Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Θεριακήσι Ιωαννίνων





Δείτε τα video



































Θεριακήσι Ιωαννίνων
Το Θεριακήσι του Δήμου Δωδώνης, εκτείνεται οικιστικά από την κοιλάδα του Άνω Λούρου δυτικά, ως το Ροβίλιστο ανατολικά και ως το χάνι Φτελιάς επί της εθνικής οδού νότια. Ο παλιός του οικισμός «Παλαιοχώρι» έχει εγκαταλειφθεί και μένει ακατοίκητος πια.

Ιστορία
 Το Θεριακήσι αναφέρεται σε χειρόγραφο του 1613 της Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων ως «Θιρεκήσι». Επίσης, ο Γάλλος Πουκεβίλ στο ταξίδι του από τα Γιάννινα προς την Άρτα περί το 1800, μετά το Χάνι Άι-Δημήτρη σημειώνει: «δρόμος λιθόστρωτος, έργο του Αλή πασά... νότια ως το χωριό Τιριακή ή Κυριακή (Tiriaki ou Kyriaki). Η Αγία Κυριακή σημειώνεται και στο χάρτη Barbie (1820) νοτιοδυτικά του Άι-Δημήτρη. Το Θεριακήσι κάηκε από τους Τουρκαλβανούς τον Οκτώβριο του 1912. Αναγνωρίστηκε ως κοινότητα το 1919. Ο πληθυσμός του διακυμάνθηκε ως εξής: 1920 κατ. 286, 1928 κατ. 335, 1940 κατ. 468, 1951 (Θεριακήσι και Παλαιοχώρι) κατ. 536, 1961 κατ. 604, 1971 κατ. 434, 1981 κατ. 494, 1991 κατ. 424, οπότε συνενώθηκε και έγινε έδρα του Δήμου η Αγία Κυριακή. Το σχολείο του: 1914 μαθ. 71 (στους δύο συνοικ.), 1935 μαθ. 73, 1950 μαθ. 60. Τα τελευταία χρόνια λειτουργεί μονοθέσιο Δημοτικό και Νηπιαγωγείο στον κεντρικό οικισμό. Το μονοθέσιο της Αγίας Κυριακής είναι κλειστό. 

Ανέκαθεν η κύρια απασχόληση των κατοίκων είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Τις τελευταίες δεκαετίες οι Θεριακησιώτες μετακινήθηκαν στα αστικά κέντρα ή μετανάστευσαν στο εσωτερικό της χώρας και λιγότεροι στο εξωτερικό. Οπωσδήποτε, οι νέοι στράφηκαν σε άλλα επαγγέλματα, στις τέχνες, τα γράμματα, τις επιστήμες. Μνημεία: Ο μύλος της Κουκουσιούνιστας με τη νεροτριβή. Βρίσκεται σε λειτουργία και σήμερα. Σύλλογοι: Αδελφότητα Θεριακησιωτών Ιωαννίνων «Ο Άγιος Γεώργιος», Έδρα Ιωάννινα, 1978. Αδελφότητα Θεριακησιωτών (Αθήνα). Αθλητικός και Εκπολιτιστικός Σύλλογος Θεριακησίου, Θεριακήσι 1982. Έχει χοροστάσι στο μεσοχώρι. Οι Θεριακησιώτες αγαπούν το χωριό τους. Οι απόδημοι το επισκέπτονται στις μεγάλες γιορτές και τα καλοκαίρια. Συμβάλλουν με κάθε τρόπο στον εξωραϊσμό του. (Είναι αντιγραφή απο το site του Δήμου Αγίου Δημητρίου.) Ανήκει στο Δήμο Αγίου Δημητρίου με πληθυσμό 371 κατοίκους. Γεωγραφικά ορίζεται από τον Τόμαρο ή (Ολίτσικα) (1.974μ.) και τη Νότια προέκταση του στα Δυτικά και το Ξεροβούνι (1.607μ.) και τη Βόρεια προέκτασή του στα Ανατολικά. Η περιοχή παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της διόδου -του περάσματος- μια και από εκεί περνούσε και περνά ακόμα και σήμερα μια από τις λιγοστές αρτηρίες σύνδεσης του εσωτερικού της Ηπείρου με τα παράλια. Στενά περάσματα, κλειστές χαράδρες, διάσελα σε καίρια σημεία και σημαντικούς δρόμους διαμόρφωσαν τις λειτουργίες στο χώρο (χάνια για κατάλυση των ταξιδιωτών, οχυρωμένες θέσεις για έλεγχο, εμπόριο κλπ.) με βάση την ανάγκη διέλευσης των ανθρώπων από εκεί.
http://www.dodoni.gr/

















 Ιστορική αναδρομή
Είναι γνωστό την ύπαρξη δύο μόνο χωριών στην Ελλάδα με τ' όνομα <<Θεριακήσι>> ή <<Θεριακήσιον>>. Το ένα, είναι του Νομού Ιωαννίνων, το οποίο υπάγεται στον πρόσφατα δημιουργηθέντα Δήμο Δωδώνης και το άλλο στην επαρχία Βάλτου του Νομού Αιτωλοακαρνανίας.


Για τη μεταξύ τους σχέση αφ' ενός, και τον λόγο της συνωνυμίας αφ' ετέρου, θα εξηγήσω γράφοντας στη συνέχεια, και, κυρίως, βασιζόμενος όχι στις σκόρπιες πληροφορίες του ενός και του άλλου τις οποίες άκουσα, αλλά σε μία και μόνo ολοκληρωμένη διήγηση του πατέρα μου σε μένα, στην αρχή της δεκαετίας 1960, την οποία κατέγραψα περιληπτικά και βρίσκεται στην κατοχή μου έως σήμερα.

Με βάση το περιεχόμενο της διήγησης, το σημερινό Θεριακήσι πρώην Δήμου Αγίου Δημητρίου κατοικήθηκε πριν 300 χρόνια, περίπου, εν σχέσει με το σήμερα, μετά τη μαζική εγκατάλειψή του απ' τους προηγούμενους κατοίκους, για λόγους οι οποίοι θ' αναλυθούν στη συνέχεια της διήγησης. Θέλοντας να προσεγγίσω, όσο πιο πολύ γίνεται το πραγματικό χρονικό διάστημα των 300 χρόνων που ανέφερα, θα σημειώσω ένα σημαντικό περιστατικό αυτής της διήγησης, το οποίο μας παρέχει κάποια σχετική ένδειξη, επειδή συνέβη μέσα στα χρόνια των περιοδειών του άoκνου Εθναπόστολου και Εθνομάρτυρος Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.

Ως χρονολογία γέννησης κι αποδημίας του Αγίου αναφέρεται το 1714 και 1779 αντίστοιχα. O Κoσμάς ο Αιτωλός, πραγματοποίησε τις τρεις Ελλαδικές περιοδείες του εντός μιας εικοσαετίας, μεταξύ των ετών 1759 έως 1779, όπως σημειώνεται στη βιογραφία του. Χωρίς να γνωρίζουμε την ημέρα, το μήνα και το χρόνο, σε μία απ' αυτές τις τόσο δύσκολες και κοπιαστικές συγχρόνως περιοδείες του όπου δίδασκε, χρησιμοποιώντας απαραίτητα, ως πολύτιμο βοηθητικό όργανο τη γλώσσα που μιλούσαν οι αγράμματοι και σκλαβωμένοι Ελληνες για να γίνει κατανοητός, πέρασε, γιατί έτσι τον έφερε το οδοιπορικό του, κι απ' την ποταμιά Θεριακησίου.

Σύμφωνα με τα διηγηθέντα απ' τον πατέρα μου, ο οποίος γεννήθηκε το 1892 κι απεβίωσε το 1967, ο πατρο-Κοσμάς, όπως είναι γνωστότερα τ' όνομά του, σταμάτησε για λίγο να ξεκουρασθεί στον ίσκιο μιας αγριοαχλαδιάς στην τοποθεσία <<Μπακόλα>> ποταμιάς. Εκεί συναντήθηκε, όλως τυχαίως, μ' ένα τσοπάνο που έβοσκε τα πρόβατα στα κτήματά του, ο οποίος λεγόταν Τσιάρος στο επώνυμό του, το δε μικρό του όνομα, -χωρίς να είναι εξακριβωμένο, Μήτρος, ή Φώτης, ή Γιώργος. Ο παλιός αυτός πρόγονος του πατέρα μου προσέφερε στον πατρο-Κοσμά γάλα για να πιει, (άλλωστε, τί άλλο είχε να του προσφέρει), και ο 'Αγιος ευχαριστώντας τον ευλόγησε αυτόν και τα ζώα του. 

Με δεδομένο ότι αυτό το επώνυμο υπάρχει και σήμερα ακόμη στο χωριό,συμπεραίνει κανείς, πως κατά το χρόνο που συνέβη η τυχαία αυτή συνάντηση, οι άνθρωποι που το κατοικούσαν, ήσαν οι νέοι κάτοικοι του χωριού που το αποίκισαν, μετά τη μαζική εγκατάλειψή του απ' τους προηγούμενους κατοίκους. Απόγονοι εκείνων των νέων κατοίκων θα υπάρχουν και σήμερα ακόμη στο Θεριακήσι.
Αυτά όσον αφορά την περίπου χρονολογία κατά την οποία νεοκατοικήθηκε το Θεριακήσι, κι επαφίεται στην προσωπική του καθενός -πάνω κάτω- χρονολογική εκτίμηση από τότε.

Συνεχίζοντας αναδρομικά, στα προ των 300 χρόνων γεγονότα, τότε που όλα <<τά' σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.>>, ζούσε μόνιμα στο Θεριακήσι ένας τούρκος τσιφλικάς ονόματι Μπάλος. Το σπίτι όπου κατοικούσε βρισκόταν στα πρώτα ριζώματα, καθώς ανεβαίνουμε για το συνοικισμό της Κουκουσιούνιστας. Παραμένει άγνωστο, αν οι γονείς του ήταν και οι δύο τούρκοι ή ο ένας εκ των δύο, ή ήταν γενίτσαρος. Ούτε είναι γνωστό, αν υπήρξε κάποτε παντρεμένος.
Για τον άνθρωπο αυτό ποτέ δεν ακουγόταν ένας καλός λόγος απ' τους χωρικούς. Μέσα απ' τη διήγηση βγαίνει μόνο του κι αβίαστα το συμπέρασμα εκείνο, που απεικόνιζε τον χαρακτήρα του: Πλεονέκτης κι ανάλγητος, πανούργος και μοχθηρός, με περίσσιο μάλιστα μίσος κατά των δύστυχων Ελλήνων. Η ζωή τους μαζί του είχε καταντήσει δυσβάστακτη. Δεν τους άφηνε -όπως λέμε- <<σε χλωρό κλαρί>>. Ο ίδιος, μ' ένα ψυχογιό που είχε, αποτελούσαν την οικογένειά του. Για τον ψυχογιό του, επίσης, δεν υπάρχουν πληροφορίες, αν ήταν δηλαδή τουρκόπουλο, γενίτσαρος ή υιοθετημένο ελληνόπουλο.
Όταν, λοιπόν, ο ψυχογιός του έφθασε σε ηλικία 20 περίπου ετών, είχε την τόλμη, αναλογιζόμενος και τη μεγάλη ηλικία του θετού του πατέρα Μπάλου, να του ζητήσει ένα μέρος της περιουσίας του, (περισσότερο για να σιγουρευθεί), να τη γράψει στο δικό του όνομα, έτσι ώστε να την εκμεταλλευθεί ο ίδιος για προσωπικό του όφελος. Απαντώντας ο Μπάλος στο αίτημα του ψυχογιού, είπε: <<Δεν θα σου δώσω τώρα το μερίδιο που μου ζητάς, αλλά, αν ακούσεις και τηρήσεις τη συμβουλή που θα σου πω, όλη η περιουσία μετά το θάνατό μου θα περιέλθει στ' όνομά σου>>. Το ότι δεν αποδέχθηκε, όπως το εξέθεσε το αίτημά του o ψυχογιός, δημιουργεί σε μας σήμερα απορίες και υποψίες. Πιθανόν, λόγω της πλεονεξίας του να μην ήθελε να βλέπει την περιουσία του, την οποία τόσα χρόνια εκμεταλλευόταν ο ίδιος, να τεμαχίζεται. Αυτός είναι ο ένας λόγος, κι ένας πιθανότερος αυτού, να εκδικείται ως κυρίαρχος όλης της γης του χωριού, όσο ακόμη ζούσε, τους Θεριακησιώτες για το μίσος που έτρεφαν εναντίον του. Ο λόγος του μεταξύ τους μίσους θ' αναλυθεί στη συνέχεια της διήγησης.
Δίδοντας, έτσι, κάποιο χρηματικό ποσό στον ψυχογιό του ο Μπάλος, αφού πρώτα τον έπεισε για τα λεγόμενά του, τον προέτρεψε να πάει <<στα ξένα>>, όπως λέγεται και σήμερα ακόμη. Παραδείγματος χάριν, στα Γιάννινα ή κάπου αλλού, όπου θα ήθελε ο ίδιος, κι όταν από κάποιο πρόσωπο ή μέσω αλληλογραφίας - του είπε - πληροφορηθείς το θάνατό μου, να επιστρέψεις αμέσως στο χωριό. Το πρώτο πράγμα που θα ζητήσεις να μάθεις είναι πότε πέθανε ο πατέρας μου; Πού είναι θαμμένος; Πώς κι από ποια αιτία πέθανε; Θα σου πουν πολλά και διάφορα για τη μη συμμετοχή τους στο θάνατό μου, προσπαθώντας έτσι να σε πείσουν για την αθωότητά τους, αλλά εσύ να δείχνεις πάντα δύσπιστος, ό,τι κι αν σου λένε. Για να βεβαιωθείς, δήθεν, λόγω αμφιβολιών, γι' αυτά που σου είπαν, να κάνεις μία καταγγελία στο εισαγγελικό γραφείο στα Γιάννινα, ζητώντας να έλθει γιατρός μαζί με δικαστή και εισαγγελέα να με ξεθάψουν γι' αυτοψία. Στην καταγγελία σου να ισχυρίζεσαι ότι ο θάνατος του πατέρα μου ήταν οτιδήποτε άλλο παρά φυσιολογικός. Υποψιάζομαι ότι δολοφονήθηκε απ' τους κατοίκους, εξ αιτίας των λίαν εχθρικών σχέσεων που υπήρξαν ανάμεσα σ' αυτούς και τον πατέρα μου. Να επιμένεις σταθερά, έως ότου τους πείσεις για την άποψή σου.
Πράγματι, ο ψυχογιός, του οποίου τ' όνομά του δεν γνωρίζουμε, έφυγε, χωρίς να διευκρινίζεται ο τόπος επιλογής του. Μαθαίνοντας, λοιπόν, το τούρκικο <<χαμπέρι>>, (που σημαίνει είδηση), το θάνατο του πατέρα του Μπάλου, χωρίς χάσιμο χρόνου επέστρεψε στο χωριό. Εφάρμοσε πιστά τις υποδειχθείσες συμβουλές ο ψυχογιός, η δε καταγγελία του βρήκε ανταπόκριση απ' τις δικαστικές αρχές, και παρόντος του ιδίου, ο εισαγγελέας διέταξε ενώπιον γιατρού και δικαστή, (όλοι τους τούρκοι), την εκταφή του πτώματος. Η έκπληξή τους ήταν όντως έκδηλη, βλέποντας γύρω απ' το λαιμό του ένα χοντρό τρίχινο σχοινί-τριχιά σε θηλιά σφιχτοδεμένο. Δεν ήθελε και κάτι περισσότερο η δικαστική αρχή για να πεισθεί ότι ο Μπάλος πέθανε βίαια κι όχι από φυσιολογικό θάνατο.
Στο σημείο αυτό ανοίγω μια σύντομη παρένθεση: Ο αδίστακτος Μπάλος, ευρισκόμενος ακόμη εν ζωή, είχε σατανικά προσχεδιάσει τον καθόλα αληθοφανή θάνατό του. Αφού χρησιμοποίησε διάφορους τρόπους, μέσα, ίσως και χρήματα, εξαπάτησε κάποιους, λέγοντάς τους ότι θέλει απ' αυτούς, όταν πεθάνει, να τυλίξουν γύρω απ' το λαιμό του ένα χοντρόσχοινο σφιχτοδεμένο θηλιά και μ' αυτό να τον ενταφιάσουν. Διότι, τους είπε, έτσι μόνον εκπληρώνεται το έθιμο των προγόνων μου και το θέλημα της θρησκείας μου στην οποία πιστεύω. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, τα άτομα αυτά εκτέλεσαν επακριβώς τις μετά θάνατον επιθυμίες του Μπάλου. Όσον αφορά το αμοιβαίο μίσος Μπάλου και κατοίκων που μνημόνευσα, είχε ως ρίζα του κακού τούς άδικους και δυσβάστακτους φόρους που καθόριζε αυθαίρετα ο Μπάλος και εισέπραττε για δικό του όφελος.
Μεγάλος φορομπήχτης! Πλήρωναν οι δυστυχείς φόρους για τα πενιχρά τους εισοδήματα, πλήρωναν συνάμα και τον κεφαλικό φόρο, << χαράτσι>>, ώστε κάθε ραγιάς (σκλάβος), να δικαιούται να φέρει στους ώμους το κεφάλι του, αλλιώς τον αποκεφάλιζαν. Κι όμως, ο Μπάλος δεν ήταν ικανοποιημένος με τους νόμιμους φόρους της επικρατούσης τουρκικής εξουσίας. Με εκβιαστικούς κατά κανόνα τρόπους επέβαλε και εισέπραττε απ' τους λιμοκτονούντας κατοίκους επί πλέον φόρους, όπως προανέφερα, τους οποίους και κρατούσε για τον εαυτό του. Νομίζω, είναι περιττό από εδώ και πέρα να προτάξουμε οιονδήποτε άλλο λόγο ερμηνείας για το διαρκές κι αμείωτο ανάμεσά τους μίσος.
Κάθε νηφάλιος αναρωτιέται, μήπως αυτός ο άνθρωπος επιδίωκε παντοιοτρόπως, και μετά τον θάνατό του, τη συνέχεια της τυραννίας τους; Μήπως είχε στο μυαλό και στη καρδιά του ακόρεστες μανίες για εκδίκηση; Όλες, εν τούτοις, οι ενδείξεις κι επιδιώξεις του εκεί οδηγούν. Μια τέτοια ένδειξη είναι η χρησιμοποίηση του πτώματός του κατά μακάβριο τρόπο, έτσι ώστε να προκαλέσει την οργή των τουρκικών αρχών εναντίον τους. Κλείνω εδώ την παρένθεση, συνεχίζοντας τη διήγηση.
Στη σκέψη και τη συνείδηση των ανακριτών είχε εμπεδωθεί η βίαιη και μη αμφισβητούμενη εγκληματική πράξη. Αψευδής μάρτυς αυτής, κατά τη γνώμη τους πάντα, ήταν τ' αποκαλυφθέντα επί του πτώματος ευρήματα, και ως εκ τούτου ο εισαγγελέας άσκησε δίωξη κατά παντός υπευθύνου γι' ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Ούτως ή άλλως η επερχόμενη σαρωτική <<σκούπα>> ανακρίσεων τους άγγιζε όλους χωρίς εξαίρεση. Με κάθε τρόπο και μέσο, αναζητούσαν ν' ανακαλύψουν τους πραγματικούς δολοφόνους, που όμως δεν υπήρξαν, αφού ο θάνατός του είχε επέλθει από φυσιολογικά αίτια.
Βασιζόμενες στην καλοστημένη καθ' όλα παγίδα του Μπάλου οι αρχές, φυλάκιζαν, έδερναν, βίαζαν και εκτελούσαν τους αθώους κατοίκους μέχρι να ομολογήσουν, για κάτι που ποτέ δεν έπραξαν. Ποια φωνή διαμαρτυρίας θα υψωνόταν και δεν θα ήταν ίσως και η τελευταία; Το μόνο στήριγμα και η μόνη ελπίδα για την κακή τους μοίρα δεν ήταν κανένας άλλος, εκτός απ' το Θεό. Το αποτέλεσμα των σκληρών ανακρίσεων δεν απέδωσε φυσικά τίποτε.
'Ελα, όμως, που για τους επιζώντας του βάρβαρου αυτού κατατρεγμού τα βάσανά τους δεν έλεγαν να έχουν τέλος! Μετά την εκταφή και αυτοψία και στη συνέχεια επαναταφή του πτώματος, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα απ' την τελευταία, το κρανίο του Μπάλου ήλθε στην επιφάνεια αποκομμένο απ' το λαιμό του! Λόγω της πρόχειρης, ενδεχομένως, επαναταφής του, τα διάφορα σαρκοφάγα ζώα εύκολα έφεραν στην επιφάνεια μόνο το κρανίο, και εξ αιτίας αυτού του γεγονότος, η κακιά μοίρα των κατοίκων να συνεχίζεται δίχως έλεος!
Απ' τη μια μεριά η ανθρώπινη συμπεριφορά απέναντι στο κρανίου του Μπάλου, δεχόμενο με μίσος όχι λίγα λακτίσματα καθώς το συναντούσαν στo δρόμο τους προς κι από Κουκουσιούνιστα, κι απ' την άλλη το κατηφορικό του εδάφους και το σύρσιμό του κατά διαστήματα απ' τα σαρκοφάγα, είχαν ως επακόλουθο να φθάσει 100 μέτρα πιο κάτω απ' τη βρύση <<Κατούρω>>. Eκεί, στην τοποθεσία <<Μιχούτσι ή Μχούτσι>>, πάνω σχεδόν στο σύνορο μεταξύ μάνδρας Νάσιου Χάιδου κι ενός πατρικού μου χωραφιού, σταμάτησε επί τέλους στα βάτα που τύλιγαν σ' ένα γέρικο πουρνάρι τις ρίζες του. Απομακρύνθηκε, δηλαδή, περίπου 700 μέτρα απ' τον τόπο επαναταφής του. Στους σημερινούς μας καιρούς, απ' το σημείο αυτό διέρχεται ασφαλτοστρωμένος δρόμος.
Και ιδού τώρα, η απροσδόκητη συνέχεια με το κρανίο:
Μεγαλόσωμα έντομα που ονομάζονταν σερσένια, έφτιαξαν κατά την παράδοση στο εσωτερικό του κρανίου τη φωλιά τους. Κατά τη διάρκεια της ημέρας έβγαιναν και επανέρχονταν, αφού πρώτα διέγραφαν ποικίλες κινήσεις στον αέρα μακριά απ' αυτή. Μόλις 20 μέτρα περίπου απ' αυτό το σημείο περνούσε ο κύριος και μοναδικός δρόμος, ο οποίος μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως μεγάλο μονοπάτι, απ' τον οποίο διάβαιναν άνθρωποι και ζώα. Αυτόν και μόνο αυτόν ακολουθούσαν οι περισσότεροι κάτοικοι και τα υποζύγιά τους αφόρτωτα ή φορτωμένα, συνήθως με καλαμπόκια ή σιτηρά γι' άλεσμα στο μύλο του χωριού και τα αιγοπρόβατά τους για πότισμα στο ποτάμι. Τον ίδιο δρόμο - μονοπάτι ακολουθούσαν κι όλοι οι πεζοί και μη διαβάτες που πηγαινοέρχονταν στα Γιάννινα απ' το χωριό Κοπάνη και κάτω, μέχρι τα χωριά της <<Λάκκας Σουλίου>>.
Μόνο αθώα δεν θα θεωρούσε κάποιος τα διαρκή πετάγματα αυτών των εντόμων πάνω απ' το δρόμο. Κάθε έξοδος απ' τη φωλιά τους ήταν μια εξόρμηση και μια έφοδος κατά παντός κινουμένου ζωντανού στόχου. Τα ξαφνικά κι αλλεπάλληλα τσιμπήματα στους ανυποψίαστους και μη ανθρώπους ήταν όλα σχεδόν φονικά. Κάθε τσίμπημά τους επέφερε και τον θάνατο του δεχόμενου την επίθεση μέσα σε λίγο χρόνο. Γιατί, άραγε, είχαν αυτό το αποτέλεσμα τα τσιμπήματα; Ενδεχομένως, ή ο οργανισμός τους ήταν οπλισμένος με ισχυρότατο δηλητήριο, ή, το πιο πιθανό, να μετέφεραν στο κεντρί τους το δηλητήριο απ' την υπερμολυσμένη φωλιά τους. Ή το μεν, ή το δε, ή ότι άλλο υποθέσει κανείς, τo αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Κάθε τσίμπημά τους ήταν θανατηφόρο. Ένας νέος, αναπάντεχος Γολγοθάς αρχίζει.
Περιερχόμενοι σ' απόγνωση οι κάτοικοι λόγω της μη αναμενόμενης αυτής εξέλιξης με τους θανάτους να διαδέχονται ο ένας τον άλλο, φούντωσε η φαντασία τους και υποπτεύονταν πλέον ότι κάτι το μαγικό και δυσεξήγητο συμβαίνει, πρώτα με το θάνατο και τώρα με τ' άσαρκο κρανίο του.
Φυσικά, τόσο η έλλειψη γνώσεων, - ας μη ξεχνάμε ότι ήταν αγράμματοι - όσο και οι από καταβολής κόσμου δεισιδαιμονίες και προλήψεις με τις οποίες ζούσαν, δημιούργησαν στο μυαλό τους ευφάνταστες υποθέσεις και ποικίλα συμπεράσματα. Έτσι πλέον, έβλεπαν ότι δεν τους <<χωρούσε>> άλλο το χωριό. Αναζητούσαν με κάθε τρόπο μια διέξοδο, που θα ήταν και σανίδα σωτηρίας γι' αυτούς. Ίσως, υπό το κράτος του τρομοφόβου που τους κατείχε, δεν συλλογίσθηκαν να θέσουν σ' εφαρμογή μια απλή σκέψη: Να βάλουν κάποια μέρα ή νύχτα φωτιά να κάψουν βάτα, πουρνάρι και το στοιχειωμένο κατά τη γνώμη τους κρανίο. Το διότι και γιατί είναι μάλλον άστοχο να το κρίνουμε εμείς σήμερα με βεβαιότητα. Με άλλα λόγια, τί να πρωτοπιστέψει και υποθέσει κάποιος στον καιρό μας, εξάγοντας συμπεράσματα απ' τη συνύπαρξη ιστορίας, παράδοσης και θρύλου που έφθασαν μέχρι τις μέρες μας; Οιαδήποτε σημερινή εξήγηση αυτών μόνο αλάνθαστη δεν θα είναι. Εν πάση περιπτώσει, κατόπιν των νέων αυτών εξελίξεων ορθώθηκε μπροστά τους το ύστατο δίλημμα: Ή συνεχίζουμε να ζούμε εδώ, στον τόπο μας, το μαύρο μας το χάλι, - παρά τα τόσα δεινά μας-, ή αναζητούμε κάπου αλλού μια καλύτερη ζωή κι ελπίδα. Ευτυχώς, θα έλεγα, που επέλεξαν ομόφωνα τη δεύτερη λύση, την καλύτερη ζωή και την ελπίδα.
Δύσκολη και μεγάλη απόφαση! Πώς θα μπορούσαν τόσο εύκολα ν' απαρνηθούν τη γη όπου γεννήθηκαν, είδαν το πρώτο φως της ζωής τους, ανατράφηκαν και μεγάλωσαν; Και πού θα πήγαιναν; Μήπως εκ των προτέρων είχαν προβλέψει τον κατάλληλο τόπο ν' αποικίσουν;
Νομίζω, ούτε την πρόνοια, ούτε τη δυνατότητα είχαν εκείνα τα χρόνια μιας τέτοιας επιλογής.
Μετά τις διαδοχικές συζητήσεις, συνεννοήσεις και προετοιμασίες που έγιναν, όπως ήταν φυσικό, τελικά ο <<κύβος ερρίφθη>>. Όλοι τους, συν γυναιξί και τέκνοις και με όσα απ' τα κινητά περιουσιακά πράγματα μπορούσε ο καθένας να μεταφέρει μαζί του, μεταξύ αυτών και ζώα, θ' αναχωρούσαν σύντομα για ν' αποικίσουν κάποιο άλλο άγνωστο μέρος.
Λόγω της συναισθηματικής φόρτισης, με μπροστάρη τον παπά του χωριού και τη σύμφωνη γνώμη όλων, θεώρησαν αναγκαίο να κάνουν ένα κοινό τραπέζι φαγητού, με ό,τι φαγώσιμο διέθετε ο καθένας, για τελευταία φορά στο χωριό τους. Εξ άλλου, τί θα είχαν ως ανάμνηση απ' τον αποχωρισμό του χωριού τους, αν δεν έκαναν τουλάχιστον ένα κοινό τραπέζι φαγητού; Συμφώνησαν, επίσης, τελειώνοντας το τραπέζι, στον ίδιο χώρο να πραγματοποιήσουν μια σύντομη θρησκευτική τελετή. Σκοπός της να ευχαριστήσουν, παρά τα τόσα βάσανα που πέρασαν, το Θεό και να τον παρακαλέσουν να έχουν τη συμπαράσταση και βοήθειά του στη μελλοντική ζωή που ανοίγεται μπροστά τους. Άλλωστε, το κοινό αυτό τραπέζι θα βοηθούσε και στην αναπτέρωση του ήδη κλονισμένου ηθικού τους.
Ακολούθησε, εν τέλει, η συγκέντρωση όλων των οικογενειών με τα κατά περίπτωση υπάρχοντά τους η κάθε μία στην τοποθεσία <<Τράπεζα>>, η οποία βρίσκεται βορειοανατολικά της ποταμιάς. Κι ακόμη σήμερα ονομάζεται έτσι, η δε ονομασία της οφείλεται, πιθανώς, ή στο τραπέζι φαγητού που έλαβε χώρα, ή λόγω των δοσοληψιών μεταξύ των κατοίκων του χωριού, ή κι άλλων χωριών με προϊόντα εκείνης της εποχής, ιδίως ζώα πάσης κατηγορίας, που θυμίζει κάτι με τις σημερινές χρηματοσυναλλαγές των τραπεζών μας. Μια τρίτη εκδοχή είναι η ομοιότητα με την επίπεδη επιφάνεια τραπεζιού, το συγκεκριμένο σημείο του εδάφους
Σ' αυτή την τοποθεσία, χάμω στη χωραφιά, έγινε το κοινό τραπέζι-συνεστίαση που είχαν προγραμματίσει. Το μισογλέντησαν, όπως αναγράφεται στις σημειώσεις μου, σε κλίμα συναισθηματικά φορτισμένο, που όμως αυτό το γλέντι δεν είχε παρά σχετική μόνο ομοιότητα με άλλες κοινωνικές γιορτές του παρελθόντος.
Πριν την έναρξη της τελετής, σημάδευσαν ένα σημείο του εδάφους, όπου γύρω του συγκέντρωσαν μια ποσότητα από πέτρες. Στη συνέχεια ο παπάς άρχισε να τελεί τη μικρή θρησκευτική ακολουθία, συμπροσευχόμενοι μαζί του στο Θεό με δέος και συγκίνηση όλοι οι συγχωριανοί που αποτελούσαν και την ενορία του. Μετά τη λήξη της τελετής, αφού εκ των προτέρων είχαν πάρει την ανάλογη απόφαση, έδωσαν ενώπιον Θεού και ανθρώπων τον ακόλουθο σκληρό και ιερό όρκο, μαζί με μια κατάρα:
<<Ορκιζόμαστε όλοι στο Θεό, ότι εγκαταλείπουμε για πάντα το χωριό μας, και δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψουμε σ' αυτό. Αν κάποιος παραβιάσει τον όρκο αυτό κι επιστρέψει στο χωριό, να έχει την κατάρα όλων μας και δεύτερο σπίτι απ' το δικό του να μη μπορέσει να στεριώσει>>.
Πήραν στη συνέχεια τις πέτρες που είχαν μαζέψει και τις έρριξαν πάνω στο σημαδεμένο μέρος, σχηματίζοντας με τη χειρονομία αυτή, καθώς ήταν αναμενόμενο μια μικρολιθιά. Αυτές οι πέτρες συμβόλιζαν τους <<λίθους του αναθέματος>>, η δε σχηματισθείσα μικρολιθιά το <<επισφράγισμα του αναθέματος>>.
Εδώ προκύπτει ένα ερώτημα: Σε τί απέβλεπε ο τόσο σκληρός όρκος; Γιατί περιείχε και μια τόσο βαριά κατάρα; Εικάζεται, ότι ορκιζόμενοι με το βαρύ αυτό όρκο στο Θεό, θ΄αποθάρρυναν και τους λίγους έστω αν υπήρχαν, οι οποίοι ταλαντεύονταν να επιστρέψουν ή όχι στο χωριό. Διότι, υπέθεταν, αν μερικοί επιστρέψουν στο χωριό, θα έπιαναν <<κορόιδα>> κατά τη λαϊκή έκφραση τους άλλους, αφού τα κτήματά τους, χωρίς ενδιαφερομένους θα τα καλλιεργούσαν αυτοί οι λίγοι, και θα ζούσαν πολύ καλύτερα απ' ότι ζούσαν προηγουμένως.


Παρ' όλα αυτά, το φόβητρο δεν έπεισε και δεν έπιασε το εκατό τοις εκατό. Είναι επιβεβαιωμένη η επιστροφή δύο εξ όλων των οικογενειών, των οποίων τα ονόματα είναι γνωστά, κατ' άλλους ήταν τέσσερις οι οικογένειες, αλλά αυτό χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρο. Αθέτησαν, λοιπόν, ελάχιστοι τον όρκο τους κι επέστρεψαν στο χωριό, ο δε χρόνος επιστροφής των εν σχέσει με αυτόν της αναχώρησης παραμένει άγνωστος.

Σημειώνω εδώ μια μικρή παρεμβολή, ωστόσο σημαντική, ότι το ανάθεμα εκείνο ανακλήθηκε επί των ημερών μας στη δεκαετία του 1990. Της σχετικής ιεροτελεστίας προϊστατο ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Θεόκλητος, στην κεντρική εκκλησία του χωριού μας Άγιος Γεώργιος.

Mετά απ' όλα αυτά, και τη μικρή παρεμβολή ανάκλησης του αναθέματος που σημείωσα, επωμίσθηκαν, όπως ήταν φυσικό, το βαρύ φορτίο του ξεριζωμού τους, με δική τους όμως επιλογή κι ευθύνη. Αναχώρησαν απ΄ το χωριό γι' απροσδιόριστο τόπο, έχοντας ως πυξίδα μόνο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, μέχρι της στιγμής που αποφάσισαν τελικά να καταλύσουν σε μια ορεινή τοποθεσία της περιοχής Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, όπου και ρίζωσαν για πάντα. Δεν γνωρίζουμε αν είχαν αρχικά επιφυλάξεις, ονόμασαν πάντως και το καινούργιο χωριό τους <<Θεριακήσι>>, χάριν μόνο του παλαιού. Η ίδια ονομασία και πάλι του νέου χωριού, φανερώνει την ακαταμάχητη νοσταλγία που τρέφει κάποιος μέσα του για τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Μια άμεση ενέργεια μετά την αποίκιση που σίγουρα τους ωφέλησε, ήταν η αλλαγή των επωνύμων τους, ώστε να μη συμφωνεί κανένα μ' εκείνα που είχαν στο παλιό Θεριακήσι. Η αλλαγή αυτή έδρασε σαν κλειδί, έτσι ώστε οι τουρκικές αρχές να χάσουν τα ίχνη ανεύρεσής τους, εάν ενδεχομένως, διώκονταν κάποιοι για οιονδήποτε λόγο. Δεν θα τολμούσαν, άλλωστε, τόσο εύκολα με κλέφτες κι αρματολούς εδώ κι εκεί, στα δύσβατα αυτά μέρη να πήγαιναν οι τούρκοι για ελέγχους κι εξακριβώσεις, για τον απλό λόγο ότι διακινδύνευαν την ίδια τους τη ζωή.

Φεύγοντας, λοιπόν, οριστικά πλέον απ' τα πατρογονικά εδάφη κι απαλλαγμένοι του καθημερινού και μαρτυρικού Γολγοθά που ζούσαν, άνοιξαν ένα καινούργιο λευκό βιβλίο για τη μελλοντική ζωή τους.

Όσα συνέβηκαν και γράφτηκαν με το διάβα των χρόνων σ' αυτό το βιβλίο, τα γνωρίζουν μόνον αυτοί που τα έζησαν. Το μόνο φωτεινό, κατά κάποιο τρόπο, που επιφύλαξε γι' αυτούς η τύχη, είναι η θαυμάσια θέα που τους χάρισε προς τον καταγάλαζιο Αμβρακικό κόλπο. Έστω κι αυτό, είναι μια συνεχής ηλιαχτίδα ανακούφισης μετά τη γκριζόμαυρη και βασανιστική ζωή του παρελθόντος.
Όσον αφορά το έρημο παλιό Θεριακήσι, κατοικήθηκε σιγά-σιγά και πάλι από άτομα και οικογένειες άλλων περιοχών, ίσως, λίγες δεκαετίες προ της εμφανίσεως του πατρο-Κοσμά.
Τελειώνοντας στο σημείο αυτό, την κυρίως διήγηση του πατέρα μου, δηλώνω με κατηγορηματικό τρόπο, ότι παρά τα προσωπικά μου σχόλια και τις όποιες προσωπικές μου εκτιμήσεις, δεν αλλοίωσα ούτε στο ελάχιστο την Κεντρική Ιδέα αυτής της διήγησης, όπως αρχικά την κατέγραψα. Διατηρώ τις σημειώσεις εντός φακέλου, αλλά, απ' τα 9 φύλλα πρόχειρου μπλοκ όπου είναι καταγεγραμμένες, το τελευταίο φύλλο ξεκαρφιτσώθηκε και χάθηκε. Απ' ότι όμως θυμάμαι, σ' αυτό το φύλλο αναφέρονταν μόνο τα της αποίκισης στο νέο τόπο, χωρίς κάποιο άλλο ιδιαίτερο μνείας ενδιαφέρον.





















Σημειώσεις:
 1η. Για το λόγο ότι επιδίωξα να παραμείνει ατόφια η αναρτηθείσα διήγηση απ' τα μελλοντικά-προσωπικά, τα οποία θα προσέθετα μετά το τέλος του κειμένου για το Θεριακήσι, συνειδητά έκλεισα και μάλλον απότομα το τέλος της,        παραλείποντας τις ωραιοποιήσεις ενός επιλόγου. Αφού, λοιπόν, παρήλθε μια δεκαετία από τότε, καταγράφω σήμερα τ' ακόλουθα σχετικά:
. Παρέμεινε μέσα μου διαρκής η επιθυμία από τότε που την κατέγραψα, να επισκεφθώ κάποτε το Θεριακήσι του Βάλτου για να έχω προσωπική αντίληψη και γνωριμία με τους κατοίκους του. Ευτύχησα, κατά την γνώμη μου, το  καλοκαίρι του 1983, μαζί με ένα μάστορα τουβλατζή που έχτισε το σπίτι μου, ο οποίος είχε συγγενείς στο χωριό Χρονόπουλο - Βάλτου-, τους οποίους και επισκεφθήκαμε-, να εκπληρωθεί τελικά η επιθυμία μου αυτή.
3η. Η γνωριμία μας έγινε στα Καφενεία σε καταφανή ενθουσιασμό κι απ' τις δύο πλευρές, αφού πρώτα συστήθηκα, ποιος είμαι, από πού έρχομαι και ποιος ο σκοπός της επίσκεψής μου. Ένιωθα ταυτόχρονα ότι βρίσκομαι ανάμεσα σε  πολύ κοντινούς ανθρώπους ή και συγγενείς μου, που έτυχε να μη τους γνωρίσω προ πολλού, πριν πάρουν το δρόμο της ξενιτιάς. Η συζήτηση πήρε αμέσως φωτιά όπως ήταν επόμενο, με φλέγον θέμα το ιστορικό του χωριού τους και  τις αιτίες και αφορμές της γέννησής του. Η αντιπαράθεση των δικών μου πληροφοριών, που άντλησα απ' τη διήγηση, με τις αντίστοιχες γνωστές σ' αυτούς, κατ' ουσίαν δεν διέφεραν, παρά την παρέλευση τόσων χρόνων από τότε.
4η. Πιστεύω ότι πρέπει, αν κάποιος έχει κάτι συγκεκριμένο από διηγήσεις, γεγονότα, καταστάσεις, κ.λ.π., να θεωρήσει τη δημοσίευσή τους ως υποχρέωση και με τον τρόπο της δικής του επιλογής για να γίνει ευρύτερα γνωστό. Ό,τι δεν  καταγράφεται, παραμέντας στον προφορικό και μόνο λόγο, χρόνο με το χρόνο αλλοιώνεται, τροποποιείται, ξεθωριάζει και στο τέλος χάνεται απ' τον ανελέητο χρόνο, ο οποίος δεν χαρίζεται σε κανένα και σε τίποτε.
. Δεν παραλείπω ν' αναφέρω εδώ την πρόταση που μου έγινε, να συγκρίνω τις δικές μου πληροφορίες για το χωριό με αυτές που γνώριζαν οι προτείνοντες, και αναμειγνύοντας τις μεν με τις δε να παρουσιάσουμε ένα ενιαίο κείμενο.  Όμως, επειδή κατά τη διάρκεια διαμόρφωσης του κοινού κειμένου, αναπόφευκτα θα υπήρξαν αντιθέσεις, αμφισβητήσεις και προσθαφαιρέσεις, η προκύπτουσα τελική μορφή του κειμένου θα ήταν καταστάλαγμα συμβιβασμών, υποχωρήσεων κ.λ.π., μη έχον σχέση με την αυτοτελή διήγηση ενός και μόνο ανθρώπου, εις γνώση του οποίου περιήλθε, και νοθεύοντάς το έτσι, να προσομοιάζει μάλλον με σενάριο αυτοσχεδιασμού εκείνης της στιγμής παρά με την  πραγματικότητα, η θέση που με εξέφραζε και με εξέφρασε τελικά, ήταν να μη συμφωνήσω στη σύμπραξη αυτών των απόψεων. 
6η. Επισκέφθηκα 4 φορές τη Ζωσιμαία Βιβλιοθήκη Ιωαννίνων, από μία έως δύο ώρες την κάθε επίσκεψη, ερευνώντας στο δίτομο σύγγραμμα του λογίου Παναγιώτου Αραβαντινού, (μοναδικό κι ανεπανάληπτο στο είδος του), ο οποίος  ασχολήθηκε επιμελώς με την καταγραφή όλων των χωριών της εδώ και Βορείου Ηπείρου χώρας, παρέχοντας αρκετά ιστορικά, λαογραφικά και άλλα στοιχεία για κάθε χωριό ξεχωριστά. Χωριό με το όνομα Θεριακήσι πουθενά δεν  αναφέρεται. Είναι πράγματι άξιον ν' απορεί κανείς γιατί; Αυτός είναι ένας λόγος που χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για την ονομασία του, κι ας ελπίσουμε ότι κάτι σχετικό θα υπάρχει, και δεν είναι απαραίτητο ό,τι ψάχνουμε, μόνο η  Βιβλιοθήκη της Ζωσιμαίας μάς το παρέχει. Όποιος ενδιαφέρεται, ας ασχοληθεί ερευνώντας κι άλλα συγγράμματα, ακόμη κι αυτό που διάβασα εγώ με περισσότερη προσοχή απ΄ τη δική μου, η οποία δεν ήταν απόλυτα λεπτομερής, αλλά  σποραδική κι ολιγόχρονη.
. Στο σημείο αυτό παραθέτω ένα αυτούσιο λήμμα από παλαιά εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη, που μου έδωσε κατόπιν δικής μου ζήτησης, να λάβουμε γνώση, ο φίλος και συγχωριανός μας Παναγιώτης Κ. Ζώης.

first

8η. Για τους Γκέκηδες που αναφέρονται στο προηγούμενο λήμμα, οι σύγχρονες εγκυκλοπαίδειες τους ονομάζουν ως μία απ' τις δύο-τρείς νομαδικές φυλές της Αλβανίας, οι οποίες ζούσαν νομαδικά ως μισθοφόροι πολεμιστές, όπου  καλούνταν κάθε φορά να υπερασπισθούν συμφέροντα και πολιτικές επιδιώξεις ισχυρών προσώπων κι αξιωματούχων με οικονομική επιφάνεια. Είναι σαφές ότι δεν επρόκειτο για γηγενείς κατοίκους του χωριού, αλλά για μισθοφόρους  πολεμιστές στην υπηρεσία του Αλή-Πασά ανάμεσα σ' αυτόν και στους Σουλιώτες, και οι οποίοι είχαν καταλύσει στο Παλαιοχώρι Θεριακησίου για κάποιο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε ν' αποτελούν ασπίδα αναχαίτισης των Σουλιωτών στις  συμπλοκές τους με τον Αλή-Πασά. Η κατάλυση του Παλαιοχωρίου απ' τους Γκέκηδες τελειώνει για πάντα με την παράδοσή τους απ' τους Σουλιώτες στον Αλή-Πασά, των οποίων ανέλαβε στη συνέχεια την τύχη τους, όπως αναγράφεται  και στο σχετικό λήμμα, που είναι αληθινό, για ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
. Όσο για την αμφισβητούμενη ονομασία του χωριού, προσωπικά δεν παίρνω θέση, καθ' όσον διαχρονικά είναι σύνηθες το φαινόμενο των διαστρεβλώσεων λέξεων και ονομάτων χωρίς εξαίρεση, τόσο στα σύμφωνα όσο και στα  φωνήεντα, με αποβολές, παραλείψεις, συγκοπές, κ.τ.λ., ώστε όλα ή και εν μέρει να είναι πραγματικά ή και αμφισβητούμενα. Η αναφορά μου στην 6η σημείωση, θα είναι μια πολύ καλή προσφορά απ' τους ερευνητές που θα έχουν τον  ζήλο και την ευκαιρία έρευνας πάνω σ' αυτό το θέμα, για κάποιο ελπιδοφόρο αποτέλεσμα.
10η. Εντός της μεγάλης έκτασης που καταλαμβάνει το Θεριακήσι, έχοντας κυκλικά τα όμορα χωριά: Πέρδικα, Κοπάνη, Μανολιάσα, Επισκοπικό, Αβγό (εν μέρει) και Κρυφοβό, υπάρχουν μερικά σημεία ή μνημεία που αν αξιολογηθούν  από ειδικούς, θ' αναδείξουν ως ένα βαθμό το χωριό μας. Αναφέρω μερικά κατά τη γνώμη μου - ίσως υπάρχουν κι άλλα που δεν γνωρίζω - τα οποία παρουσιάζουν κάποιο σχετικό ενδιαφέρον, ξέχωρα όμως το καθένα:
α) Καστρί, (το τείχος του προκαλεί θαυμασμό για τις πελώριες πέτρες και το καλλιτεχνικό χτίσιμό τους).
β) Ο μύλος στο ποτάμι. 
γ) Ότι απέμεινε και θυμίζει το αρχαίο υδραγωγείο με το οποίο υδρεύοντο απ' το Κεφαλόβρυσο οι κατοικούντες στο Καστρί. 
δ) Ο αρχαίος τύμβος στη ποταμιά, για τον οποίο δεν έχουμε πληροφορίες πότε, το λόγο και από ποίους έγινε; (με αυτό τον τρόπο ξεσκεπάζουμε την ιστορία του παρελθόντος). 
ε) Το αρχαίο σούελο στη βρύση <<Κατούρω>>, που ένα μικρό μέρος του διασώζεται υπό το έδαφος, να έλθει στην επιφάνεια. Το μεγαλύτερο μέρος του κατεστράφη κατά την ανακαίνιση του χώρου. Παρουσιάζει ενδιαφέρον απ' ότι είδα,  το λιθόκτιστο στρώσιμό του.
στ) Το αινιγματικό <<Πάμπλικο>>, πώς έγινε και πού στηρίζεται η λειτουργία του;
ζ) Ο αρχαιολογικός χώρος της Ράχης, όπου υπάρχουν αρχαία ερείπια κτισμάτων, ποιά χρονολογία κι από ποίους έγιναν;
η) Στο πλάι της Κουκουσιούνιστας βρίσκεται η τοποθεσία <<Ανεμότρυπες>>, απ' τις οποίες εξέρχεται συνεχώς αέρας, που ειδικοί σπηλαιολόγοι θα έδιναν τη σωστή απάντηση στο λόγο υπάρξεώς των. Αποκλείεται, δηλαδή, να  υποκρύπτεται ένα αξιόλογο σπήλαιο, του οποίου και μόνο η ανακάλυψής του έφθανε να γίνει πασίγνωστο το χωριό μας; Θέλω να πιστεύω, ότι με το τελευταίο αναλυτικό παράδειγμα που ανέφερα, είναι δυνατόν να συμβεί κάτι ανάλογο  και σε κάποια απ' τα προηγηθέντα- (σημεία-μνημεία).
Αυτές τις σκέψεις μου ήθελα να εκφράσω στην ιστοσελίδα και στο εξής θα επιτρέψω στον οιονδήποτε, ελεύθερα ν' ανακοινώσει αυτά που επιθυμεί, εκτός ύβρεων, προσβολών και εσκεμμένων παραποιήσεων, οπότε η αρνητική ή θετική ανακοίνωση αυτών θα εκτιμηθεί ανάλογα με τη βαρύτητά τους. Στην παρούσα δυσμενή οικονομική περίοδο του 2011 που περνάμε, και ίσως συνεχισθεί άγνωστο για πόσο, δεν νομίζω να παρέχεται ο χρόνος και η ηρεμία ενασχόλησή μας με τα διαλαμβανόμενα στις σημειώσεις αυτές. Ας ελπίσουμε σύντομα να παρέλθει αυτή η <<μπόρα>> και σύντομα επίσης να επικρατήσει η <<νηνεμία>>.
Προσθέτω στο σημείο αυτό ότι η αλληλογνωριμία των κατοίκων μεταξύ των δύο χωριών έγινε αντίστοιχα μέσω εκδρομικών πούλμαν προ του έτους 2000.
Τσιάρος Νικόλαος του Κων/νου 
www.theriakisi.gr


Χωριά Άνω Λούρου-Ξηροβουνίου


 Γεωγραφικά ορίζεται από τον Τόμαρο (1.974μ.) και τη Νότια προέκταση του στα Δυτικά και το Ξεροβούνι (1.607μ.) και τη Βόρεια προέκτασή του στα Ανατολικά.

    Η περιοχή παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της διόδου -του περάσματος- μια και από εκεί περνούσε και περνά ακόμα και σήμερα μια από τις λιγοστές αρτηρίες σύνδεσης του εσωτερικού της Ηπείρου με τα παράλια.

    Στενά περάσματα, κλειστές χαράδρες, διάσελα σε καίρια σημεία και σημαντικούς δρόμους διαμόρφωσαν τις λειτουργίες στο χώρο (χάνια για κατάλυση των ταξιδιωτών, οχυρωμένες θέσεις για έλεγχο, εμπόριο κλπ.) με βάση την ανάγκη διέλευσης των ανθρώπων από εκεί.

    Μικροί λόφοι χωρίζουν την περιοχή σε δύο εδαφολογικές λεκάνες: του Άνω Λούρου και του Δ. Ξεροβουνίου που περιλαμβάνουν τα χωριά Θεριακήσι, Κοπάνη, Βαργιάδες, Πεντόλακκος, Μελιά, Βουλιάστα, Μουσιωτίτσα, Κουκλέσι και Πέρδικα, Μυροδάφνη, Πεστά, Αγία Τριάδα, Σκλίβανη, Τέροβο, Βαρλαάμ αντίστοιχα.

    Η περιοχή του Δ. Ξεροβουνίου προσφέρεται περισσότερο για κτηνοτροφία ενώ σε εκείνη του Άνω Λούρου εκτός από της μικρής κλίμακας γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ενασχόληση των κατοίκων - του νότιου τμήματος- με την εκμετάλλευση της δυναμικής του νερού με μια σειρά από μύλους, νεροτριβές, μαντάνια, κατά μήκος του Λούρου. Τα περισσότερα δυστυχώς έχουν καταστραφεί. Από την άλλη μεριά η πεστροφοκαλλιέργεια σήμερα αποτελεί μια από τις βασικές ασχολίες τους.
Μετά από μια προσπάθεια 18 ολόκληρων χρόνων της πρώην Κοινότητας Σκλίβανης, του νυν Δήμου Δωδώνης, της 8ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και της Περιφέρειας Ηπείρου, δημιουργήθηκε ένα μοναδικό για την περιοχή μουσείο με σκοπό όχι μόνο τη διάσωση του θρησκευτικού πλούτου, αλλά και τη διάχυση της γνώσης για τη μεταβυζαντινή κληρονομιά της περιοχής.
Το Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης  περιλαμβάνει ένα σημαντικό αριθμό φορητών εικόνων, που χρονολογούνται κυρίως από τον 16ο έως και τον 19ο αιώνα και αντικατοπτρίζουν μερικές από τις κυριότερες καλλιτεχνικές τάσεις που κυριαρχούν στην Ήπειρο κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Αρκετές από αυτές είναι έργα τοπικών ζωγράφων, αλλά και καλλιτεχνών από την ευρύτερη περιοχή των Τζουμέρκων. Στις συλλογές του Μουσείου, εκτός από τις εικόνες, εκτίθενται επίσης ιερατικά άμφια του 19ου αιώνα, με χρυσοκέντητο διάκοσμο, καθώς και ποικίλα εκκλησιαστικά σκεύη, τα περισσότερα έργα αργυροχοικών εργαστηρίων της πόλης των Ιωαννίνων. Εξίσου σημαντική είναι και η συλλογή των εκκλησιαστικών βιβλίων, πολλά από τα οποία είναι έργα σπουδαίων γιαννιώτικων τυπογραφείων, όπως το περίφημο τυπογραφείο του Ν. Γλυκή, που ως γνωστόν λειτουργούσε στη Βενετία και τροφοδοτούσε με βιβλία ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο.
Μεγάλο ζητούμενο για το Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης, το οποίο στεγάζεται στο παλιό πετρόκτιστο σχολείο του χωριού, αποτελεί να είναι βιώσιμο και λειτουργικό, συμβάλλοντας στην προσέλκυση επισκεπτών και στην αναβάθμιση της τουριστικής κίνησης της περιοχής, επιτελώντας παράλληλα και λειτουργίες με εκπαιδευτικό χαρακτήρα.
Η προέλευση του ονόματος του χωριού Μουσιωτίτσα είναι άγνωστη. Πιθανολογείται από έρευνες μελετητών ότι το όνομα είναι σλαβικής προέλευσης λόγω του ότι το τέλος της  σε "-ιτσα" εμφανίζεται στα σλαβικά ονόματα οικισμών. Άλλες θεωρίες αναφέρουν ότι το όνομα προέρχεται από παλιούς μύθους των αρχαίων κατοίκων των ποταμών που είναι γνωστές ως "Μούσες" ή από μια βασίλισσα που κατοικούσε σε αυτό που είναι τώρα τα ερείπια ενός κάστρου που χρονολογείται από τον 3ο αιώνα μ.Χ.. Ευρέως θεωρείται ότι έχει διακανονιστεί στις αρχές του 18ου αιώνα. Η παλιά εκκλησία του Αγίου Νικολάου έχει αναφερθεί για πρώτη φορά στα ελληνικά εκκλησιαστικά αρχεία κατά το έτος 1791. Το χωριό θεωρείται ότι άνηκε στην ομάδα των χωριών που αποτελούσαν το Σούλι.
Χτισμένη στη βορειοδυτική Ελλάδα, 30 χλμ. μόλις πριν από την πόλη των Ιωαννίνων, κοντά σε ένα κομβικό για την ιστορία της πόλης σημείο, λιγότερο προβεβλημένη από δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς όπως είναι τα Ζαγοροχώρια, άλλα όχι και λιγότερο όμορφη, η Μουσιωτίτσα συνέδεσε τη σύγχρονη ιστορία της με την "μαύρη" ημέρα της 25ης Ιουλίου 1943 όταν οι δυνάμεις των κατακτητών εκτέλεσαν στο χωριό 152 ανθρώπους. Τραγική, μαρτυρική αλλά ακόμη χωρίς ηθική και νομική δικαίωση η Μουσιωτίτσα αποδίδει κάθε χρόνο ένα ελάχιστο φόρο τιμής στα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας.
Το ιστορικό Χωριό Πεστά, βρίσκεται σε απόσταση 25 χιλιομέτρων από την Πόλη των Ιωαννίνων, στις πλαγιές του Μακρυβουνίου, Σκληρή η μάχη στα Πεστά, έμεινε στην ιστορία ως "η μάχη των Πεστών", και χαράχτηκε ως μια από τις ένδοξες σελίδες της ιστορίας του ελληνικού στρατού. Σε πιστοποίηση αυτού, το όνομα "Πεστά", που είναι χαραγμένο στην πάνω αριστερή μετώπη του μνημείου του "Άγνωστου Στρατιώτη", στην πλατεία Συντάγματος της πρωτεύουσας. 
Στην Εθνική Οδό από τα Ιωάννινα προς Αθήνα πριν το Χωριό Βουλιάστα δεξιά, αναβλύζει η κύρια πηγή του ποταμού Λούρου. Πρόκειται για μία μικρή στρογγυλή λιμνούλα στην οποία καθρεφτίζονται οι καταπράσινες πλαγιές των λόφων γύρω της. Τα νερά της έχουν ένα μοναδικό γαλαζοπράσινο χρώμα ενώ η έντονη και σπάνια διαύγεια αυτών προσφέρει ένα μοναδικό θέαμα που αξίζει να δείτε κάνοντας τον περιμετρικό περίπατο.
Η Κοιλάδα του Λούρου είναι κλειστή στο πάνω τμήμα της. Τα στενά περάσματα του ποταμού βρίσκονται στο μέσον της διαδρομής του από το Χωριό Βουλιάστα έως και το Χωριό Κουκλέσι.
Στην περιοχή αυτή κυριαρχούν υδρόμυλοι, νεροτριβές, παλιά υδραγωγεία καθώς και τα περίφημα "Χάνια", που υπήρξαν σημαντικά στοιχεία οργάνωσης του χώρου κατά το παρελθόν και τα ίχνη τους είναι ακόμη αρκετά ορατά. Τα "Χάνια" βρίσκονται πάνω στο οδικό δίκτυο σε αντίθεση με τα χωριά που βρίσκονται ψηλά. Tο Τέροβο με το συνοικισμό του Ραψαίους καταλαμβάνει το νοτιότερο τμήμα του Δήμου ως τα όρια των Νομών Ιωαννίνων-Πρέβεζας. Μάλιστα, στην έκταση των Ραψαίων είναι το Ιστορικό Φρούριο Πέντε Πηγαδιών, καθώς και τα ερείπια του παλιού ομώνυμου Χανίου. Απ' εδώ περνούσε το δερβένι του Αλή πασά. Στα χρόνια της σκλαβιάς το Τέροβο και οι Ραψαίοι ανήκαν στην περιοχή Κατσιαουνοχωρίων και Τσαρκοβίστας. Μετά τον Αλή πασά τα κατείχαν μπέηδες και αγάδες (γεώργιο Ιμίν και Μαλιόκ).
Όλα τα χωριά, τα δημοτικά διαμερίσματα, με τους συνοικισμούς των βρίσκονται απ' εδώ κι απ' εκεί στο μήκος 30 χιλιομέτρων της Εθνικής οδού Ιωαννίνων-Αθηνών. Κοινοτικοί και αγροτικοί δρόμοι συνδέουν τα χωριά με την εθνική οδό ή και μεταξύ τους. Επισημαίνεται πως και η σύγχρονη κατασκευαζόμενη «Ιόνιος οδός» ακολουθεί την ίδια γραμμή μέσω Πέντε Πηγαδιών. Τα περισσότερα χωριά αποτελούνται από συνοικισμούς χτισμένους σε ξεχωριστές εδαφομορφολογικές  θέσεις και υψόμετρα (Άνω, Κάτω, Παλιό, Νέο, κλπ). Κάποτε, σε κάθε κοντότουφα στις πλαγιές του Ξηροβουνίου και του Ολύτσικα κρύβονταν πέρδικες και περδικόπουλα. Και οι Μούλες μετονομάστηκαν  σε Πέρδικα απ' τις πολλές πέρδικες στο Μακρυβούνι.
Τα παλαιότερα χρόνια και ως τα τέλη περίπου του 19ου αιώνα η περιοχή της Λαγγιώτισσας ήταν ένας απέραντος πυκνός λόγγος. Γι' αυτό λεγόταν και Λογγιώτισσα. Ο δρυμώνας στις πλαγιές του Ολύτσικα και ιδιαίτερα στη Μουσιωτίτσα και το Κουκλέσι αναφέρεται από πολλούς λόγιους και ιστορικούς, όπως και ο αφανισμός του από τους καρβουνιάρηδες, τους καμινάδες, που εγκατέστησε εκεί ο Αλή Πασάς. Οι ντόπιοι έμαθαν την τέχνη απ' αυτούς και το καμίνι έφαγε όλον το δρυμώνα. Έτσι και οι δρυάδες νεράιδες των παραμυθιών δεν έχουν πια κατοικία εδώ. Ούτε ακούγεται το τραγούδι και ο θρήνος τους και ούτε παίρνουν τη φωνή των τσοπάνηδων και των ξυλοκόπων!


Νεροτριβή Θεριακησiου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου