Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

O εθνικός ύμνος της Ηπείρου. ''Ξενιτεμένα μου πουλιά''. (Από την μετανάστευση του χθες, στην μετανάστευση του σήμερα. Όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται, είναι τραγωδία).


Γράφει ο Χρίστος  Α. Τούμπουρος


(Η ξενιτιά.  Τότε και Τώρα. Την έζησε  την ξενιτιά η Ήπειρος και, δυστυχώς, τη ζει ακόμα.
Τζουμερκιώτης είμαι,  ξέρω καλά πως η  ξενιτιά, για πολλούς αιώνες,  αποτέλεσε βασικό στοιχείο και γνώρισμα της ψυχικής και κοινωνικής ζωής των Τζουμερκιωτών και, φυσικά, όλων των Ηπειρωτών.
Οι περισσότερες Τζουμερκιώτικες οικογένειες -αν δεν είχαν μεταναστεύσει μέσα και έξω-  είχαν για πολλούς μήνες τους άντρες στο ταξίδι. Κάθε Μάρτη, ο αρχηγός της οικογένειας ήταν έρμαιο μιας σκληρής και αδυσώπητης μοίρας: να αποχωρίζεται τα αγαπημένα του πρόσωπα και να ξενιτεύεται, για να δουλέψει και να τους εξασφαλίσει τα αναγκαία για τη ζωή.
( Ποιος ξέρει,  μπορεί και να ‘ρθει το παιδί. Να βρει καθαρά τα τσιόλια)
«Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει».

Γι’ αυτό κι εγώ ό,τι και να διαβάσω κι ό,τι και να γράψω για την ξενιτιά, με πιάνει το συναίσθημα που μεταφράζεται σε αγανάκτηση. Με βαράει για τα καλά. Την επιστημονική ανάλυση την αφήνω για τους ειδικούς… Εγώ για  τον πόνο της ηπειρώτισσας γιαγιούλας μιλάω, ο οποίος, -φυσικά- δεν μπαίνει σε επιστημονική ανάλυση, και περνούν ξώφαλτσα απ’ αυτόν τον πόνο οι θεωρίες και τα Συνέδρια… Αν δε τυχαίνει να αγγίζω και τις Ηπειρώτικες καρδιές, μεγάλη η ΤΙΜΗ.  )
«Ατ στορία ξακολουθοσε χρόνια τώρα. ταν κόμα νέα Μήτραινα, ταν, χήρα, ξεκίνησε τ μονάκριβό της, Γιάννης, γι τν ρμη ξενιτειά .Δν εχε κόμα σπρη τρίχα στ κατάμαυρα μαλλιά της,
ταν τν φίλησε γι στερη φορ κα τν εδε ψηλ π τ ραχούλα μ δακρυόπνιχτα μάτια ν χάνεται στ μάκρος το δρόμου κα ν γίνεται φαντος.»     Χρίστος Χριστοβασίλης
Αυτή η ιστορία άρχισε πάλι
(ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ 2013)
Δεν υπάρχει νόμιμη μετανάστευση. Όλοι δικαιούνται να ζήσουν στον τόπο που γεννήθηκαν.
Όταν μιλάει η φωτογραφία…
(1959. Άγναντα Άρτας. Με βιολιά και με λαούτα ξεπροβοδίζουν οι χωριανοί τον Βαγγέλη που φεύγει για τη Γερμανία.)
Και σαν τον ξεπροβόδισαν  «θρονιάστηκε» η μάνα του   στην άκρη στο τσιουκανάρ’ και τις περισσότερες ώρες κοίταγε στο βάθος… Μακριά, πολύ μακριά.  Περίμενε…. Κάποτε, κάποτε «τραγουδούσε». Τραγούδι δεν μπορεί κάποιος να το πει. Κραυγή απελπισίας έβγαζε…

           […] «Στα ξένα δεν ανθίζουνε την άνοιξη τα δέντρα,

           και δε λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δε λάμπει ο ήλιος,

          δε φυλλαρίζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος,

          και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει!

         Στα ξένα, ποιος θα σε χαρεί και ποιος θα σε γελάσει;

        Πούν’ της μανούλας τα φιλιά, τα χάδια του πατέρα;

                                                                                             Κ. Κρυστάλλης
Ό,τι και να  «μού λέει» η φωτογραφία, εμένα δεν φεύγει από το μυαλό μου αυτό που έζησα παιδάκι. Ήταν η εποχή που μας επισκέφτηκαν  εκπρόσωποι  διαφόρων εταιρειών, οι οποίοι «πρακτόρευαν» τη μετανάστευση.  Συγκέντρωσαν στην πλατεία του χωριού μου πάνω από πενήντα χωριανούς και χωριανές, τους έβαλαν στη γραμμη και προέβησαν σε υγειονομική  τους  εξέταση. Θυμάμαι και ανατριχιάζω…Πρώτα πρώτα μέτρησαν τα δόντια  τους. Δεξιά οι/αι μη χρήζοντες/χρήζουσαι οδοντιατρικής περίθαλψης. Αριστερά οι/αι οδοντιατρικώς προβληματικοί/ές. Κάποιος είπε: «ξεχωρίζουν τα ζωντανά». Ίσα που δεν τον έφαγαν οι άλλοι. «Θα έχουμε δουλειά, θα έρθει χρήμα, θα αναπτυχθεί τουριστικώς το χωριό μας.» Οι γραμματιζούμενοι το έλεγαν: «εισροή συναλλάγματος».
(Μανάδες περιμένουν να έρθει ο ταχυδρόμος, μπας κι έχουν  γράμμα απ’ το παιδί τους και, κυρίως, γευθούν την «εισροή συναλλάγματος»)
Και ο κόσμος έφυγε και το συνάλλαγμα ποτέ δεν ήρθε…
Και εμείς, μεγαλώσαμε με το όνειρο να σπουδάσουμε, να φύγουμε απ’ το χωριό, να αποδράσουμε από τη φτώχεια και την ανέχεια, να σταματήσουμε να μαναρίζουμε τα ζωντανά, «να γίνουμε μεγάλ’  και τρανοί».
                                                    ∞∞∞
Το πώς φύγαμε είναι μεγάλη, μα πολύ μεγάλη ιστορία.
Την αφηγείται κατάλληλα η νεαρά ηπειρώτισσα.
«Εγώ, η ………..…….. , αν με ρωτήσει κάποιος  για την καταγωγή μου, με περηφάνια και εγωισμό θα του απαντήσω:  Από την Ήπειρο είμαι! Έτσι,  με έμαθε ο παππούς μου.
Είσαι Ηπειρώτισσα εσύ, μού ‘λεγε κάθε φορά που πήγαινα στο σπίτι του. Αληθινή Ηπειρώτισσα. Ας γεννήθηκες στην Αθήνα. Όσο τον θυμάμαι, δεν είχε πάει ποτέ του στο χωριό. Γι’ αυτό όμως μιλούσε καθημερινά.  Τον χάσαμε πέρυσι, πρόωρα. Αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Τον πήγαμε στο χωριό. Εκεί πλέον αναπαύεται.  Τελευταία του επιθυμία…
Όταν τον ρωτούσα για το χωριό, γυάλιζαν αληθινά τα μάτια του. Άστα αυτά παιδί μου. Όταν μεγαλώσεις θα τα μάθεις.
Μια φορά μόνο μού είπε:  Ήρθα για ένα καλοκαίρι, να δουλέψω, παιδί,  δεκαεννιά χρόνων. Έμεινα σ’ όλη μου τη ζωή, εδώ στην Αθήνα.  Δεν λέω, τα
κατάφερα.  Έκανα οικογένεια, καλά παιδιά και καλύτερα εγγόνια. Δε βαριέσαι. Αυτή είναι η μοίρα των φτωχών. 
-Ποιων φτωχών παππού; τον ρώτησα.
-Όλων των φτωχών του κόσμου, κορίτσι μου. Όπου γης. Τότε και τώρα. Αυτή η ριμάδα η ξενιτιά ή - όπως τη λένε οι γραμματιζούμενοι,- η μετανάστευση μάς πελέκησε, μάς ρήμαξε κι εμάς και τα χωριά μας. Αφάνισε όλη την Ήπειρο.
Και ήταν η μία και μοναδική φορά που μού περιέγραψε τον ερχομό του στην πρωτεύουσα
 (Στα πανηγύρια γινόταν η επιστροφή! )
Αθήνα 1960   (Αριστοτέλους 50)
Στο φορτηγό, πάνω στα καρπούζια, φορτωμένα από την Άρτα για Αθήνα. Η διεύθυνση: Αριστοτέλους 50. Εκεί κατοικούσαν οι πατριώτες και τα αδέλφια μου. Οικοδόμοι όλοι και οι πιτσιρικάδες  βοηθοί σερβιτόρων στην ψησταριά του Κώστα Μπαλατσούκα, Πανεπιστημίου 60.
Ξημερώθηκα στο Αντίρριο. Εκεί έχασα τον προσανατολισμό μου. Από αλλού ήξερα ότι βγαίνει ο ήλιος και από αλλού τον είδα.
Μεσημέρι, ντάλα καλοκαίρι, φτάσαμε στην Ομόνοια. Με κατέβασε και μού είπε ο οδηγός.
-Άιντε στο καλό!
Ποιο καλό, είπα μέσα μου.
Μήπως ήξερα και πού ήμουν; Δρόμοι, αυτοκίνητα, ψηλά κτήρια…
Αλλιώς μού τα ‘γραφε ο αδελφός μου, ο Κώστας.
Έπρεπε να πάω στην Αριστοτέλους 50.  Ρωτώντας πας στην πόλη. Έτσι, έκανα και εγώ. Με τα πόδια και φτάνοντας στην Αριστοτέλους 50. 
Πού πενήντα… Δεν είχε αριθμό το νεοκλασικό. Διατηρητέα πολυκατοικία, ποιος ξέρει πόσων χρόνων ήταν. Ρωτάω τον περιπτερά, πού είναι το 50 κι εκείνος μού απαντά, χωρίς πολλές περιστροφές. 
-Μπροστά σου, είναι.
Μια πόρτα μεγάλη, χρώματος καφέ, μισογκρεμισμένη, έχασκε.
Μα, εδώ κάθονται οι πατριώτες μου; Δεν μπορεί. Αποκλείεται.
Αλλιώς μου τα ‘γραφε, ο αδελφός μου, ο Κώστας.
Κάθομαι στο πλατύσκαλο και περιμένω. Έφτασε το απόγευμα. Φανερώθηκε κατάκοπος ο Πάνο Βαγγελής.
-Χαριλάκ’ , τι ζητάς εδώ; Μού είπε και με χάιδεψε στο κεφάλι.
-Έλα κι εσύ εδώ. Εμπρός ανεβαίνουμε.
Από μια σιδερένια σκάλα, που κάθε σκαλοπάτι έτριζε και νόμιζες ότι θα πέσει ολόκληρη, έσφιξα τα δόντια μου κι ανέβαινα, ανέβαινα, ανέβαινα…
Στο μυαλό μου είχα-γιατί έτσι μού τα  ‘γραφε ο αδελφός μου ο Κώστας- δωμάτια, σαλόνια, μπάνια, διάδρομοι, λουλούδια…
Φτάσαμε στην κορυφή. Ταράτσα να πούμε. Ο Πάνος με τη βαριά φωνή μού λέει:
-Χαριλάκ’ εδώ είμαστε!
Αντί για λουλούδια αντίκρισα κρεβάτια,  κρεβάτια…  Αυτά τα λυόμενα, εκστρατείας τα λένε.  Στον τοίχο, στις πρόγκες κρεμασμένα, εργατικά παντελόνια. Έβλεπες και κανένα πουκάμισο από σιδερωτήριο. Κάτω από τα κρεβάτια, όλων των ειδών τα παπούτσια.
Αλλιώς μού τα ‘γραφε ο αδελφός μου, ο Κώστας.
Μέτρησα δώδεκα κρεβάτια. Εκεί κατοικούσαν δεκατέσσερα άτομα. Σε κάποια κρεβάτια θα κοιμόντουσαν δύο.  Ένα κεφάλι πάνω κι ένα κεφάλι κάτω. Μη ζητάτε έπιπλα. Ένα τραπέζι μισοσπασμένο με τρία πόδια κι ένα ποδήλατο με κλαταρισμένα τα λάστιχα.
Όταν βράδιασε μαζεύτηκαν όλοι στην ταράτσα και ο καθένας έλεγε τα δικά του. Οι πιτσιρικάδες  πόσα πουρμπουάρ μαζέψανε και οι μεγάλοι για πόσα μέτρα τούβλα χτίσανε κι αν τους κόλλησαν τα ένσημα και πού θα πάνε για δουλειά την άλλη μέρα.
Όταν ρώτησα πόσο πληρώνουν, όλοι μού απάντησαν. Τίποτε. Ήταν το σπίτι των πατριωτών μου. Όποιος ξεμπάρκαρε, ερχόταν στην Αριστοτέλους 50, στην ταράτσα…
Α, ρε φτώχεια, τι έκανες…
Όταν ρώτησα
-Τι κάνετε με τον ήλιο; Η απάντηση ήταν;
-Φέρνουμε γύρω γύρω από το πλυσταριό.
Το στέκι ήταν η Πίνδος. Καφενείο στην πλατεία Λαυρίου, κοντά στην Ομόνοια. Θύμιζε λίγο χωριό.   Εκεί ήταν το βραδινό στέκι. Εκεί έβρισκες δουλειά, μάθαινες νέα από το χωριό, ακόμη ποιος ήρθε και ποιος έφυγε.
Σαν βράδιαζε για  τα καλά, ακουγόταν κάτω από το υπόγειο-Έλατο το είχαν βαφτίσει το μαγαζί- το κλαρίνο του Πάνου Ζέρβα. Ιτιά, ιτιά λουλουδιασμένη.  Μόνο που τα λουλούδια δεν φαινόταν πουθενά.
Κατεβαίναμε δύο-τρία σκαλοπάτια, σκύβαμε το κεφάλι μας, για να δούμε και να ακούσουμε καλύτερα.  Μέχρι εκεί…….
(1960. Ηπειρώτες στην  «Ελληνική Γωνιά»)
Αριστοτέλους  50. Πόσοι και πόσοι δεν πέρασαν από εκεί.  Αμέτρητα τα ονόματα. Όλοι πατριώτες, ηπειρώτες, ξενιτεμένοι…
Αρίθμησε   καμιά τριανταριά ονόματα και κατέληξε.
«Θα μού πεις, γιατί  τα θυμάσαι όλα αυτά και μού τα  λες;   Απλά, για να βρω τις ομοιότητες και τις διαφορές από τους ξένους μετανάστες. Ομοιότητες βρήκα, πολλές, μα πάρα πολλές. Βρήκα όμως και πολλούς, μα πάρα πολλούς  που δεν καταλαβαίνουν τίποτε. Κι άλλους που δεν θυμούνται απολύτως τίποτε.
Αχ, παιδί μου, το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό, το νερό της θολό και το στρώμα σκληρό.
Όλα τα ξενιτεμένα παιδιά είναι σαν τα ξενιτεμένα πουλιά. ΝΑ ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ ΑΥΤΟ. ΝΑ ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ. Κάποια μάνα πονάει πίσω τους. Κάποια μάνα τα περιμένει.»
Αυτά μού είπε.  Κι άρχισε το τραγούδι.
«Ο ζωντανός ξεχωρισμός παρηγοριά δεν έχει».
Κι έσβηνε τον πόνο του στο κατώι, που ονομάζονταν ΕΛΑΤΟΣ, όπου κάθε βράδυ είχε λόξυγγα η κλαρινόπληκτη –ηπειρώτικη- λουλουδιασμένη ιτιά.  
(Περισσότερα στο βιβλίο «Αγναντίτικα Λιχνίσματα» του Χάρι Ζάχου  και Χρίστου Τούμπουρου, Έκδοση π. Δήμος Αγνάντων, 2007)
ΚΑΙ πέρασαν τα χρόνια… Και φύγαμε προκειμένου και εμείς να υλοποιήσουμε το ιδανικό του νεοέλληνα: από χωρικός να μετασχηματιστεί σε αστό, να «μεταφυτευθεί» από το χωριό στην πόλη, να πετύχει την ανέλιξή του και την ένταξή του στην τάξη των μη χειρωνακτών αστών, που, εν πάση περιπτώσει, συνέπιπτε να είναι και η άρχουσα τάξη. Ο πατέρας στις οικοδομές, η μάνα στα θυρωρεία και εμείς Σαββατοκύριακα στις ταβέρνες, βοηθοί για το εβδομαδιαίο χαρτζιλίκι. Πίσω, στο χωριό η γιαγιά περίμενε… 
Και οι άλλοι… Αμερική, Σουηδία, Καναδάς…, όπου μπορεί να φανταστεί κάποιος.
Ο καημός για την πατρίδα βαρύς… Τον καταπράυνε η επίσκεψη του Κιτσάκη, του Σιάτρα, του Κυρίτση,  των Χαλκαίων…  «Στον ήχο του κλαρίνου του Χαλκιά  βογκάει, τινάζεται, χαμογελάει και χορεύει η Ελλάδα» Γιάννης Ρίτσος.
Εκεί, που για αυτούς τα καλύτερα κεράσια, σταφύλια, «βγαίνουν μόνο στο χωριό». «Στο χωριό να δεις πηγές να αναβλύζουν, τα πιο νόστιμα κατσίκια βόσκουν στα ηπειρώτικα βουνά…». Γενικά, ό,τι άλλο έχει σχέση με την πατρίδα, είναι το καλύτερο.
Και, ω του θαύματος η Ελλάδα  μπήκε στο στάδιο της ανάπτυξης και της προκοπής! Από μεταναστευτική χώρα μετατράπηκε σε χώρα υποδοχής μεταναστών.
Να, οι μετανάστες….
Και ζούσαμε σε μια  «καταναλωτική σχιζοφρένεια». Ώσπου έσκασε η βόμβα που ονομάζεται καινούρια μετανάστευση.
Τι έγινε στην Ήπειρο;
ΗΤΑΝ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΣΤΡΑΒΟ. ΤΟ ΕΦΑΓΕ ΚΑΙ Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ!
Η φωτογραφία αποτυπώνει την πραγματικότητα…
Η γιαγιά «ετοιμάζει» την πίτα. Θα έρθει το παιδί από την ξενιτιά.
Πότε;
Καμιά απάντηση. Ίτσ’ κρίσ’!
Δεν ακούει κανείς. 
Η μοίρα του φτωχού, ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
Γι’ αυτό ας το καταλάβουν όλοι καλά ότι το φτιάξιμο και το ψήσιμο της πίτας είναι ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ. 
Κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει την Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας να αναπτύσσει πολιτική δραστηριότητα. 
Είναι καθήκον της…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου