναφέρει στο βιβλίο του "Οι Βλάχοι της Πίνδου". Ο Λαμπρίδης όμως στα Ηπειρώτικα Ιστορικά Μελετήματα (Τεύχος Β’ Κουρεντιακά-Τσαρκοβιστιακά 1887, Τεύχος Γ’ περιγραφή των Κατσανοχωρίων 1885) γράφει ότι δέκα ήταν τα Κατσαουνοχώρια και τα αναφέρει ονομαστικά. Τα παραθέτουμε:
Μούλαις (Πέρδικα το σημερινό όνομα), Λαγάτορα (Μυροδάφνη), Βαρλαάμ, Βοράτσια ή Μποράτσια (Αγία Τριάδα), Τέροβο και Ραψαίοι δεξιά από το δρόμο που οδηγούσε από τα Ιωάννινα προς την Άρτα και Κρύφοβο , Ραβένια, Πεστά και Σκλίβανη, αριστερά του ίδιου δρόμου. Όλα όμως αυτά τα χωριά βρίσκονται στα αριστερά του σημερινού νεώτερου κεντρικού δρόμου Ιωαννίνων Άρτας. Σήμερα μερικά έχουν πολύ λίγους μόνιμους κατοίκους.Πρόκειται για παλιά χωριά. 

Το Κρύφοβο (Με αριστερό κλικ βλέπετε την εικόνα σε μεγαλύτερο μέγεθος)


Το Κρύφοβο αναφέρεται σε χρυσόβουλο του Ανδρόνικου του Β’ του έτους 1319. Ο νεομάρτυς Ιωάννης ο εξ Ιωαννίνων γεννήθηκε στο Τέροβο κατά τον 16ο αιώνα. Για τα Ραβένια υπάρχουν αναφορές του 16ου αιώνα και όπως με πληροφόρησε ο Άρης Σπύρου (συντάκτης του άρθρου για τα Ραβένια στη βικιπαίδεια), υπάρχει ευρέως γνωστή προφορική παράδοση σύμφωνα με την οποία τα Ραβένια είναι χωριό παλαιότερο από το Κρύφοβο. 

Στα Πεστά, στα Ραβένια και στη Σκλίβανη υπάρχουν ναοί του 17ου αιώνα. Ο Κωνσταντίνος Φρεαρίτης (1819-1902) από τους Ραψαίους, υπήρξε πρύτανης και ανακαινιστής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Προφανώς το επώνυμό του πλάστηκε εξ αιτίας προέλευσής του από την περιοχή Πέντε Πηγάδια. 

Αριστερά πλατεία στο Τέροβο, δεξιά η πλατεία του Άι-Γιώργη στη Σκλίβανη


Σήμερα όλα τα Κατσαουνοχώρια ανήκουν στη δημοτική ενότητα Αγίου Δημητρίου του δήμου Δωδώνης Ιωαννίνων, και συνιστούν ή αποτελούν τμήματα εννέα δημοτικών διαμερισμάτων3. Απλώνονται από νότια από το Μπιζάνι μέχρι σχεδόν τα σύνορα με το νομό Πρέβεζας (Τέροβο, Ραψαίοι και Σκλίβανη). Ανήκαν άλλοτε διοικητικά στη περιοχή Τσαρακοβίστας.

Δυτικά τους βρίσκοντα τα άλλα χωριά της Τσαρακοβίστας που έφτανε μέχρι τα όρη του Σουλίου. Ανάμεσα σε αυτά τα χωριά βρίσκουμε και τα χωριά της Λάκκας του Μπότσαρη. Ανατολικά των Κατσαουνοχωρίων υπάρχει το όρος Ξηροβούνι και βόρεια - βορειοανατολικά τους αλλά και ανατολικά τους (στην ανατολική πλευρά του Ξηροβονίου), βρίσκονται τα Κατσανοχώρια. Τα Κατσαουνοχώρια Πεστά και κυρίως το πάλαι ποτέ κεφαλοχώρι Κρύφοβο είναι πολύ κοντά σε Κατσανοχώρια. Το Κρύφοβο είναι όμορο με το Κατσανοχώρι Πλαίσια και πολλοί κάτοικοι καθενός από τα δύο χωριά είχαν συγγενείς στο άλλο χωριό. Τα Κατσανοχώρια του νομού Ιωαννίνων αποτελούν το σημερινό δήμο Κατσανοχωρίων4. Ανατολικά των Κατσανοχωρίων βρίσκεται ο Άραχθος που αποτελεί φυσικό τους όριο, και ανατολικότερα τα χωριά των Τζουμέρκων (Αθαμανικά όρη).

Για όλα τα Κατσαουνοχώρια και τα Κατσανοχώρια, ο Λαμπρίδης αναφέρει ότι σ’αυτά ζούσαν αποκλειστικά ελληνικές οικογένειες. Στους πίνακές του ο Αραβαντινός αναφέρει για κάθε χωριό το ποια γλώσσα ομιλείτο. Για όλα τα Κατσαουνοχώρια και όλα τα Κατσανοχώρια αναφέρει ότι ομιλείτο σε αυτά αποκλειστικά η ελληνική γλώσσα.

Ο Κρυστάλλης και ο Λαμπρίδης αναφέρουν ακόμη ότι:
- Κατσαούνοι και Κατσανοπούλες αρπάζονταν μετά από συνεννόηση και έτσι προέκυπταν μικτοί γάμοι. Και σήμερα κάτοικοι των Κατσαουνοχωρίων που δεν γνωρίζουν ότι είναι Κατσαούνοι, λένε ότι η οικογένεια τους θεωρούσε ιδιαίτερα σημαντικό το να παντρευτούν Κατσάνες.
- Αρκετοί Κατσάνοι έγιναν συστηματικοί έμποροι και ταξίδευαν και μετοικούσαν. Μετοικούσαν και εξαιτίας διώξεων. Ο Λαμπρίδης αναφέρει καταγεγραμμένες μετοικήσεις από τον ΙΖ’ αιώνα. Αναφέρει συστηματικές μετοικήσεις στην Αιτωλία, την Ακαρνανία (Βόνιτσα, Ζαβέρδα, Μύτικα, Αστακό), στον Βάλτο (Αμφιλοχία) στην Εύβοια, στη Λαμία, στη Λευκάδα, στην Πάτρα. Κατά τον Λαμπρίδη πάντα, οι Φωτηλαίοι ήταν Κατσάνοι που εγκαταστάθηκαν στην Πάτρα και στη Ζαρούχλα της Αχαΐας. Οι Γεροκωστόπουλοι στην Πάτρα.
Σημειώσεις
4. Τουλάχιστον από το 1285 που η επισκοπή Ιωαννίνων αναβαθμίστηκε σε μητρόπολη, τα χωριά της Τσαρκοβίστας υπάγονται εκκλησιαστικά σε αυτήν. Από το 1772 η Τσαρκοβίστα και τα Κούρεντα υπάγονται στην διοίκηση Ιωαννίνων. 
Η λέξη Τσαρκοβίστα είναι σλαβικής προέλευσης και σημαίνει "περιοχή  με εκκλησίες".  Το  τσαρκο προέρχεται από την ελληνική λέξη κυριακόν που αναφερόταν στο κυριακόν κτήριο, δηλαδή στηνεκκλησία. Από τη λέξη κυριακόν προέρχονται  η αγγλική  λέξη church, η γερμανική  kirche, η ολλανδική kirk, η ρωσσική  tserkov.  Όλες αυτές οι λέξεις σημαίνουν  ναός, εκκλησία.  Στην Τσαρκοβίστα περιλαμβανόταν και χωριό Τσαρκοβίστα, η σημερινή Δωδώνη. Εξ άλλου στα Κούρεντα υπήρχε επίσης χωριό Τσαρκοβίστα που σήμερα ονομάζεται Εκκλησοχώρι. Ο Λαμπρίδης αναφέρει ότι Σλάβοι είχαν κατεβεί στην περιοχή και είχαν αναμιχθεί με τον γηγενή πληθυσμό από τον έκτο αιώνα και ότι στην εποχή του οι Σλάβοι αυτοί είχαν ήδη εκχριστιανισθεί και εξελληνισθεί προ πολλών πολλών αιώνων.
5. Στη βικιπαιδεία στο άρθρο «Άνω Ραβένια Ιωαννίνων» αναφέρεται ότι κατά τον Ιωάννη Λαμπρίδη η ονομασία Ραβένια, προέρχεται από το αρχαίο επίρρημα «ράον» και το ρήμα «βαίνω», που σημαίνει «εύκολα διαβαίνω. περνώ» και ακόμη ότι σύμφωνα με τον Ρωσσογερμανό  γλωσσολόγο Max Vasmer (1886-1962), η ονομασία Ραβένια προέρχεται από το αμαρτύρητο αρχαίο σλαβικό *ravьnъ που σημαίνει «ομαλό, επίπεδο μέρος». Συνεπώς σύμφωνα και με τις δύο απόψεις, Ραβένια σημαίνει ευκολοδιάβατο. ομαλό μέρος , αναφέρεται στο άρθρο.
6. Η δημοτική ενότητα Αγίου Δημητρίου περιλαμβάνει εκτός από τα Κατσαουνοχώρια, άλλα εννέα δημοτικά διαμερίσματα δεκαεννέα συνολικά οικισμών.
7. Κατζάνες είναι οι περιοχές οι "λεπτόγειες", οι περιοχές με λίγο χώμα, δηλαδή οι σχεδόν άγονες.  Κατσανοχώρια είναι τα χωριά Λουζέτσι (Ελληνικό), Φορτόσι, Κοστήτσι (Καλλιθέα), Πηγάδια (Βαλτσιώρα), Νίστορα, Πάτερο, Κοτόρτσι (Αετοράχη), Λάζαινα, Κορίτιανη, Καλέτζι, Πλαίσια. Στο σημερινό δήμο Κατσανοχωρίων του νομού Ιωαννίνων ανήκουν 6 ακόμη οικισμοί που δεν είναι Κατσανοχώρια.  Όλα τα Κατσανοχώρια βρίσκονται στις βόρειες πλαγιές του όρους Ξηροβούνι. Κατσανοχώρια ή Κατζάνες ονομάζονταν και μια ομάδα χωριών της νότιας πλευράς της επαρχίας Καλαβρύτων. 
Ο όρος κατσάνος (μάλλον από το Κατσάνος), σήμαινε σε πολλές περιοχές τον πλανόδιο έμπορο, το γυρολόγο, τον πραματευτή. Οι Κατσάνοι ή Καρσανοχωρίτες αυτό έκαναν, και  εξελίχθηκαν με τον καιρό σε μόνιμους εμπόρους που εγκαταστάθηκαν  σε πολλές περιοχές που ήδη έχουμε αναφέρει.  
Οι Κατσαούνηδες του Μύτικα και της Παναγούλας
Στο βιβλίο Ιστορικά Κατσανοχωρίων, έκδοση του συλόγου Κατσάνων της Αθήνας 1969, αναφέρεται ότι από τους Κατσάνους οι Μπαζιμαίοι, οι Γκόλφηδες οι Μακραίοι, οι Κουρωνταίοι, οι Γαρουφαίοι οι Φαραίοι, οι Ραγγαίοι, οι Τζουραίοι και αρκετοί ακόμη που αναφέρονται ονομαστικά, εγκαταστάθηκαν σε χωριά του Ξηρομέρου μάλλον τον 19o αιώνα. Για αρκετούς ακόμη που αναφέρονται επίσης ονομαστικά, αναγράφεται ότι εγκαταστάθηκαν στη Αμφιλοχία, και για λίγους αναγράφεται ότι εγκαταστάθηκαν στην Κατούνα και στο Αγρίνιο. Οι Γκόλφηδες του Μύτικα προέρχονται από το Φορτόσι. Ένας Γιάννης Κόλφης εμφανίζεται να υπογράφει μαζί με άλλους Φορτοσίτες έγγραφα που αναφέρονται στους κατοίκους του χωριού το 1838.
Πιστεύω ότι σε κάποιο μικρότερο βαθμό είχαμε και μετοικήσεις Κατσαούνων από τα Κατσαουνοχώρια στην Ακαρνανία και στην Αιτωλία. Άλλωστε οι μικτοί γάμοι δημιουργούσαν συγγένειες μεταξύ Κατσαούνων και Κατσάνων και οι συγγενικοί δεσμοί ήταν ιδιαίτερα ισχυροί. Ακόμη "οι Κατσαούνοι  τείνουσι  και μοχθούσι προς μίμησιν των Κατσάνων" ανέφερε ο Ιωάννης Λαμπρίδης.
Οι Κατσαούνοι όμως δεν κρατούν ανάμνηση του συλλογικού τους παρελθόντος και δεν έχουν συλλόγους Κατσαούνηδων αντίστοιχων με τους συλλόγους Κατσάνων που θα ήξεραν ποιοι Κατσαούνηδες εγκαταστάθηκαν αλλού και το πού εγκαταστάθηκαν. Δάσκαλος από τα Ραβένια δεν ήξερε ούτε ότι το χωριό του ήταν Κατσαουνοχώρι, ήξερε όμως ότι οι οικογένειες του χωριού του θεωρούσαν ιδιαίτερα σημαντικό το να έχουν νύφη από τα Κατσανοχώρια και ότι αυτό δεν ήταν σπάνιο.
Μια άλλη αιτία που προκάλεσε περιορισμένες ίσως μετοικήσεις Κατσαούνων στο Ξηρόμερο ήταν η επανάσταση στην Ήπειρο καθώς και η μη ευόδωσή της. Ξηρομερίτες οπλαρχηγοί και οπλίτες είχαν πάρει μέρος και στις δύο μάχες στο γεφύρι της Πλάκας (Ιούλιος 1821, Ιούνιος 1822), και στη μάχη του Πέτα και σε άλλες μάχες. Επίσης Ηπειρώτες με πρώτο τον Μάρκο Μπότσαρη είχαν πάρει μέρος σε μάχες στη Δυτική Στερεά Ελλάδα. Ακόμη στο βιβλίο του Αλεξάνδρου Τ. Σάββα "Ιστορικά και Λαογραφικά Σοιχεία της Χρυσοβίτσας Ξηρομέρου" αναφέρεται ότι μετά την επανάσταση ο Κωνσταντίνος Χρόνης από τα Πέντε Πηγάδια του Κατσαουνοχωρίου Ραψαίοι μετοίκησε στη Χρυσοβίτσα Ξηρομέρου (περιοχή Αστακού) όπου απόκτησε παιδιά γύρω στο 1860. Αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι εντάσσεται σε γενικότερο φαινόμενο μετοικήσεων Ηπειρωτών και εγκατάστασής τους σε εδάφη που μετά την επανάσταση ανήκαν στο νεοϊδρυμένο τότε ελληνικό κράτος.
Τώρα αφού κάποιος Παβέλης πήρε το παρατσούκλι και το επώνυμο Κατσαούνης, θα θεωρήσουμε τους Παβέληδες ως Κατσαούνηδες κατά το φύλο και επομένως ως προερχόμενους από κάποιο Κατσαουνοχώρι. Αν ψάξουμε έγγραφα δημοτολόγια, μητρώα αρρένων αυτών των χωριών ίσως βρούμε από ποιο χωριό προέρχονται.
Σύμφωνα με το γενεαλογικό δέντρο ο Βασίλης Παβέλης, πατέρας του πρώτου καταγεγραμμένου ως Κατσαούνη στην Παναγούλα και στον Μύτικα Αιτωλοακαρνανίας, προηγείται 5 γενιές του Χρήστου του Ντίνου Καρτσαούνη 1945  και του Νώντα Κατσαούνη 1946. 

Ο Ντίνος Κατσαούνης με τη γυναίκα του Μαρία Παβέλη και τη μικρήτους κόρη Νίκη σε 

φωτογραφία του 1950. Είχαν αποκτήσει ακόμη τον Χρήστο 1945 και την Χρυσούλα 1947





Ο Νίκος, αδελφός του Ντίνου Κατσαούνη, μαζί με τον μεγάλο γιο του τον Παρασκευά,

στην ίδια φωτογραφία του 1950. Γυναίκα του ήταν  η Βασιλική Βασιλάκη. Είχαν ακόμη 

αποκτήσει τον Θανάση, τον Παναγιώτη και την Ελευθερία 1945.


Οι 5 γενιές πρέπει να λογαριαστούν περίπου 150 χρόνια. Επομένως ο Βασίλης Παβέλης γεννήθηκε περί το 1790,  και εφόσον δεχτούμε ότι προέρχεται από τα Κατσαουνοχώρια πρέπει να δεχτούμε ότι έφυγε από εκεί μετά το  1810 .

Νομίζω όμως ότι η μετοίκηση της οικογένειας των Παβέληδων και των Κατσαούνηδων του Μύτικα από τα Κατσαουνοχώρια εφ όσον έγινε, είναι πιθανότερο να έγινε μετά το 1821 κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της επανάστασης. Και αυτή η υπόθεση και η υπόθεση ότι η μετοίκηση έγινε πριν την επανάσταση δεν έρχονται σε σύγκρουση με τα στοιχεία που προκύπτουν από το γενεαλογικό δένδρο, όμως την περίοδο μετά την επανάσταση έγιναν μεγαλύτερες μετακινήσεις πληθυσμών.


Οι Κατσαούνοι και ο Μαρκος Μπότσαρης                                                                                                                                                 
Ο Μάρκος Μπότσαρης γεννήθηκε το 1790. Ο ίδιος μιλούσε αλβανικά αλλά και ελληνικά και είχε συντάξει το πρώτο ελληνοαλβανικό λεξικό5. "Λεξικό της Ρωμαϊκής και της Αρβανίτικης Απλής", ήταν ο τίτλος του χειρόγραφου του Μπότσαρη,  και ήταν γραμμένος ανορθόγραφα.

Έχω αναφέρει ότι τα Κατσαουνοχώρια ανήκαν στην περιοχή Τσαρκοβίστα και ότι δυτικά από τα Κατσαουνοχώρια βρίσκονταν άλλα χωριά της περιοχής μεταξύ των οποίων και τα 15 χωριά της Λάκκας του Μπότσαρη. Βόρειοανατολικά και Ανατολικά από τα Κατσαουνοχώρια είναι τα Κατσανοχώρια. Ανατολικότερα είναι ο Άραχθος στον οποίο τα περισσότερα Κατσανοχώρια έχουν θέα, και ανατολικότερα τα Τζουμέρκα με τα Τζουμερκοχώρια. Βόρεια και σε μικρή απόσταση από τα βορειότερα Τζουμερκοχώρια είναι τα Βλαχοχώρια Συράκο και Καλαρύτες. Η επικοινωνία ανατολικά και δυτικά του Αράχθου εξυπηρετείτο με το γεφύρι της Πλάκας.

Σε όλη αυτή την περιοχή και όχι μόνο, η φήμη και η επιρροή του Μάρκου κατά τελευταία χρόνια πριν την επανάσταση αλλά και μετά την επανάσταση μέχρι τον ηρωικό θάνατό του το 1823 ήταν μεγάλη. Σειρά γεγονότων τον είχαν συνδέσει με τις ελπίδες των ανθρώπων της περιοχής που τον θεωρούσαν στήριγμά τους.

Οι άντρες του Μπότσαρη προέρχονταν κυρίως από τα χωριά της Λάκκας. Είχαν όμως υπηρετήσει υπό τις διαταγές του, άντρες από όλη την περιοχή, και γι αυτό και από τα Κατσαουνοχώρια και από τα Κατσανοχώρια. 


Τα ερείπια του φρουρίου στα Πέντε Πηγάδια


Το 1820 ο Μπότσαρης κατέλαβε τα Πέντε Πηγάδια κοντά στο Κατσαουνοχώρι Ραψαίοι όπου και σώζεται το φρούριο που κατέλαβε.

Το 1821 παρακινήθηκαν σε επανάσταση από τον Συρακιώτη Ιωάννη Κωλέτη τα Βλαχοχώρια Συράκο και Καλαρύτες. Η επανάσταση δεν ήταν καλά προετοιμασμένη και απέτυχε. Έτσι οι κάτοικοι αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους που πυρπολήθηκαν και λεηλατήθηκαν. Τα γυναικόπαιδα προστατευόμενα από τον Μπακόλα και καταδιωκόμενα από Τουρκαλβανούς ανέβηκαν προς τα Τζουμέρκα. Προς ενίσχυση των διωκτών ο Χουρσίτ Πασάς έστειλε στρατιωτικό σώμα από τα Γιάννενα και άλλο στρατιωτικό σώμα από τη Άρτα. 


Το γεφύρι της Πλάκας στα αριστερά και κατάλοχος των μαχών στο γεφύρι (με Τούρκους), στα δεξιά.


Εναντίον του στρατιωτικού σώματος που εστάλη από τα Γιάννενα έσπευσε ο Μάρκος Μπότσαρης που το πρόλαβε στο γεφύρι της Πλάκας, επιτέθηκε εναντίον του με σφοδρότητα και το συνέτριψε (16 και 17 Ιουλίου 1821)6. Στη μάχη πήρε μέρος και ο Ξηρομερίτης οπλαρχηγός Γιώργος Βαρνακιώτης.

Στη μάχη ο Μάρκος τραυματίστηκε. Έστειλε όμως στη συνέχεια στρατιωτική δύναμη υπό τον Τζαβέλα και τον Κουταλίδα που αφού συνάντησε και διέλυσε τις δυνάμεις που ο Χουρσίτ πασάς είχε στείλει από την Άρτα,  ενώθηκε με τον Μπακόλα και τους άνδρες του. Έτσι όλοι μαζί εγκατέστησαν τα γυναικόπεδα στο Βουλγαρέλι. Το δημοτικό τραγούδι απευθυνόμενο στους υπερασπιστές των αμάχων τους προέτρεπε:

Για πολεμάτε δυνατά και σκούξτε τα μεγάλα
Ν’ ακούσει το τουφέκι σας ο Μπότσαρης ο Μάρκος
Για να γλιτώσουν τη σκλαβιά τόσα γυναικοπαίδια.6
 Η προσωπικότητα, η δράση και ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη συγκίνησαν τη δύση. Γράφτηκαν ποιήματα από ξένους, γράφτηκε μια ωδή από το Σολωμό και ο λόρδος Βύρων θεώρησε απαραίτητο να επισκεφθεί τον τάφο του. Ακόμη το όνομα του Μάρκου Μπότσαρη έχει δοθεί σε μικρή πλατεία του Στρασβούργου και κάποιος αναφέρει ότι το όνομά του έχει δοθεί και σε δρόμο του Παρισιού.
Τα ίδια χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και της δράσης του Μπότσαρη που συγκίνησαν τη δύση συγκίνησαν και τους Έλληνες εκείνων των καιρών και ιδιαιτέρως τους ανθρώπους των περιοχών που τον γνώρισαν καλύτερα. Έτσι η δημοτική μούσα του αφιέρωσε τραγούδια7 που ο Ντίνος ο Κατσαούνης (1912 - 1969) τραγουδούσε κατ’ ιδίαν τέσσερεις γενιές μετά το θάνατo του Μάρκου Μπότσαρη, βρίσκοντας σε αυτό ευχαρίστηση.
Σημειώσεις 
8. Έντυπη έκδοση του χειρόγραφου λεξικού που περιέχει και φωτοτυπίες όλων των σελίδων του χειρογράφου, διατίθεται τα τελευταία χρόνια από κεντρικά βιβλιοπωλεία (2009).
9. Κώστα Κρυστάλη: Οι Βλάχοι της Πίνδου.
10. Οι στίχοι του τραγουδιού για το θάνατο του Μάρκου παρατίθενται εδώ. Άλλο ένα τραγούδι, σε δύο παραλλαγές, παρατίθεται στις ιστοσελίδες και
Τα τραγούδια μπορεί κάποιος να τα ακούσει στις διευθύνσεις α, β και γ
Τέλος σε κείμενο για τα δημοτικά τραγούδια στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ αναφέρονταν στίχοι από μια ακόμη παραλλαγή:
Τρεις περδικούλες κάθονταν ψηλά στα λιθαρίτσια
Είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά γραμμένα
Μυριολογούσαν κι έλεγαν, μυριολογούν και λέγουν
«Σήκου Μάρκο να φύγουμε, σήκου Μάρκο να πάμε»
Γράφει ο Ιωάννης Κουμερτάς (Περιηγητής) και δημοσιεύτηκε στο www.diadromesgr.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου